Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Συνέντευξη στο bookstories

 


Κώστια Κοντολέων: Όταν ένα γεγονός είναι τόσο τραγικό είναι δύσκολο να το αφήσει κανείς πίσω του όσο κι αν προσπαθήσει να το κάνει

23 Αυγούστου, 2022


 

Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζεις για να περάσεις καλά και μόνο. Βιβλία που τα διαβάζεις και τα ξεχνάς αμέσως και βιβλία που σου μένουν για καιρό χαραγμένα μέσα σου. Που όσος καιρός και να περάσει οι ήρωές τους θα σε παιδεύουν. Θα σκέφτεσαι τον πόνο τους, η λύπη τους θα είναι λύπη σου… Έτσι και το βιβλίο της κυρίας Κώστιας Κοντολέων “Άννα, το όνομα της” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

 

Στην συνέντευξη που ακολουθεί η κυρία Κοντολέων μας μιλά για το βιβλίο αυτό. Για την έμπνευση της αλλά και για το κατά πόσο μπορούν οι τύψεις να αφήσουν έναν άνθρωπο να συνεχίσει την ζωή του…

 

 

 

Κυρία Κοντολέων αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στην σελίδα μας. Μιλήστε μας λίγο για εσάς για να σας γνωρίσουμε καλύτερα.

Κι εγώ σας ευχαριστώ για τον χώρο που μου παραχωρείτε.  Λοιπόν θα πρέπει τώρα να σας μιλήσω για τον εαυτό μου;  Νομίζω πω θα πρέπει να το κάνω με την απλότητα και την σεμνότητα που με χαρακτηρίζει.  Για είκοσι χρόνια εξασκούσα το επάγγελμα της καθηγήτριας Αγγλικών με ειδίκευση κυρίως στα διπλώματα των μαθητών μου.  Ήταν γόνιμη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η συγκεκριμένη περίοδος αλλά και γεμάτη ένταση.  Έτσι μετά από εκείνα τα είκοσι χρόνια διδασκαλίας αποφάσισα να στραφώ σε άλλα επαγγελματικά πεδία.  Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων και χωρίς να το καταλάβω σήμερα μετράω πάνω από εκατό μεταφρασμένα βιβλία και η μετάφραση είναι πια συνυφασμένη με τη ζωή μου.  Κι ύστερα με επισκέφτηκε η βάσανος της συγγραφής.  Το πρώτο μου βιβλίο ‘Τα χρόνια του Δράκου’ βγήκε με ψευδώνυμο, ήθελα να δω αν θα μπορούσα να σταθώ στο χώρο ως μια άγνωστη στο κοινό καινούργια συγγραφέας.  Πέρασα με καλό βαθμό.  Κι έτσι από τότε και μέχρι σήμερα η μετάφραση και η συγγραφή είναι δεμένες ασφυκτικά μαζί μου.        

 

 

 

Το νέο σας βιβλίο Άννα, το όνομα  της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;

Ναι είναι όπως είπατε βασισμένο κυρίως σ’ ένα πραγματικό γεγονός.  Μια πυρκαγιά το ’39 στο νησί της Λήμνου με πολλά θύματα και τραυματίες.  Ένα γεγονός που συντάραξε όχι μόνο το συγκεκριμένο νησί αλλά έγινε πρώτο θέμα στις εφημερίδες όλης της χώρας.  Εύλογη θα ήταν μια ερώτηση σας γιατί εγώ ασχολήθηκα τελικά με την συγκεκριμένη πυρκαγιά και όχι με κάποιο άλλο θέμα μυθιστορήματος.  Νομίζω πως την απάντηση θα την δώσει η επόμενη ερώτηση σας.

 

 

 

Ποιο ήταν το έναυσμα να μεταφέρετε την ιστορία αυτή από τις μνήμες των ανθρώπων στο χαρτί;

               Το έναυσμα ήταν μια δημοσίευση κάποιου πολύ γνωστού συγγραφέα στo καλοκαιρινό ένθετο ενός περιοδικού.  Περιέγραφε το συγκεκριμένο γεγονός με βέβηλο χιούμορ.  Ωσάν η μοιραία προβολή του κινηματογράφου να ήταν ένα κοσμικό γεγονός με τουαλέτες, σμόκιν και σαμπάνιες.  Θύμωσα πολύ γιατί αυτή η  τραγική ιστορία είχε άμεση σχέση με την οικογένεια του συντρόφου μου και ήξερα τον πόνο που είχε προκαλέσει στους άμεσα ενδιαφερόμενους.  Έτσι αποφάσισα να γράψω εγώ την ιστορία έχοντας στα χέρια μου γράμματα και κτερίσματα της  πρώτης γυναίκας και της κόρης του πατέρα του συντρόφου μου, που χάθηκαν στην   συγκεκριμένη πυρκαγιά.      

 

Πιστεύετε ότι μπορούν οι τύψεις να αφήσουν έναν άνθρωπο να συνεχίσει την ζωή του με κάποιον τρόπο; Ή ένα τραγικό γεγονός στιγματίζει έναν άνθρωπο για πάντα;

Όταν το γεγονός είναι τόσο τραγικό είναι δύσκολο να το αφήσει κανείς πίσω του όσο κι αν προσπαθήσει να το κάνει.  Τελικά το παρελθόν μπορεί να επέμβει καθοριστικά στο μέλλον, αν αφήσουμε εκείνους που έχουν φύγει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να στέκονται απέναντι μας κι εμείς οι εναπομείναντες αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη, κυρίως επειδή τους φοβόμαστε.

