Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Η Γιούλη Τσακάλου στον Ελεύθερο Τύπο


 

Τον Σεπτέμβριο του 1939, σε ένα κτήριο της πρωτεύουσας της Λήμνου, που με πρόχειρο τρόπο είχε διασκευαστεί για να φιλοξενήσει μια κινηματογραφική προβολή, ξέσπασε πυρκαγιά και 70 περίπου άνθρωποι χάθηκαν.

Το γεγονός αυτό συντάραξε όλη την Ελλάδα και άφησε με βαθιές πληγές πολλές οικογένειες του νησιού.

Η Κώστια Κοντολέων σε αυτό το γεγονός έστησε το νέο της μυθιστόρημα –«Άννα, το όνομά της» - που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Η συγκεκριμένη συγγραφέας χρησιμοποίησε την εμπειρία της από τα έξι προηγούμενα βιβλία της, αλλά και από τις πολλές μεταφράσεις της  και πάτησε σε αυτό το γεγονός  για να αναζητήσει τις σχέσεις που μπορεί να συνδέουν εκείνους που μένουν με όσους φύγανε, το δικαίωμα στη ζωή όσο και στον έρωτα, αλλά και το πως θα πρέπει η μνήμη να συμφιλιώνεται με τη λήθη.

Αν και μυθιστόρημα ενδοοικογενειακών σχέσεων, έχει την ικανότητα να συνομιλεί και με τα βασικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα των τελευταίων 60 χρόνων του 20ου αιώνα, στο βαθμό βεβαίως που οι ζωές του κάθε ατόμου διαμορφώνονται από τα όσα τυχαίνει να συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία  στην οποία ζει.

Τρία τα κεντρικά πρόσωπα του έργου.

Ο Μήτσος που με αγωνία στέκεται μπροστά στο δίλημμα αν θα συνεχίσει να ζει όταν εκείνοι που περισσότερο αγάπησε έχουν βίαια και άδικα πεθάνει ή αν θα αντέξει να ξεκινήσει μια νέα ζωή -νέα σύντροφο, νέο παιδί.

Η Άννα που θα θελήσει να προσφέρει σε μια νέα ερωτική σχέση αυτό που από μια προηγούμενη εμπειρία δεν είχε εισπράξει, αλλά που δεν θα έχει σκεφτεί το τι μπορεί τάχα να σημαίνει να έχεις απέναντί σου μια νεκρή.

Οι άνθρωποι αυτοί θα ξεκινήσουν τη νέα τους κοινή ζωή, αλλάζοντας ακόμα και τα ονόματά τους -από Μήτσος Δημητρός, από Άννα Νίτσα- αλλά θα αναγκαστούν να χρησιμοποιούν τα έπιπλα που μια άλλη γυναίκα είχε διαλέξει για ένα σπίτι που καταστράφηκε, ενώ σε κάποιο τοίχο θα έχουν αφήσει τη φωτογραφία ενός κοριτσιού που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει και γι αυτό άλλωστε διατήρησε το όνομά της -Άννα  αυτή, τότε και γι απάντα.

Μέσα από μια φωτογραφία το παρελθόν διεκδικεί τις ανάσες του και ο γιος που θα προκύψει, ο μικρός στην αρχή και νεαρός στη συνέχεια, Φίλιππος θα παλεύει με ένα προσωπικό εφιάλτη καθώς θα διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην νέα οικογένειά.

Παράλληλα η ζωή συνεχίζεται, όσοι στέκονται με στραμμένη τη ματιά προς τα πίσω υπογράφουν την πικρή απόσυρσή  τους, ενώ εκείνος που θα τολμήσει να διεκδικήσει θέση στις επόμενες εποχές θα χαράζει τη δική του πορεία -στην αρχή ίσως μοναχική, μα γρήγορα με τη συμπαράσταση μιας συντρόφου.

Μυθιστόρημα έντονων περιγραφών τόσο γεγονότων, όσο και συναισθημάτων, την ίδια στιγμή που είναι και ένα κείμενο που με απλότητα αναζητά να ερμηνεύσει ψυχολογικά τραύματα και βέβαια συνεχώς να θέλει να έχει στραμμένη την προσοχή του προς τον έρωτα -αυτό το δυνατό συναίσθημα που άλλοτε ενώνει κι άλλοτε κατασπαράσσει..

Η γραφή της Κώστιας Κοντολέων ως διακριτική αλλά και περίτεχνη δαντέλα φτιαγμένη από λέξεις, καλύπτει πάθη, επισημαίνει διεξόδους. Εν τέλει παρασύρει σε μια αναγνωστική απόλαυση.

 

Γιούλη Τσακάλου (Ελεύθερος Τύπος, 29/12/2021)

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Άννα, το όνομά της στο My Book Stories

 


Κείμενο και φωτογραφία: Άννα Δραγάτση 


Το μυθιστόρημα της Κώστιας Κοντολέων θέτει ως κεντρικό θέμα την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Ένας άντρας χάνει αναπάντεχα τη σύζυγο και την κόρη του. Μια καταστροφική πυρκαγιά σε έναν κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του '30 του στέρησε τα άτομα με τα οποία έκανε όνειρα και σχεδίαζαν μαζί το μέλλον τους.

Από την Λήμνο εγκαθίσταται στην Αθήνα, ζώντας αυτόν τον αβάσταχτο πόνο χωρίς πια να ονειρεύεται. Η συνάντηση με μια γυναίκα στον εργασιακό του χώρο θα σηματοδοτήσει μια νέα πιο φωτεινή σελίδα για εκείνον. Με το παρελθόν και τις αναμνήσεις από τα δύο αγαπημένα του πρόσωπα που έχασε δημιουργεί μια νέα οικογένεια και αποκτά έναν γιο.

Η ζωή, ωστόσο, απαιτεί τη συνέχειά της και αυτό το αγόρι θα πρέπει µόνο του να χαράξει τον δικό του δρόμο, απελευθερωμένο από το βάρος του παρελθόντος των άλλων.

Πρόκειται για μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία που με αμεσότητα καταφέρνει να σκιαγραφήσει τη καταλυτική δύναμη που μπορεί να έχει μια τραγική στιγμή του παρελθόντος στο μέλλον ενός ανθρώπου, ένα ανεξίτηλο σημάδι που φέρουν και οι επόμενες γενιές.

Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και οικογενειακά αρχεία. Με αφετηρία το τραγικό και πραγματικό γεγονός της φωτιάς του 1939 στην Λήμνο σε έναν κινηματογράφο, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων θεατών, η συγγραφέας συνδυάζει αριστουργηματικά τα πραγματικά γεγονότα με την μυθιστορία και μας παρουσιάζει την εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου που μπορεί να σώθηκε από τις φλόγες όμως εκείνη η μέρα τον στιγμάτισε.

Το βιβλίο περιέχει μικρά κεφάλαια με τίτλους που κάνουν ευχάριστη την ανάγνωση του. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία για την έννοια της ταυτότητας που δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να ταξιδέψει και να συναντήσει ένα σημαντικό μέρος του 20ου αιώνα, από τα τέλη της δεκαετίας του '30 ως τα τέλη της δεκαετίας του '60.

"Τον άφηνε, λοιπόν, η Άννα να της μιλά... Αφηγήσεις άλλοτε σε σιγανούς περιπάτους στο Ζάππειο, άλλοτε σε ταβερνάκια της Πλάκας. Αφηγήσεις συνοδεία ρετσίνας και κάποιας κιθάρας.

Κι έτσι οι χιλιοειπωμένες και χιλιοακουσμένες ιστορίες για οικογενειακές καταστροφές και προσφυγιά, που τόσο μα τόσο τις είχε βαρεθεί η Άννα, αποκτούσαν μιαν άλλην διάσταση- πλέον προσωπική.
Αλλά και γι' αυτό περισσότερο επικίνδυνη...
Ο κίνδυνος του δικού στου μέλλοντος από το παρελθόν ενός άλλου." (Σελίδα 79)




https://mybookstoriesgr.blogspot.com/2021/12/anna-to-onoma-ths.html

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Ο θείος Σάκης -στο diastixo.gr (19/12/2021)

 



Ο Θείος Σάκης

 

Είναι -πρέπει να είναι- κάποιες φωτογραφίες ανάμεσα σε άλλες που ξεπροβάλουν όλες τους μέσα από σιδερένια κουτιά, που κάποτε είχαν φιλοξενήσει γλυκά μπισκότα του παρελθόντος, μα τώρα φιλοξενούν ποικίλες μνήμες του τότε… Ναι, πρέπει να είναι αυτές οι φωτογραφίες αδιάψευστοι μάρτυρες μιας καταχωνιασμένης διάψευσης.

Ώρα των ενδοσκοπήσεων, λοιπόν. Ώρα μοναχική και ενίοτε οδυνηρή που λειτουργεί σαν τυφλή ανασκαφή στα έγκατα του ασυνείδητου.  Κι όσο πιο βαθιά προχωρά τόσο τα κτερίσματα που φέρνει στο φως αποκτούν λανθάνουσα υπόσταση και καταγράφονται σ’ εκείνο το κομμάτι του εγκεφάλου που σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής αποθηκεύει ως μη όφειλε και όσα θα έπρεπε να περάσουν οριστικά στη λήθη…

Ήταν ίσως η νοσταλγία που την είχε κάνει να ανοίξει εκείνο το ξεχασμένο σιδερένιο κουτί που έκρυβε μέσα του αποτυπωμένες στιγμές της παιδικής της ηλικίας.  Εκείνη την κουτσοδόντικη της πρώτης δημοτικού, τις άλλες των διαδοχικών αποκριάτικων μεταμορφώσεων κι άλλες μετέπειτα  κι άλλες… 

Κι εκεί ανάμεσα σ’ εκείνες της ψευδεπίγραφα ανέμελης παιδικής της ηλικίας…  Μπλέχτηκε στα δάχτυλα της μια, ψαλιδισμένη στην δεξιά της πλευρά,  φωτογραφία.  Σερπαντίνες και  χάρτινες γιρλάντες που κρέμονταν από την οροφή μιας ταβέρνας, σηματοδοτούσαν την τυπική μικροαστική αποκριάτικη ατμόσφαιρα εκεί στο ξέφτισμα της δεκαετίας του ’50.

Βιάστηκε να την χώσει ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, εκείνο το κόψιμο στη μια πλευρά, απώθησε την περιέργεια της να την κοιτάξει καλύτερα και συνέχισε το ταξίδι της στο τότε με τις άλλες, όλες τους μαυρόασπρες, όλες τους ξεθωριασμένες από τον  χρόνο. 

Κουρασμένη, πια, από την συναισθηματική αναδρομή και τους συνειρμούς που την συνόδευαν, έκλεισε το σιδερένιο κουτί με την ξεθωριασμένη ετικέτα Μπισκότα Παπαδοπούλου και το παράχωσε στο προστατευτικό σκοτάδι της δερμάτινης κασέλας-  θεματοφύλακα των ιερών και ανόσιων μυστικών της οικογένειας.

 Έκανε να σηκωθεί και τότε η ψαλιδισμένη φωτογραφία ηθελημένα ή αθέλητα βρέθηκε πεσμένη στο χαλί.

Πρέπει να με δεις! λες και  απαιτούσε. 

Δεν αντιστάθηκε  στην απαίτηση, υπέκυψε και τη σήκωσε από κάτω, είδε μια εκδοχή από τις πολλές του δεκάχρονου εαυτού της, να κάθεται στα γόνατα της μάνας της φορώντας κίτρινο κοτιγιόν με τουρκουάζ φτερό στο πλάι.  Γελούσε ευτυχισμένη σε κάποιον απέναντι της που μόνο το παχουλό αφράτο χέρι του είχε γλυτώσει από το -εκδικητικό λες-  κόψιμο του ψαλιδιού.

Κι ένιωσε την ανάγκη να το χαϊδέψει εκείνο το χέρι. Ήταν ως  να ένωνε κομμάτια ενός δύσκολου παζλ για να φτιάξει εντέλει από μνήμης το σώμα και το πρόσωπο εκείνου του ακρωτηριασμένου άντρα. 

Και σιγά-σιγά το παζλ άρχισε να ολοκληρώνεται σε μια άλλη ασπρόμαυρη φωτογραφία…

Αυτή απεικόνιζε μια παραλία, κάποιο σούρουπο, κι εκείνη να είναι κουρνιασμένη στην αγκαλιά ενός άντρα  που την κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του με τα παχουλά, αφράτα χέρια του, όπως ένας πατέρας αγκαλιάζει τη μοναχοκόρη του. 