 

Πότε γεννήθηκε η επιθυμία να διηγηθείτε στους αναγνώστες τις ιστορίες σας και πώς ξεκινήσατε να γράφετε συστηματικά;

Υπήρχαν πάντα μέσα μου ιστορίες που προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να βγουν στο φως.  Έτσι πήρα κάποια στιγμή την απόφαση να κάνω την πρώτη μου προσπάθεια.  Όπως είπα και σε προηγούμενη ερώτηση η πρώτη δοκιμή έγινε με ψευδώνυμο και αφού πέρασα τις εξετάσεις του πρώτου μου βιβλίου, άρχισα να γράφω μόνο όταν είχα κάτι να πω που θα ενδιέφερε τους εν δυνάμει αναγνώστες μου ή θα τους έδινε ίσως κάποια απάντηση σε κάποιο πρόβλημα τους. 

 

Λένε ότι οι συγγραφείς δένονται με τους πρωταγωνιστές τους τόσο πολύ, που δύσκολα βάζουν τελεία στην ψυχή τους μετά από την τελεία στον επίλογο της ιστορίας που γράφουν. Συνέβη το ίδιο και σε εσάς;

Θα μιλήσω μόνο ως προς το αν οι ήρωες μου με στοιχειώνουν και μετά την τελευταία τελεία στο εκάστοτε μυθιστόρημα μου.  Ξέρετε δεν μπορώ να μιλήσω και για τους άλλους συγγραφείς γιατί ο καθένας έχει την δική του σχέση με τους ήρωες του και είναι απόλυτα σεβαστή.  Εγώ δεν αγαπάω όλους τους ήρωες μου, υπάρχουν κάποιοι που στέκομαι αυστηρά απέναντι τους και κάποιοι άλλοι που ενίοτε ταυτίζομαι μαζί τους.  Αλλά σχεδόν πάντα με επισκέπτονται απροσκάλεστοι δηλώνοντας την παρουσία τους.  Είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι φαντασίας ανάμεσα στον δημιουργό και τα πλάσματα που έχει ο ίδιος δημιουργήσει.

 

 

 

Η έμπνευση είναι μια ιστορία εκεί έξω αρκεί να έχεις το κατάλληλο βλέμμα να την δεις;

Έχω από παιδί μια ικανότητα παρατήρησης που μου επιτρέπει να βλέπω πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν, όχι γιατί δεν μπορούν αλλά γιατί δεν τα προσέχουν.  Αυτή η ικανότητα είναι δώρο για μένα γιατί από ένα τυχαίο περιστατικό που μόνο εγώ πρόσεξα μπορεί να βγει ένα καινούργιο μυθιστόρημα.  Ξέρετε ο συγγραφέας είναι ο παντοδύναμος αφηγητής που μπορεί να πλάσει τους ήρωες του όπως εκείνος θέλει, χαρακτηριστικά να αναφέρω πως στο τελευταίο μου μυθιστόρημα το απόλυτα αληθινό είναι η πυρκαγιά από εκεί και πέρα έπλασα τους ήρωες μου όπως ήθελα εγώ για να συμμετέχουν ως ηθοποιοί στο δημιούργημα μου.   

 

Τι θα θέλατε να σκέφτεται και να νιώθει ο αναγνώστης όταν διαβάζει το βιβλίο σας;

Θα είναι ευλογία για μένα αν μπορέσω να αγγίξω τις ευαίσθητες χορδές του εκάστοτε αναγνώστη μου.  Να τον συνεπάρω ώστε να με ακολουθήσει στο ταξίδι μου στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας και κλείνοντας το βιβλίο να έχει κερδίσει την ψυχική ανάταση που προσπάθησα να του προσφέρω.

 

Κλείνοντας, να σας ευχαριστήσω για τη συνέντευξη και να σας ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο θέμα, μια ιστορία που για κάποιο λόγο δεν έχετε καταφέρει να γράψετε ακόμα, αλλά θα θέλατε πολύ μελλοντικά;

Θα είμαι ειλικρινής, πολλά θέματα για ένα καινούργιο βιβλίο πάντα συνωστίζονται στο μυαλό κάθε συγγραφέα, ωστόσο, ένα από αυτά θα κερδίσει τελικά και θα κόψει το νήμα ώστε να μετουσιωθεί σε μια ιστορία που θα δώσει τη χαρά της δημιουργίας στον συγγραφέα.  Αυτή την περίοδο έχω ξεκινήσει ένα καινούργιο μυθιστόρημα αλλά το πάω σιγά-σιγά γιατί είναι δύσκολο στην προσέγγιση των συναισθημάτων των ηρώων μου.  

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Συνέντευξη στη Θεσσαλία

 

Κώστια Κοντολέων “Το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας”

 Κώστια Κοντολέων “Το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας” - e-thessalia.gr

Η Κώστια Κοντολέων γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Τα χρόνια του δράκου (Πατάκης, 1998), Το χάρτινο σπέρμα (Πατάκης, 1999), Το κίτρινο φουστάνι (Πατάκης, 2000), Φεύγω (Ψυχογιός, 2011), Μέσα από τις ζωές των άλλων (Ψυχογιός, 2016) και τη συλλογή διηγημάτων Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη (Έναστρον, 2013). Έχει μεταφράσει περισσότερα από εκατό βιβλία, μεταξύ των οποίων έργα των Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πενέλοπε Φιτζέραλντ, Ρ. Κ. Νάραγιαν, Μάγιας Αγγέλου, Μέλβιν Μπέρτζες κ.ά.

Συνέντευξη
Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Άννα, το όνομά της», ο τίτλος του μυθιστορήματός σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Η ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ έχει ως αρχή της το τέλος της δεκαετίας του ’30 και ξεκινά με μια καταστροφική πυρκαγιά στο νησί της Λήμνου. Μια πυρκαγιά που άφησε πίσω της νεκρούς και τραυματίες και θεωρήθηκε σημαντικό γεγονός στην εποχή του. Έτσι, λοιπόν, το μυθιστόρημά μου στηρίχθηκε σε ένα αληθινό γεγονός που καθόρισε τη ζωή ενός ανθρώπου που έτυχε να γνωρίσω. Ωστόσο, το έργο μου είναι πάνω από όλα μυθιστόρημα και η πλοκή του σε τίποτα δεν μοιάζει με όσα στη ζωή εκείνου του ανθρώπου είχαν συμβεί. Χρησιμοποίησα και κάποια ντοκουμέντα από το οικογενειακό αρχείο της οικογένειας του συντρόφου μου. Τελικά, για να είμαι ειλικρινής, αυτό που νομίζω ότι χαρακτηρίζει την τελευταία μου συγγραφική δουλειά είναι το πώς το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας, όταν αφήσουμε εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντί μας κι έτσι εμείς – οι εναπομείναντες – αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη επειδή τους φοβόμαστε.

Τι σας «άγγιξε» από την Άννα και την επιλέξατε για ηρωίδα στο βιβλίο σας;
Το όνομα Άννα είναι καρμικό στην οικογένειά μας. Γι’ αυτό στο μυθιστόρημά μου υπάρχουν όχι μία, αλλά τρεις Άννες – η μάνα του βασικού ήρωά μου, η εξάχρονη κόρη του που χάθηκε στη συγκεκριμένη πυρκαγιά και η δεύτερη γυναίκα του. Και λέω καρμικό το συγκεκριμένο όνομα αφού υπάρχει και μια τέταρτη Άννα στη σειρά, η κόρη μου. Που, όμως, δεν παίζει κανένα ρόλο στην ιστορία μου.

Στη σημερινή εποχή υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που κάνουν υποχωρήσεις ανάλογες με αυτές που έκανε η Άννα;
Πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν γυναίκες που με μόνο όπλο τους την αγάπη τους για το άλλο φύλο πιστεύουν πως θα μπορέσουν να διώξουν το παρελθόν του συντρόφου τους, όσο τραγικό κι αν φαντάζει αυτό. Όμως, συμβαίνει συχνά μια τέτοια αντιπαράθεση στον έρωτα ανάμεσα σ’ εκείνον που έρχεται κι εκείνον που έχει τελεσίδικα αναχωρήσει να είναι μ’ έναν άλλον τρόπο διατύπωσης η αδιέξοδη έκφραση της ερωτικής ζήλιας.

Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι κάνουν ενδιαφέρουσα και γοητευτική τη σημερινή γυναίκα;
Για μένα ενδιαφέρουσα και γοητευτική γυναίκα σήμερα είναι εκείνη που φροντίζει την εξωτερική της εμφάνιση με καλόγουστο τρόπο και που διαθέτει ένα τέτοιο υπόβαθρο καλλιέργειας και εκλεπτυσμένου γούστου, ώστε η συναναστροφή μαζί της να έχει ουσιαστικό νόημα. Με απωθούν οι γυναίκες που προσποιούνται πως είναι κάποιες άλλες και εγκλωβίζονται σε μια ψεύτικη προσωπικότητα, αναμασώντας στερεοτυπικές ανοησίες που κάπου έχουν ακούσει και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τις αναλύσουν.