Μόνο που αυτός δεν ήταν ο πατέρας της-τα δικά της αχνά γράμματα με μολύβι είχαν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράψει το όνομα του Θείος Σάκης,  υπογραμμίζοντας μια υποτιθέμενη υπόσταση της σχέσης τους. Εντέλει κι αυτή  ψευδής.  

Δεν ήταν, ασφαλώς, η κόρη του, δεν ήταν ανιψιά του.

Ήταν η κόρη της Λεώνης που είχε μείνει χήρα στα είκοσι τρία της.  Μ’ ένα μωρό στην κοιλιά κι ένα μέλλον αδιευκρίνιστο ακόμη…                              

Χήρα με παιδί… Ήταν… Και έμεινε.

Κι ο θείος Σάκης ακρωτηριασμένος σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, ήρθε κι έφυγε, αφήνοντας -ένα  λειψό κι αυτό- αφράτο παχουλό χέρι.                            

Τα ψαλίδια ανοίγουν δρόμους στη λήθη. 

Η λήθη πάντα θα αντιπαλεύεται τη μνήμη.

 https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/17476-theios-sakis


 

 

 


Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Η Giouli Georgia Tsakalou στον Ελεύθερο Τύπο

Η συγκεκριμένη συγγραφέας χρησιμοποίησε την εμπειρία της από τα έξι προηγούμενα βιβλία της, αλλά και από τις πολλές μεταφράσεις της και πάτησε σε αυτό το γεγονός για να αναζητήσει τις σχέσεις που μπορεί να συνδέουν εκείνους που μένουν με όσους φύγανε, το δικαίωμα στη ζωή όσο και στον έρωτα, αλλά και το πως θα πρέπει η μνήμη να συμφιλιώνεται με τη λήθη.
Αν και μυθιστόρημα ενδοοικογενειακών σχέσεων, έχει την ικανότητα να συνομιλεί και με τα βασικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα των τελευταίων 60 χρόνων του 20ου αιώνα, στο βαθμό βεβαίως που οι ζωές του κάθε ατόμου διαμορφώνονται από τα όσα τυχαίνει να συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει.
Μυθιστόρημα έντονων περιγραφών τόσο γεγονότων, όσο και συναισθημάτων, την ίδια στιγμή που είναι και ένα κείμενο που με απλότητα αναζητά να ερμηνεύσει ψυχολογικά τραύματα και βέβαια συνεχώς να θέλει να έχει στραμμένη την προσοχή του προς τον έρωτα -αυτό το δυνατό συναίσθημα που άλλοτε ενώνει κι άλλοτε κατασπαράσσει.
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Το εικοσιτετράωρο ενός συγγραφέα (Καθημερινή 12/12/2021)

 

08:00 – 08:30

Είναι η ώρα που αρχίζω να αναδεύομαι στο κρεβάτι.  Έξω τα πουλιά έχουν ήδη ξεκινήσει την γλυκόλαλη χορωδία τους.  Κι ο σκύλος από το διπλανό σπίτι να γαυγίζει δαιμονισμένα.  Σηκώνομαι αναμαλλιασμένη και οδεύω προς το μπάνιο για να αποκτήσω την ευπρεπή μου εικόνα.  Κινήσεις μηχανικές μα απολύτως απαραίτητες.   Χνουδωτή ρόμπα τυλίγει το κορμί μου ζεστά.  Και οδεύω για τον πρωινό καφέ.  Με τον γάτο Διαμιανό και το σκυλί Σοκολάτα να μπλέκονται στα πόδια μου.

 

09:00 – 10:00

Ο πρωινός καφές πέρα από την απόλαυση που χαρίζει γίνεται αφορμή να ξεκινήσουμε με τον σύντροφο μου μια μακροσκελή κουβέντα που ενίοτε κρατά περισσότερο από τη μία ώρα.  Μιλάμε για τα βιβλία που διαβάζουμε.  Για την ταινία που είδαμε το προηγούμενο βράδυ.  Συνήθως συμφωνούμε άλλοτε πάλι διαφωνούμε και τότε η κουβέντα τραβάει σε μάκρος για να καταλήξει εντέλει και στον προγραμματισμό της ημέρας.  Τηλεφωνήματα που πρέπει να γίνουν, ραντεβού να κλειστούν, και εν κατακλείδι να γραφτεί η λίστα του σούπερ μάρκετ και συναφών  αγορών.

 

11:00 – 12:30

Έξοδος για περπάτημα.  Η κάποτε βόλτα μας στο όργιο πρασίνου της περιοχής έχει πια το βάρος της καμένης  πραγματικότητας.  Ωστόσο η όραση ανακαλύπτει μεμονωμένες οάσεις πρασίνου ενώ η όσφρηση έχει απαλλαγεί από  την αψάδα του καμένου δάσους.  Συχνά καταφέρνω να γεμίσω  το σπίτι με λουλούδια για να δημιουργήσω την εικονική πραγματικότητα που έχω ανάγκη.  Αυτή βόλτα που σε τίποτα δεν θυμίζει τις παλιές, ωστόσο  με αναζωογονεί και μου φτιάχνει το κέφι.

 

12:30 – 13:30

Το σώμα δεν έχει ανάγκη μόνο την πνευματική τροφή και την όποια οπτική και αναζωογονητική εμπειρία στο ύπαιθρο, έχει ανάγκη και την τροφή της επιβίωσης.  Η ώρα που ετοιμάζω το φαγητό δεν είναι για μένα ανιαρή και βαρετή υπόθεση αλλά περιέργως δημιουργία.  Είχα διαβάσει κάποτε πως η Άκγαθα Κρίστι εμπνεόταν τις ιστορίες της την ώρα που έπλενε τα πιάτα.  Εγώ από την άλλη δημιουργώ φαγητά της απολύτως ζωηρής έμπνευσης μου και συνομιλώ με τον εαυτό μου ενίοτε δυνατά για το αν ένα υλικό μπορεί να ταιριάξει με το άλλο.  Και κάποιες φορές τον μαλώνω για τι εξαλλοσύνες των εμπνεύσεων του.          