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη συγγραφικά και αναγνωστικά;
Στην πρώτη πανδημία υπήρχε μια όρεξη πρωτόγνωρη να ασχοληθούμε με τις δουλειές του σπιτιού μας. Σαν εργάτριες μέλισσες αναλαμβάναμε τομείς εργασίας και τα αποτελέσματα μας ξάφνιασαν κι εμάς τους ίδιους. Όμως, καθώς ο καιρός περνούσε και οι καραντίνες διαδέχονταν η μια την άλλη, αυτή η ασυνήθιστη ενέργεια μάς κούρασε και ξεφούσκωσε εντέλει. Έτσι επιστρέψαμε σ’ αυτό που αγαπούσαμε και γέμιζε πάντα την καθημερινότητά μας. Τη συγγραφή, την ανάγνωση βιβλίων και τη μουσική. Αυτά τα τρία μας βοήθησαν να κρατηθούμε μακριά από καταθλίψεις, εκνευρισμούς και ατέλειωτες ώρες επικίνδυνης ανίας.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Το να μην ακολουθεί μια συγκεκριμένη μανιέρα γραφής και ακόμη χειρότερα να μην εστιάζεται σε θέματα που το περιεχόμενό τους είναι χιλιοειπωμένο από πολλούς άλλους. Μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο, θεωρώ πως κάθε συγγραφέας θα πρέπει να εξελίσσεται συγγραφικά και θεματολογικά σε όποια κατηγορία συγγραφής κι αν ανήκει. Θεωρώ πως κάθε επόμενο βιβλίο μας πρέπει να είναι ισότιμο συγγραφικά με το προηγούμενό μας ή να το έχει ξεπεράσει. Δεν έχει νόημα να βγάζουμε συνεχώς βιβλία αν δεν έχουμε κάτι καινούργιο να προτείνουμε στον αναγνώστη μας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε ίσως να τον κερδίσουμε.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Δυο βιβλία από αυτά που διάβασα πρόσφατα με έχουν εντυπωσιάσει. Το ένα είναι του Αλέξη Πανσέληνου «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παραθέτω τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα για το έργο του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του. «Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες. Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: Μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε». Το δεύτερο είναι του Ισίδωρου Ζουργού «Περί αυτού ψυχής» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης.

Η συνέντευξή μας γίνεται τη στιγμή που μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ενώ δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία. Ποια είναι η δική σας αίσθηση, οι φόβοι σας, ενδεχομένως, για όσα συμβαίνουν;
Ξέρετε, η εμπειρία της μέχρι τώρα ζωής μου με έχει πείσει πως ο άνθρωπος παράλληλα με τις μέγιστες τεχνολογικές ανακαλύψεις του έχει και μια εσωτερική τάση αυτοκαταστροφής. Οι πόλεμοι, μικροί ή μεγάλοι, κυρίως κατακτητικοί, ήταν πάντα παρόντες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χειρότερες πανδημίες από τη δικιά μας σήμερα σε βάθος χρόνου άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Ωστόσο, αυτό κυρίως που με φοβίζει είναι η απόλυτη βεβαιότητα πως η γη μας πεθαίνει κι εμείς δεν κάνουμε τίποτε να αποτρέψουμε τον θάνατό της, ενώ ενδόμυχα το ξέρουμε γι’ αυτό και καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο και κάποιοι άφρονες συσσωρεύουν αμύθητα πλούτη.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό!

Κόρη, μητέρα, γιαγιά. Τι σημαίνουν αυτές οι ιδιότητες για εσάς;
Τρεις ρόλοι με έχουν σφραγίσει ως γυναίκα κι ο καθένας αφορά πολύτιμα πρόσωπα της ζωής μου. Ο ρόλος της κόρης (η δική μου μητέρα), ο ρόλος της μάνας (τα δύο παιδιά μου) και ο ρόλος της γιαγιάς (ο εγγονός). Ευλογώ τον Θεό που με αξίωσε να «ερμηνεύσω» αυτούς τους τρεις ρόλους.

Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο; Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά ή μεταφραστικά σας σχέδια;
Δεν είμαι από τους συγγραφείς που ντε και καλά θέλουν να βγάζουν κάθε χρόνο και από ένα καινούργιο βιβλίο. Η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά. Πρέπει να βουτήξεις βαθιά για να βρεις όσα κρυμμένα κρατά μέσα του ο εαυτός σου και να τα βγάλεις στο φως. Είναι το ίδιο συναίσθημα μ’ εκείνο των αρχαιολόγων όταν από τα σπλάχνα της γης σκάβοντας κρατούν στα χέρια τους κτερίσματα τόσο παλιά, όσο και η αρχή του κόσμου. Είναι δώρο Θεού αυτό το συναίσθημα της προσωπικής ικανοποίησης όταν έρχεσαι απέναντι στους ήρωες μιας καινούργιας δουλειάς σου και πρέπει να αντιμετωπίσεις τα δικά τους θέλω ή τα όχι. Δεν ετοιμάζω κάποιο καινούργιο βιβλίο αυτόν τον καιρό. Ο σπόρος, ωστόσο, υπάρχει και πρέπει να ριζώσει πρώτα για να δώσεις καρπούς. Έχω έτοιμη μια συλλογή διηγημάτων και θα ήμουν ευτυχής να τα δω να παίρνουν τη μορφή βιβλίου.

Κώστια Κοντολέων: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ Γρηγόρης Δανιήλ Δημοσιεύτηκε 04 Μαΐου 2022

 

Κώστια Κοντολέων: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ (diastixo.gr)

«Τα άψυχα κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις χειραγωγούν τις ζωές κάποιων ανθρώπων δαμάζοντας τη θέλησή τους», σημειώνει η Κώστια Κοντολέων στην παρακάτω συνέντευξη με αφορμή την τελευταία της κυκλοφορία, Άννα, το όνομά της, από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος· ένα πρωτότυπο βιβλίο, όπου τα αντικείμενα ασκούν εξουσιαστική δύναμη πάνω στα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Η κυκλοφορία αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια σημαντική συγγραφική και μεταφραστική πορεία διανθισμένη από πολλαπλές βραβεύσεις, που ξεπερνά τα 35 χρόνια, αφήνοντας μια ξεχωριστή παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα.

Ξεκινώντας κάπως ανάποδα, με αφορμή το τελευταίο κεφάλαιο της 2ης πράξης και το πρώτο της 3ης που φέρουν, με κάποιες μεταβολές, τον τίτλο: «Τα παιδιά εύκολα ξεχνάνε (ή μήπως όχι;)»,θα ήθελα να σας ρωτήσω: Η ανάμνηση, το παρελθόν εν συνόλω, ποιο ρόλο παίζει στο τελευταίο σας μυθιστόρημα και πόσο εύκολα διαχειρίσιμο είναι από τις παιδικές ψυχές;

Το παρελθόν είναι κυρίαρχο σε όλο το μυθιστόρημά μου. Θα έλεγα ίσως κυριολεκτώντας πως αυτό είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του. Και ένα τέτοιο βαρυφορτωμένο παρελθόν είναι φυσικό να είναι δύσκολο, έως και καθόλου διαχειρίσιμο, από τον ψυχικό κόσμο του παιδιού που το βιώνει.

Πέρα από την αφόρμηση για το τελευταίο σας βιβλίο, την οποία θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μας, τι άλλο συναντήσατε μέχρι την ολοκλήρωσή του και τι θα προσθέτατε μετά την 5μηνη κυκλοφορία του;

Η αφορμή για τη γέννηση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ήταν μια καταστροφική πυρκαγιά το ’39 στο νησί της Λήμνου, που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς μια νέα γυναίκα και ένα εξάχρονο κοριτσάκι είναι αυτές που στοίχειωσαν την οικογένεια του συντρόφου μου. Υπάρχει φυσικά και έντονη μυθοπλασία. Αν το ξαναέγραφα, δεν θα πρόσθετα τίποτα παραπάνω. Θα ήταν σαν να του φορούσα αταίριαστα στολίδια που δεν θα τα είχε διόλου ανάγκη.

Δεν θεωρώ πως έχει αφυπνιστεί ο λαός μας απέναντι στους κατατρεγμένους των πολέμων και είναι κρίμα.

Στη φωτογραφική αυτή εξιστόρηση με την ειλικρινή, ενίοτε και στοχαστική σας διάθεση, υπήρξαν στιγμές που έπρεπε να «κατευνάσετε τους διχασμούς» σας για την πορεία της ιστορίας;

Αφέθηκα συνειδητά σ’ αυτούς. Τους άφησα να με οδηγήσουν εκείνοι και δεν το μετάνιωσα. Είμαι συγγραφέας του ενστίκτου και το εμπιστεύομαι πάντα πως θα με οδηγήσει σωστά αν όχι να κατευνάσω τους διχασμούς μου, τουλάχιστον να τους διαχειριστώ σωστά.

Οι γονείς της Άννας, η Ασημίνα κι ο Γιάγκος, δυσκολεύονται να ορθοποδήσουν στη νέα πατρίδα – την οποία ο Γιάγκος μάλιστα ονομάζει «Μητριά». Έχοντας στην πλάτη μας ως έθνος αυτόν τον ξεριζωμό, κατά πόσο έχουμε γίνει δεκτικοί στην προσφυγιά; Το εναργές ενδιαφέρον μας των τελευταίων ημερών για το δράμα των Ουκρανών αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ή στάση-αφύπνιση του Νεοέλληνα;

Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας δυσκολεύτηκαν όντως να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στη νέα πατρίδα. Υπήρξε πράγματι «Μητριά» γι’ αυτούς και θα πρόσθετα και αρκούντως εχθρική. Φοβάμαι πως δεν έχουμε γίνει δεκτικοί συνολικά στην προσφυγιά – το αντίθετο μάλιστα, θα έλεγα. Το ενδιαφέρον των τελευταίων ημερών για τους πρόσφυγες Ουκρανούς νομίζω πως αποτελεί ιδιότυπο, μεμονωμένο και με ημερομηνία λήξης γεγονός. Δεν θεωρώ πως έχει αφυπνιστεί ο λαός μας απέναντι στους κατατρεγμένους των πολέμων και είναι κρίμα.

Στις ενίοτε ερμητικά κλειστές πόρτες που το μέλλον διαπερνά και οι αντιστάσεις μας είναι ανώφελες, ποια είναι τα εφόδιά σας;

Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτό είναι το εφόδιό μου. Καμιά ερμητικά κλειστή πόρτα δεν μένει απόρθητη για πάντα. Φτάνει να βρούμε το κλειδί που την ανοίγει ξεπερνώντας τις ανώφελες, όπως λέτε, αντιστάσεις μας.

Οι κεντρικοί ήρωές σας και δη ο Δημητρός φλερτάρουν συχνά με τη φράση, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε σε κάποιο σημείο, «αναχωρητές της πραγματικότητας». Αυτή η αναχώρηση από την καθημερινότητα που πολλές φορές προβληματίζει ή και ακόμη θλίβει σε τι ατραπούς μάς μπλέκει;

Σε ατραπούς αδιέξοδες. Οι «αναχωρητές της πραγματικότητας» ζουν στον δικό τους περίκλειστο κόσμο. Οι επικοινωνίες τους σχεδόν ακυρωμένες με τους έξω από αυτόν. Ο εγκλεισμός τους, πιστεύω, σε μια φαντασιακή κατάσταση είναι μια μορφή άμυνας στο ανυπόφορο παρόν που βιώνουν σε καθημερινή βάση.