 

14:00 – 15:00

Ώρα φαγητού.  Διανθισμένη με κουβέντες που έχουν άμεση σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις της ημέρας.  Με κάποια τηλεφωνήματα που είχαν θέσει κάποια θέματα ή ζητούσαν απαντήσεις.  Και με τις ειδήσεις της ημέρας που ως εκείνη την ώρα  μας είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον.  Η ώρα του φρούτου σημαίνει και τη λήξη της παραμονής στην κουζίνα.  Το πλυντήριο των πιάτων περιμένει τη δική του τροφή ανυπόμονο.  Η κουζίνα παρελθόν προς ώρας.

 

15:30 – 19:30

Απόλυτη ησυχία στο σπίτι.  Άνοδος στη σοφίτα μου.  Χώρος δουλειάς και καταφύγιο μου.  Ο καταδικός μου χώρος.  Πάνω στο γραφείο μου ανοικτός ήδη ο υπολογιστής με περιμένει.  Γύρω μου λεξικά, βιβλία, χαρτιά με κάθε είδους σημειώσεις.  Άνθρωπος τακτικός από τη φύση μου παραδόξως θέλω στο γραφείο μου να γίνεται χαμός.  Είναι σαν να ανασαίνει όλος ο χώρος μαζί μ’ εμένα.  Μοιάζει με ζωντανό οργανισμό που ζητάει και τη δική μου συμμετοχή και στρώνομαι στη δουλειά.  Αν υπάρχει επείγουσα μετάφραση ξεκινώ από αυτήν και πόσο όμορφα αισθάνομαι όταν μεταφέρω τη δουλειά ενός άλλου συγγραφέα στη δική μου γλώσσα και γίνομαι ένα με τους ήρωες του.  Αν η θεά της έμπνευσης με έχει επισκεφτεί και γράφω δικό μου  κείμενο τότε ο χρόνος χάνει τις πραγματικές του διαστάσεις κι εγώ χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας και ταξιδεύω στα πάθη των ηρώων μου και βιώνω την κάθε τους στιγμή.   Έχει ήδη σκοτεινιάσει κι εγώ νομίζω πως έξω λάμπει ακόμη ο ήλιος.

 

21:00 – 22:00

Τηλεφωνήματα με τα παιδιά.  Γίνομαι κοινωνός της καθημερινότητας τους.  Μιλάμε για χίλια δυο πράγματα.  Είναι όμορφη αυτή η ώρα της επαφής μαζί τους.  Κι όταν την σκυτάλη παίρνει ο εγγονός τότε ξεχνιέμαι εντελώς.  Αυτή η ηλικία σου λέει πράγματα σαν να σε ψυχαναλύει.

 

23:00 – 01:30

Παρακολουθώ επιλεγμένες ταινίες από το διαδίκτυο, δεν αντέχω της τηλεόρασης όσο καλές κι αν είναι λόγω των πολλών διαφημίσεων.

 

01:30 – 02:00

Διάβασμα στο κρεββάτι κι αν το βιβλίο με συνεπαίρνει προμηνύεται ξενύχτι.   Είμαι βραδινός τύπος.  Δεν έχω ανάγκη πολλών ωρών ύπνου, έξι ώρες μου αρκούν, κι όταν έρθει πια ο ύπνος του παραδίνομαι για να περάσω στον κόσμο των ονείρων… Μα είναι αυτός ένας κόσμος που το πρωί ξυπνώντας θα τον έχω ξεχάσει. Ίσως καλύτερα. Καλύτερα η αλήθεια της ζωής να κερδίζει την κάθε μέρα μου


Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

Η Ελένη Πριοβόλου στο diastixo.gr

 

Από τις πρώτες κιόλας αράδες, το βιβλίο της Κώστιας Κοντολέων κερδίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ήσυχη και στοχαστική η γραφή της –ακόμα και όταν αφηγείται τραγικά συμβάντα–, ανεπιτήδευτη και ειλικρινής, σκηνοθετημένη σε πλάνα παλιού κινηματογράφου ή κάδρα φωτογραφιών αλλοτινών καιρών. Συχνά είχα την αίσθηση ότι περνοδιαβαίνω ένα λεύκωμα ασπρόμαυρων φωτογραφιών, που κατά τη διάρκεια του ξεφυλλίσματος επιχρωματίζονται ώστε τελικά να μετατραπούν σε έγχρωμες. Με αυτόν τον τρόπο παρακολουθούνται οι εποχές.

Ο Μήτσος και η Άννα συναντιούνται στην Αθήνα τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόσφυγες οι γονείς αμφοτέρων. Η μάνα της Άννας, η Ασημίνα, αν και έχει μικρό ρόλο στο έργο, εντούτοις αναδύεται κυριαρχική φιγούρα. Ο πατέρας της, ο Γιάγκος, είναι ένας διαρκής φυγάς από τις επιθέσεις και την γκρίνια της γυναίκας του. Από προσφυγική οικογένεια και ο Μήτσος. Καταγωγή από τη Σμύρνη, όπου ο πατέρας του διατηρούσε ξυλουργικό εργοστάσιο, το οποίο κάηκε σε πυρκαγιά. Η φωτιά κυνηγάει τον Μήτσο σε όλη του τη ζωή.

Εκείνος δέσμιος του πόνου, του πένθους και των ενοχών από το τραγικό συμβάν που του στέρησε τη γυναίκα του τη Φρόσω και την ανήλικη θυγατέρα του την Άννα. Το παρελθόν τον βαστάει δέσμιο. Νιώθει ολομόναχος στη ζωή με μόνους επισκέπτες τις τύψεις, αφού θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο που δεν κατάφερε να σώσει την οικογένειά του. Ζει με αδήριτο το δίλημμα: Να αφεθεί στον εφιάλτη του καταστροφικού παρελθόντος ή να τον εξολοθρεύσει; Δύσκολη η αναμέτρηση με τα φαντάσματα, επειδή αυτά διαφεντεύουν τη ζωή του.

Η Άννα, καταποντισμένη από έναν ατυχή έρωτα και συνάμα μια προδοσία, προσπαθεί να ανασυρθεί από τα συντρίμμια της και πασχίζει να σκηνοθετήσει μια νέα ζωή. Ο καθένας όμως από τους δυο ζει μέσα στη δική του φυλακή. Εκείνος του αλύτρωτου παρελθόντος και εκείνη στα δεσμά μιας αυταρχικής μάνας, που επιβάλλει στο σπίτι ένα καθεστώς μητριαρχίας, και μιας αδελφής ανταγωνιστικής με ό,τι σημαίνει αυτό στην αδελφική επί της ουσίας αγάπη, που όμως δεν είναι ικανή να αποσοβήσει τις εντάσεις και τις ζηλοφθονίες.