Εντέλει, τα άψυχα κατά πόσο μπορούν να χειραγωγούν τη ζωή των ανθρώπων; Είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας του ατόμου ή άπτεται της ανθρώπινης διάνοιας;

Τα άψυχα κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις χειραγωγούν τις ζωές κάποιων ανθρώπων δαμάζοντας τη θέλησή τους. Οι άψυχες απεικονίσεις τους, καίτοι άψυχες, έχουν ασυνήθιστες δυνάμεις επιβολής, έτσι το μόνο που μένει εντέλει ανοιχτό είναι το πότε και το πού. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας, αλλά νομίζω πως κυρίως άπτεται της ανθρώπινης διάνοιας.

Ο «πόνος» της αποκόλλησης από τον προηγούμενο κύκλο σκέψης από ποια συναισθήματα συνοδεύεται πέραν της απώλειας;

Από πράξεις και λόγια που προδίνουν άθελά τους τον ισόβιο εγκλεισμό τους σ’ ένα παρελθόν που ήταν πάντα παρόν στην καθημερινότητά τους. Και υπάρχουν τόσα πολλά γύρω τους να τους το θυμίζουν, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατον εντέλει να του αντισταθούν.

Ως αναγνώστρια, ένα βιβλίο μέχρι πόσο μπορεί να σας επηρεάσει κι αντίστοιχα, από τη θέση της συγγραφέα, τι μπορεί να προσδώσει;

Ένα βιβλίο μπορεί να σου αλλάξει εντελώς τη ζωή. Τον τρόπο που σκέφτεσαι, τη θέαση του κόσμου με διαφορετική ματιά. Ακόμη και την ιδεολογική και πολιτική σου ταυτότητα. Αυτά είναι βιωμένα σε μένα ως αναγνώστρια μέσω συγκεκριμένων βιβλίων. Από την άλλη, από τη θέση της συγγραφέα στόχος μου είναι να επικοινωνήσω με τον εκάστοτε αναγνώστη μου και όχι να του διδάξω αντιδράσεις σε τυχόν προβλήματά του μέσα από τις αντιδράσεις των δικών μου ηρώων.

Η πραγματικότητα και δη των τελευταίων ημερών είναι υπερβολικά ευφάνταστη για να είναι πειστική ως μυθιστορηματικό υλικό. Τι σκέψεις κάνετε αναφορικά με τα πρόσφατα γεγονότα, που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης;

Η πραγματικότητα των τελευταίων ημερών όντως ξεπερνά τη φαντασία μας. Αν τη δούμε ως μυθιστορηματικό υλικό τείνει να εξελιχθεί σε κακογραμμένο μυθιστόρημα ατάλαντου συγγραφέα και δη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Όπου η πλοκή δεν υπηρετεί συγκεκριμένους κανόνες συγγραφής και οι ήρωες στερούνται υποκριτικής δεινότητας.

Αυτό που μου αφήνει ως αίσθηση το βιβλίο σας είναι η πίστη σας στη μεταμορφωτική δυναμική της αγάπης. Αφού σχολιάσετε αυτό, θα ήθελα, αν όχι να μας ξεναγήσετε, τουλάχιστον να μας ανοίξετε την πόρτα στην επόμενή σας συγγραφική διαδρομή, που έχει τυχόν δρομολογηθεί.

Χαίρομαι που η αίσθησή σας έσκαψε βαθιά στον πυρήνα του μυθιστορήματός μου. Ναι, πιστεύω ακράδαντα στη μεταμορφωτική δυναμική της αγάπης που ως γόρδιος δεσμός μπορεί ενίοτε να δώσει λύση στην πολυπλοκότητα της ζωής. Με ορθάνοιχτη την πόρτα σάς καλωσορίζω στην επόμενη συγγραφική μου διαδρομή, που κάνει τα τελευταία της βήματα προς την ολοκλήρωσή της. Μια συλλογή διηγημάτων κάπως αλλιώτικων συγγραφικά και θεματολογικά. Ενώ παράλληλα μέσα μου γονιμοποιείται σιγά-σιγά ο σπόρος ενός καινούργιου μυθιστορήματος.

 

ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ

 


ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ

Μεγαλωμένος σε θρησκευόμενη οικογένεια, ο Ευρυβιάδης είχε μάθει από μικρός να κρύβει στους συχνούς εκκλησιασμούς και τις κατηχήσεις την μεταβαλλόμενη και συνεπικουρούμενη από τα χρόνια  έξαρση ορμονών, ως εσωτερική ανταρσία του κορμιού του, ασφυκτιούσε ανάμεσα στα πρέπει και δεν πρέπει, στα απαγορευμένα και στα επιτρεπόμενα, και κυρίως στην αμφιλεγόμενη έννοια της «αμαρτίας».  

Στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης κλινόταν συχνά στο δωμάτιο του αφαιρούσε τα ρούχα της σεμνότητας και γυμνός μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της ντουλάπας του μελετούσε τις αλλαγές του κορμιού του, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβεβαίωσης και εδραίωσης του ανδρισμού του. 

Οι συνεχείς παραινέσεις της μάνας για την αξία της αρσενικής παρθενίας, και η δήθεν ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας της, την ώρα της ανάγνωσης του απόδειπνου με ηθελημένη αυξομείωση της φωνής της στα επίμαχα σημεία

«Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθκοφτές ’ ημών δολίως κινούμενα* τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον.  Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον.»  

Όλα αυτά τον μπέρδευαν σωματικά και ψυχικά.

Το σώμα ζητούσε μα η ψυχή αρνιόταν και τον ύπνο του τάραζαν εικόνες της Κολάσεως και απειλητικές φωτιές φριχτής τιμωρίας. Είχε πάψει πια να μετράει τις φορές που είχε σταματήσει μπροστά σε πόρτες που άναβαν κόκκινα φωτάκια, και θυμόταν πάντα με τρόμο τη μοναδική φορά που είχε μπει στον πειρασμό ν’ αγγίξει διστακτικά  το σιδερένιο πόμολο μιας απ’ αυτές, κιότεψε και το τράβηξε πίσω πριν καν προλάβει να κάνει την κίνηση να το γυρίσει, ώρα μετά περιπλανιόταν στους δρόμους με μάτια έμπλεα δακρύων και συγνώμες από ποιον άραγε… 

Το ίδιο βράδυ ζήτησε από τη μάνα του να διαβάσει αυτός το απόδειπνο.  Ως εξιλέωση της σαρκικής αδυναμίας του…

«Παύσον τας ορμάς των παθών», η φωνή ραγίζει.

«Τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον», ο κόμπος στον λαιμό δυσκολεύει τις λέξεις.

«Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον», ένας ξαφνικός βήχας σβήνει τον λυγμό που έχει ήδη ξεκινήσει βαθιά μέσα του. 

Ζητάει παρηγοριά στη λήθη του ύπνου, ύπνου ‘απαλλαγμένου από σατανικές φαντασίες και επαναστάσεις της σάρκας’. 

Ξυπνάει κάθιδρος από βαθύ ύπνο σατανικής φαντασίας, κι ας είχε διαβάσει ο ίδιος το Απόδειπνο απόψε, κάτι σαν ξόρκι κατευνασμού της σάρκας του.  Μα οι ορμές των παθών άτρωτες αποδείχτηκαν στα ξόρκια του.  Η κόλαση ανοιχτή πια τον περιμένει κι αυτός αποφασίζει να χωθεί πιο βαθιά τώρα εντός της.  Ίσως και να του αρέσει… 

 

Αγοράζει από το περίπτερο της γειτονιάς μια χούφτα καραμέλες αστακού.  Το κοριτσάκι της διπλανής πόρτας έχει βγει στο μπαλκόνι και μιλάει στην κούκλα του.  Μια  σκέψη περνάει από το μυαλό του και τρομάζει, τα χείλη σαλεύουν «σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’ εμού δολίως κινούμενα».  Κλείνει τ’ αυτιά τα πεπυρωμένα βέλη έχουν ήδη βρει τον στόχο τους κι αυτός δεν θέλει ν’ ακούσει ότι θα ξεστομίσουν τα χείλη του…

«Είμαι μόνος μου και βαριέμαι, έλα να κάνουμε παρέα, έχω και καραμέλες αστακού, από αυτές που σου αρέσουν», της φωνάζει από το δικό του μπαλκόνι.

Είναι ήδη πίσω από την πόρτα πριν ακόμη εκείνη χτυπήσει το κουδούνι.  

Η μικρή μπαίνει χοροπηδώντας με την κούκλα της παραμάσχαλα.  Εκείνος την πιάνει από το χέρι…

 

                  ********************

  

«Που είναι οι καραμέλες που μου έταξες;» τον ρωτάει. 

«Στο δωμάτιο μου, πάμε να τις πάρουμε»…

Δωμάτιο σκοτεινό, σφαλισμένα παράθυρα, κατεβασμένες κουρτίνες, ήχος κλειδιού που σφαλίζει πόρτες, εξόδους διαφυγής.

«Θέλεις να παίξουμε γιατρό και νοσοκόμα;  Εγώ θα κάνω τον γιατρό κι εσύ την νοσοκόμα», της προτείνει ξαφνικά.  Το κορίτσι φοβάται τους γιατρούς κάνουν ενέσεις που πονάνε.

«Στα ψέματα θα παίξουμε κουτό, οι δικές μου ενέσεις δεν πονάνε, θα δεις, ένα παιχνίδι μόνο είναι», επιμένει.