Οι δυο κεντρικοί ήρωες εργάζονται στον ίδιο χώρο· στο Δημόσιο Ταμείο της οδού Μενάνδρου. Αρχίζουμε από τον τρόπο πλησιάσματός τους. Γίνεται βήμα βήμα. Ο αναγνώστης ακούει τον ήχο των εσωτερικών και εξωτερικών βημάτων. Των πολλών ερωτημάτων, των αμφιβολιών και των φόβων.

Ο Μήτσος τολμά να αναμετρηθεί με τη θλίψη και την ενοχή και να κάνει μαζί με την Άννα το επόμενο βήμα· παντρεύονται. Για να εξορκίσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, παίρνουν ακόμα και νέα υποκοριστικά. Γίνονται Δημητρός και Νίτσα.

Στη νέα όμως ζωή, παρά τη θέληση και την προσπάθεια, τα φαντάσματα συγκατοικούν στο καινούριο σπιτικό. Το ανυπόφορο παρελθόν και το ανακουφιστικό παρόν συγκρούονται. Το χθες διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστικό στο παρόν και στο μέλλον.

Και μέσα στην ατομική και οικογενειακή δυστοκία τούς βρίσκει ο πόλεμος, για να γίνει εκείνος πρωταγωνιστής στις ζωές τους. Αυτός ο πατήρ πάντων ήρθε να ανατρέψει κάθε τι το θεωρούμενο ως βεβαιότητα. Κι έπειτα η Αθήνα και η χώρα ολόκληρη μπαίνει στη μαύρη περίοδο της Κατοχής. Οι άνθρωποι και οι ήρωες του βιβλίου ζουν πολιορκημένοι από τον θάνατο. Και εξωτερικά και στους κόλπους της οικογένειας, αφού φεύγει από τη ζωή η μητέρα Ασημίνα.

Ήσυχη και στοχαστική η γραφή της –ακόμα και όταν αφηγείται τραγικά συμβάντα–, ανεπιτήδευτη και ειλικρινής, σκηνοθετημένη σε πλάνα παλιού κινηματογράφου ή κάδρα φωτογραφιών αλλοτινών καιρών.

Θέλω να επισημάνω ότι τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα της εποχής αποτελούν την κορνίζα μέσα στην οποία καδράρονται οι ανθρώπινες ζωές και η ψυχολογία των ηρώων, γι’ αυτό περνούν υπαινικτικά σαν σκηνικό θεατρικής παράστασης. Το σημαίνον για τη συγγραφέα είναι να αποτυπώσει τις συνέπειες των καταστάσεων στους ανθρώπους. Γιατί και μέσα στον ζόφο η ζωή συνεχίζεται, οι ιεροτελεστίες και το εθιμικό δίκαιο – όπως η προετοιμασία του νεκρού για την εξόδιο ακολουθία, οι σχέσεις των ανθρώπων όπως διαμορφώνονται μέσα στις αναγκαιότητες, το όνειρο που δεν παύει στιγμή να τροφοδοτεί με ελπίδα τη ζωή. Τη ζωή που φέρνει ένα παιδί.

Και ανάμεσα στους πρωταγωνιστές εισέρχεται πλέον ο Φίλιππος. Όσο για τον Δημητρό…

Όλα έτοιμα να υποδεχθούν τον γιο του. Εκείνος είναι έτοιμος να ξαναπαίξει με άλλους όρους τον ρόλο του πατέρα;

Ο μικρός Φίλιππος, ο έφηβος Φίλιππος, ο ενήλικος Φίλιππος, πασχίζει να νικήσει τη μνήμη του πεθαμένου κοριτσιού και συνάμα της παλιάς τραγωδίας του πατέρα του. Και ο Δημητρός αφήνεται στη λήθη ακούσια…

Με λόγο δωρικό και άμεσο, η Κώστια Κοντολέων χαρίζει στο αναγνωστικό κοινό ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο, ειλικρινές, στοχαστικό, με πολλές ψυχολογικές εκφάνσεις. Κεντά μια μακρά ιστορική περίοδο. Χωρίς να την περιγράφει, δίνει στον αναγνώστη το πλαίσιο και δημιουργεί την εικόνα της προπολεμικής Αθήνας, των εργατών και των υπαλλήλων, των τιγκαρισμένων λεωφορείων, του χαρτιού και της μελάνης του Δημοσίου Ταμείου της οδού Μενάνδρου, του Πέδρογκραντ και των λοιπών κομψών ζαχαροπλαστείων, των πλανόδιων ανθοπωλών, των περιπάτων του Ζαππείου και των ταβερνείων της Πλάκας. Επίσης, της σκληρής προσπάθειας των προσφυγικών οικογενειών να ριζώσουν και να ευδοκιμήσουν. Μια Αθήνα των ατελέσφορων ονείρων, που μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο πασχίζει να επουλώσει τις πληγές της και να ορθοποδήσει. Μια Αθήνα της αντιπαροχής, αλλά και της κακέκτυπης αντιγραφής του αμερικάνικου ονείρου. Το πέρασμα από τις αυλές και τα προσφυγικά στη ζωή των πολυώροφων κτιρίων, της ψυχρότητας και της αποξένωσης. Μια νέα γενιά μέσω του Φίλιππου έρχεται στο προσκήνιο. Ένα παιδί που εγκλωβίζεται σε μια μνήμη κυτταρική, μια μνήμη που του φορτώνει ο πατέρας του. Είναι η νεκρή αδελφή, με την οποία αρχίζει να κονταροχτυπιέται και συνάμα να μονομαχεί με τους δικούς του φόβους και τους εφιάλτες. Γίνεται ένα παιδί μοναχικό, ευαίσθητο, με καταφυγή στο σινεμά και τις αναγνώσεις βιβλίων.

Μέσα στο βιβλίο αναπτύσσονται με ευκρίνεια οι δυο κόσμοι. Ο συνειδητός κόσμος, αυτός της καταγραφής των γεγονότων, και ο υποσυνείδητος κόσμος, από όπου πηγάζουν οι φόβοι, οι ενοχές και τα τραύματα. Αυτά που αν δεν επουλωθούν, κακοφορμίζουν. Τραυματικός αν και ζωντανός εγγράφεται ο κόσμος της μνήμης και του παρελθόντος σαν μια μόνιμη πληγή που δεν έπαψε ποτέ να αιμορραγεί. Κι η συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία έτσι ώστε το παρελθόν να συμπορεύεται με τον ενεστώτα χρόνο των ηρώων και να βιώνεται σαν εσαεί παρόν. Έτσι, ο αναγνώστης αναπλάθει διαβάζοντας και τη βίωση του παρόντος αλλά και την αχλή του παρελθόντος.

kos kontoleon21Στο μυθιστόρημα τίθενται πολλά ερωτήματα. Πόσο σταθερές μπορεί να είναι τελικά οι θεωρούμενες βεβαιότητες; Μπορούν τα άψυχα να δαμάσουν τη θέληση των ανθρώπων; Πόση δύναμη και αυτογνωσία χρειάζεται για να επιβληθεί το άτομο στη νομοτέλεια; Η μνήμη μπορεί να γίνει τιμωρός; Τις απαντήσεις τις δίνει η συγγραφέας μέσα από τη ζωή των ηρώων της.

https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/17355-anna-to-onoma

Επόμενη Μέρα (διήγημα -διάκριση περιοδικού Περί Ου)

 Επόμενη Μέρα

Μουρούζη και Ηροδότου γωνία. 

Στα ξεφτίσματα της δεκαετίας του ’60.

Μετακόμιση σε εξέλιξη.

Φορτηγάκι ανοιχτό φορτώνεται τις πραμάτειες ενός σπιτιού που το εγκαταλείπουν οι ένοικοι του. 

Στο φως αδιάκριτων ματιών έπιπλα και αντικείμενα κάποτε προστατευμένα στον περίκλειστο χώρο μιας οικογένειας.

Καρέκλα με φθαρμένο περίτεχνο σκάλισμα ετοιμάζεται να στηθεί στην κορφή ετερόκλητων πραγμάτων, περίοπτη θέση γι’ αυτό που κομίζει πάνω της. 

Αιωνόβιος γέρων, ηγεμών του παρελθόντος, αμέτοχος τώρα, ατενίζει τον κόσμο από ψηλά.

Από τα ψηλά στα χαμηλά της επόμενης μέρας.

Από το θρόνο φθαρμένης οικοσκευής σε καινούργια έκπτωτη πραγματικότητα. 

Το απότομο ξεκίνημα του αυτοκινήτου ενεργοποιεί τους σφικτήρες των δακτύλων στο ξύλινο κάθισμα, κίνηση αυτοπροστασίας ή εδραίωσης της θέασης του κόσμου από θέση πλεονεκτική πλέον,  την τελευταία  στη ζωή του, πριν η φθαρτότητα της σάρκας του τον περάσει στην άυλη πραγματικότητα του επέκεινα μιας επόμενης μέρας.            

http://www.periou.gr/%CE%BA%CF%89%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B7-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B1/?fbclid=IwAR0lEMPqBqiQTSv-JgcGz4xLXK3WHAKK_dybrxMB3_WRNxS2FbhhTNX_0-U 

Συνέντευξη στο Πρώτο Θέμα

 

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος το νέο σας βιβλίο, ένα μυθιστόρημα που ξεκινά από την τραγωδία που έλαβε χώρα στον κινηματογράφο «Νέον Κέντρον» της Λήμνου και ακολουθεί τη ζωή ενός επιζώντα. Τι σας έκανε να θέλετε να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;

 






Το γεγονός πως χρόνια μετά από αυτήν την τραγωδία, βρέθηκα να ζω πολύ κοντά με τα πρόσωπα που την είχαν άμεσα ή έμμεσα βιώσει.  Το καθένα από αυτά με τον δικό του τρόπο.  Ζώντας δίπλα τους τόσα χρόνια, αισθάνθηκα ως να ήμουν κι εγώ ένα από εκείνα τα πρόσωπα που η πυρκαγιά της Λήμνου είχε σημαδέψει τη ζωή του. 

 

Ποια συναισθήματα επικρατούσαν μέσα σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής, "αγγίζοντας" μία ιστορία με τόσο πόνο;

 

Δεν ήταν εύκολη υπόθεση για μένα.  Έπρεπε να ενδυθώ έναν προς έναν τους ήρωες για να βιώσω τις σκέψεις τους, τις πράξεις τους, τον εσώτερο κόσμο τους, την τραγικότητα της ύπαρξης τους.   ‘Όταν η κυρίαρχη και επαναλαμβανόμενη λέξη «Φωτιά.  Φωτιά.  Φωτιά!» όρισε τις εξελίξεις στη ζωή του ήρωα μου σημαδεύοντας τον και επιδρώντας όχι μόνο στην δικιά του ζωή αλλά και στις ζωές των απογόνων του ήταν αναπόφευκτο να καψαλίσει, κι εμένα και να με παρασύρει στην περιδίνηση των παθών του.    

 


Ποιες μνήμες σας άγγιξαν περισσότερο; Υπήρχε κάποιο σημείο, το οποίο έκανε την συγγραφή "δυσκολότερη", αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της τραγωδίας;

 

Οι μνήμες δεν ήταν δικές μου.  Απλώς τις οικειοποιήθηκα.  Ζώντας το βάρος αυτής της τραγωδίας μέσα στην οικογένεια του συντρόφου μου αποφάσισα να δώσω υπόσταση στους πρωταγωνιστές μεταφέροντας τα πάθη τους στο χαρτί.  Αλλά ο συγγραφέας μπορεί να αυθαιρετεί-όχι φυσικά ως προς την ουσία των γεγονότων, αλλά ως προς τα πρόσωπα που τα κάνει ήρωες του.  Έτσι λοιπόν λησμόνησα τους ανθρώπους με τους οποίους έζησα και αφέθηκα στην παντοδυναμία του συγγραφέα.  Δημιουργώντας τα δικά μου πρόσωπα.        

 

Τα βιβλία σας συνήθως περνάνε κάποιο μήνυμα στο αναγνωστικό σας κοινό. Στο εν λόγω μυθιστόρημα θέλετε να "πείτε" κάτι στους αναγνώστες;

 

Τελικά νομίζω πως αυτό που χαρακτηρίζει την τελευταία μου συγγραφική δουλειά είναι το πώς το παρελθόν μπορεί να επέμβει καθοριστικά στο μέλλον, αν αφήσουμε εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντι μας κι εμείς-οι εναπομείναντες- αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στην λήθη, κυρίως επειδή τους φοβόμαστε.

  

Από που αντλείτε ερεθίσματα και έμπνευση για να ασχοληθείτε με ένα νέο βιβλίο; Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να "γεννήσει" μια νέα ιστορία μέσα σας;

 

Έχω ενεργό μνήμη και τρομακτική παρατηρητικότητα.  Βλέπω πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν όχι λόγω ελαττωματικής όρασης αλλά κυρίως γιατί δεν στέκονται σε κάποιες λεπτομέρειες που μπορούν να γίνουν η σπίθα που θα ενεργοποιήσει τη «γέννηση» μιας ιστορίας.  Μου έχει συμβεί πολλές φορές να ενεργοποιήσει αυτή τη «γέννηση» ένα φαινομενικά αδιάφορο γεγονός που θα μετουσιωθεί σ’ ένα μυθιστόρημα ή σε ένα διήγημα για να γίνει ο σκελετός που πάνω του θα χτιστεί το συγκεκριμένο ερέθισμα.      

 

Ο σύζυγός σας, Μάνος Κοντολέων, είναι και εκείνος συγγραφέας. Πώς συνυπάρχουν δύο συγγραφείς στον ίδιο χώρο; Έχει ο ένας λόγο στην γραφή του άλλου; Έπαιξε κάποιο ρόλο στο νέο σας μυθιστόρημα ή σε κάποιο από τα προηγούμενα;

 

Ξέρετε είναι υπέροχη αυτή η συνύπαρξη όσο δύσκολη κι αν φαντάζει.  Έχουμε κοινά ενδιαφέρονταν, πανομοιότυπες ανησυχίες και ανασφάλειες.   Δουλεύουμε σε ξεχωριστούς χώρους ο καθένας.  Όχι δεν έχουμε λόγο ο ένας στην γραφή του άλλου.  Απλά συζητάμε πάνω στα έργα μας διαβάζοντας ο ένας στον άλλο τα γραπτά του και κουβεντιάζοντας τα.  Ο ρόλος που έπαιξε στο τελευταίο μου μυθιστόρημα ήταν αυτή η ίδια η ιστορία που είχε σημαδέψει όλη την οικογένεια του και η ευχέρεια και άδεια του να χρησιμοποιήσω κάποια ντοκουμέντα από το οικογενειακό αρχείο, φωτογραφίες και κτερίσματα, εκείνων που χάθηκαν στον αφανισμό εκείνης της αδηφάγας φωτιάς.          

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα για το Liberal.gr

 


1)«Άννα, το όνομά της». Κυρία Κοντολέων, πόσο σημαντικό είναι το όνομα για τη ζωή ενός ανθρώπου και πόσο σημαντικό για το βιβλίο σας;

1α Θεωρώ πως είναι σημαντικό το όνομα στη ζωή κάθε ανθρώπου.  Είναι η ταυτότητα του ακόμη κι αν θέλοντας να το κάνει πιο εύηχο  να το παραποιεί λιγάκι ή πολύ.  Για μένα και για καθαρά προσωπικούς λόγους το όνομα Άννα θεωρώ πως είναι καρμικό.  Υπάρχουν, λοιπόν,  τρεις Άννες που παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα μου, εξ ου και ο τίτλος του.  Υπάρχει ωστόσο και μια τέταρτη Άννα η νεότερη κι αυτή είναι η κόρη μου που όμως δεν έχει καμιά σχέση με το μυθιστόρημα μου, αλλά προστίθεται κι αυτή ονομαστικά μόνο στις τρεις προηγούμενες.

2)Να πούμε πώς γεννήθηκε η Άννα σας;

2α Ξέρετε υπάρχουν ενέργειες ή λόγια που αρκούν για ν’ ανάψουν την σπίθα της της έμπνευσης κάθε συγγραφέα.  Πριν μερικά χρόνια διάβασα σε κάποιο έντυπο που παρουσίαζε υπό μορφή διηγήματος τις εμπειρίες συγγραφέων από τις καλοκαιρινές διακοπές τους.  Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε μια βέβηλη πράξη, ένας πολύ γνωστός συγγραφέας περιέγραφε την τραγωδία που είχε σφραγίσει το νησί της Λήμνου και πολλές οικογένειες με ένα απαράδεκτο τρόπο.  Το δράμα τόσων ανθρώπων που μια πυρκαγιά δημιούργησε, εκείνος το περιέγραφε με μια σαρκαστική διάθεση κριτικής της τάχα μου υψηλής κοινωνίας του νησιού.  Και τότε αποφάσισα να γράψω κι εγώ το ίδιο θέμα-με την μορφή που του άξιζε.  Ως μυθιστόρημα.    

 

3)Το ότι στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και οικογενειακά αρχεία είναι δεσμευτικό για την ιστορία σας ή αυτά την καθιστούν ουσιαστικότερη και βαθύτερη;

3α Το έργο μου στηρίχτηκε, λοιπόν, σε ένα αληθινό γεγονός (που για λόγους δομής αναγκάστηκα να το μεταθέσω κατά ένα χρόνο).  Χρησιμοποίησα και κάποια ντοκουμέντα από το οικογενειακό αρχείο της οικογένειας του συντρόφου μου.  Αλλά ένα μυθιστόρημα μπορεί να αυθαιρετεί -όχι ως προς την ουσία των γεγονότων, αλλά ως προς τα πρόσωπα που ο συγγραφέας του τα κάνει ήρωες του. 

4)Κατά πόσο ο χρόνος και ο τόπος συμβάλλουν ακόμα και στην αντιμετώπιση της απώλειας; Σε άλλον τόπο και άλλα χρόνια για τον ήρωά σας, θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα;

4α Νομίζω πως ο τόπος σε συνάρτηση με το χρόνο που συμβαίνει ένα τόσο τραγικό γεγονός δεν μπορεί να αφήνει κανέναν απ’ όσους το βίωσαν ανεπηρέαστο.  Και θα τους ακολουθεί ως το τέλος.  Πιστεύω ότι η τραγικότητα είναι πάντα τραγικότητα ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου.     

5)Ένας αιώνας, με τους πολέμους, την Κατοχή, και μια διπλή απώλεια. Η εποχή και ο θάνατος είναι τα βαρύτερα στο ανθρώπινο πεπρωμένο που καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει;

5α Δεν θα μπορούσα να παρακάμψω τα μεγάλα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, που ήταν και πολλά και σημαντικά στον εικοστό αιώνα και κυρίως γιατί άλλαξαν τη μοίρα του λαού και την πορεία της χώρας.  Ωστόσο στο μυθιστόρημα μου θέλησα να περιγράψω το πώς διαμόρφωσαν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων.  

6)Οι νεκροί μας, κυρία Κοντολέων, είναι αήττητοι τελικά;

6α Τελικά αυτό που χαρακτηρίζει νομίζω αυτήν την τελευταία μου συγγραφική δουλειά είναι το πώς το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει στο μέλλον, όταν αφήσουμε εκείνους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντι μας και έτσι εμείς-οι εναπομείναντες-αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη επειδή τους φοβόμαστε.  

7)Πώς διαχειρίζεται ο ήρωάς σας την δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του, πόσο εύκολα μπορεί να ξαναχτίσει κανείς τη ζωή του κουβαλώντας ήδη συντρίμμια;

7α Η μοίρα παίζει συχνά άσχημα παιχνίδια στις ζωές των ανθρώπων.  Τα πάθη του κόσμου αμέτρητα μπορούν να γεμίσουν απίστευτους τόμου βιβλίων αλλά και να επιδράσουν στις ζωές τους.  Ο δικός μου ήρωας σημαδεμένος από ένα τραγικό γεγονός βιώνει την επίδραση του όχι μόνο στη δική του ζωή αλλά και στις ζωές των απογόνων του.  Η λέξη «Φωτιά» θα σιγοκαίει πάντα μέσα του καψαλίζοντας τις προσπάθειες του να αποδεσμευτεί από το βιωμένο χθες του και να περάσει στο άδηλο αύριο του.  Και άθελα του σε μια τέτοια περιδίνηση θα παρασύρει και τους αγαπημένους δικούς του. 

8)Είχατε εκπλήξεις γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα; Ή σε μια αληθινή ιστορία για τον συγγραφέα τα πάντα είναι δεδομένα;

8α Η ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ έχει ως αρχή της το τέλος της δεκαετίας του 30 και ξεκίνησε με μια πυρκαγιά στο νησί της  Λήμνου.  Χρόνια αργότερα, βρέθηκα να ζω πολύ κοντά με πρόσωπα που είχαν άμεσα ή έμμεσα βιώσει εκείνη την τραγωδία.  Το καθένα από αυτά με τον δικό του προσωπικό τρόπο.  Ζώντας δίπλα τους για τόσα χρόνια, κάποια στιγμή αισθάνθηκα κι εγώ ως να ήμουν ένα από εκείνα τα πρόσωπα που η πυρκαγιά της Λήμνου σημάδεψε τη ζωή του.  Αλλά γράφοντας την ιστορία τους ήρθαν και κάποιοι άλλοι άγνωστοι που με άγγιξαν στον ώμο και μου ζήτησαν επιτακτικά να τους βάλω στην ιστορία μου και έκπληκτη είδα πως θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο.  Μια από αυτούς η Ροζαλία ήρθε και έφερε τη μεγάλη ανατροπή.  Κάποια στιγμή λησμόνησα τους ανθρώπους με τους οποίους έζησα και αφέθηκα στην παντοδυναμία του συγγραφέα.  Δημιούργησα τα δικά μου πρόσωπα.      

 

9)Θα ήθελα να σταθούμε και στην ιδιαίτερη σχεδόν εσωτερική –ώρες ώρες- αφηγηματική τεχνική, η εποχή παντού ως ατμόσφαιρα και φόντο και το τραύμα και τα βάσανα των ηρώων σχεδόν υπόκωφα, με μια δύναμη και διάσταση τσεχωφική, κάθε ιστορία απαιτεί ή υπαγορεύει την δική της αφηγηματική φωνή; Ή αυτή είναι η δική σας αφηγηματική φωνή;

9α Νομίζω πως συμβαίνουν και τα δυο.  Κάθε ιστορία όντως υπαγορεύει τη δική της αφηγηματικά φωνή αλλά όπως είπα και πιο πάνω η παντοδυναμία του συγγραφέα παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των ηρώων και της ιστορίας όπου αυτή ορίζει τελικά τον τρόπο που εκείνος θα την αφηγηθεί.  Οι ιστορίες διαφοροποιούνται σύμφωνα με την συγγραφική έμπνευση αλλά και την ιδιοσυγκρασία των ηρώων τους.

10)Πόσο εύκολο είναι να γεννιέται ένα παιδί χρεωμένο με ένα ήδη νεκρό παιδί; Δηλαδή με μια ήδη δεδικασμένη ζωή;

10α Ξέρετε συχνά, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, έφερνα στο νου μου τη «Ρεβέκκα» της Δάφνης Ντυμωριέ, προς θεού, όχι βέβαια για να συγκρίνω το έργο μου με το δικό της, αλλά για να πάρω δύναμη από την πρωτοπόρα και αξεπέραστη δική της στάση πάνω στην καταπιεστική σχέση που μπορεί να συνδέει έναν ζωντανό με έναν νεκρό. 

11)Η βραδύτητα της τότε εποχής (κατά συνέπεια και όσον αφορά τη διαχείριση της απώλειας ή του τραύματος) ή η ταχύτητα της σημερινής (με τους καθημερινούς θανάτους εικονική πραγματικότητα σχεδόν) βρίσκετε ότι είναι πιο επώδυνη και τραυματική;

 11α Την περίοδο που συνέβη η τραγική αυτή πυρκαγιά με τα τόσα πολλά θύματα ήταν μεγάλο γεγονός για την εποχή του-μια εποχή όχι και τόσο συνηθισμένη σε μαζικές καταστροφές όπως είναι πλέον η δική μας-και γι’ αυτό έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα.  Στην δική μας εποχή με του καθημερινούς θανάτους, όπως πολύ σωστά λέτε, και την εικονική σχεδόν πραγματικότητα.  Φοβάμαι πως έχουμε εθιστεί απέναντι σε όλα αυτά και για μένα εκεί κρύβεται ο κίνδυνος να μην αξιολογούμε την τραγικότητα όπως της πρέπει.