Το κορίτσι πάντα θα φοβάται τους γιατρούς με ή χωρίς ενέσεις κι άλλο παιχνίδι θέλει να προτείνει… 

Μα αυτός γονατιστός μπρος τα πόδια της τώρα εκλιπαρεί και κούκλες τάζει…

«Κούκλες μ’ αέρινα τούλινα φουστάνια, πολύχρωμα παιχνίδια, ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις, μόνο έλα να παίξουμε τον γιατρό και τη νοσοκόμα δεν θα μου κάνεις το χατίρι;»

Το κορίτσι δεν απαντάει στον Ευρυβιάδη, φαντασιώνεται και είναι αλλού τώρα, ανάμεσα στις κούκλες και διαλέγει, τη νύφη θέλει, εκείνη με τα πέπλα και τ’ άσπρα τούλια, να, έτσι ν’ απλώσει το χέρι της θα την πιάσει… 

Το μόνο που πιάνει είναι τα σγουρά μαλλιά του Ευριπίδη στο σκυμμένο ανάμεσα στα σκέλια της κεφάλι του, η γλώσσα του τη γαργαλάει και εκείνη γελάει.   

«Τι κάνεις εκεί;» τον ρωτάει.

Δεν ξέρει αν θέλει και να μάθει. 

Εκείνη την κούκλα θέλει μόνο. 

Την κούκλα με τα πέπλα και τ’ άσπρα τούλια. 

Μόνο αυτή.

Σε μια ώρα θα είναι δικιά της…!                 

 Κώστια Κοντολέων: ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)     

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Συνέντευξη στις Σελίδες Λογοτεχνίας

 

14 ερωτήσεις στην Κώστια Κοντολέων

  


1.                  Ποίηση ή πεζό;

 

Λατρεύω την ποίηση!  Υπάρχουν ποιήματα που με έχουν συγκλονίσει στοχεύοντας κατευθείαν στο θυμικό μου.  Δεν γράφω ποίηση, πιστεύω πως υπάρχουν ικανότεροι εμού που διαθέτουν το ταλέντο γι’ αυτό το απαιτητικό είδος λόγου.   Προσωπικά με έχει κερδίσει η πεζογραφία, αφού μέσα από αυτήν μπορώ να δαμάσω τις όποιες ανησυχίες μου, να κατευνάσω τις αγωνίες μου και να αναθεωρήσω την γενικότερη στάση μου απέναντι στη ζωή.

    

    

2.                  Τι δεν έχετε γράψει ακόμη που θα θέλατε να γράψετε;

 

 

Στοχεύω πάντα στον εσώτερο κόσμο των ηρώων μου.  Με ενδιαφέρουν οι εναλλαγές των συναισθημάτων τους κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και γι’ αυτό κινούμαι στον πυρήνα των γεγονότων που τους αφορούν και κυρίως στις αντιδράσεις τους.  Εν κατακλείδι, θα μπορούσα να πω πως δεν με έλκει η επιστημονική φαντασία, τα γουέστερν και ότι έχει σχέση με πολεμικά γεγονότα και αιματοχυσίες.  Θα με εξιτάριζε ίσως ένα μυθιστόρημα εποχής.  Ωστόσο, θέλει αρκετό χρόνο έρευνας, και συγκεκριμένη τεκμηρίωση.    

 

3.                  Πως ξεκινάει ένα βιβλίο; Υπάρχει τόπος, χρόνος, που έρχεται η έμπνευση;

 

Η γέννηση ενός μυθιστορήματος μπορεί να συντελεστεί σε ανύποπτο χρόνο ή τόπο από ένα τυχαίο γεγονός.  Μια κόκκινη ανεμώνη μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ενεργοποιώντας συγγραφικές αλυσιδωτές αντιδράσεις.  Το στιγμιαίο συναπάντημα μ’ έναν άγνωστο στο κόκκινο φανάρι μπορεί να γίνει ο σπόρος που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θ’ αποτελέσει την πρώτη ύλη για το ξεκίνημα της περιπέτειας της γραφής.        

 

4.                  Τι είναι η έμπνευση για έναν συγγραφέα;

 

Θείο δώρο.  Το να μπορείς να μετουσιώσεις μια ιδέα

σε γραπτό λόγο που κι αυτός με την σειρά του θα την οδηγήσει στην περιπέτεια της γραφής είναι κάτι που για μας τους γραφιάδες του λόγου εμπεριέχει μια ιδιότυπη μαγεία. 

 


5.                  Αν θα γράφατε ιστορικό μυθιστόρημα, ποια περίοδος θα σας ενδιέφερε;

 

Ο Μεσαίωνας.  Άγρια ιστορική περίοδος όπου ο φόβος και η βία καραδοκούσαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων.  Τότε που κάθε απόπειρα προοδευτικής καθοδήγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένων απόψεων, αντιμετωπίζονταν ως προϊόν μαγείας και οι υποστηρικτές τους στέλνονταν στην Ιερά Εξέταση και από εκεί κατευθείαν στην πυρά.

    

6.                  Παίζει ρόλο ο τόπος που γεννήθηκε κανείς;

 

Γεννήθηκα στην Αθήνα.  Μια Αθήνα που τότε ήταν η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι της γης.  Μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια.  Απωθητική, όμοια με ξεπεσμένη αρχόντισσα που με φτιασίδια αμφιβόλου ποιότητας προσπαθεί να πείσει για την απολεσθείσα αίγλη της.  Αντίθετα το χωριό στο Πήλιο προσφέρει γνήσιες εμπειρίες, εμπνεύσεις και την έωλη ελπίδα πως θα συνεχίσει να είναι ο Παράδεισος μου.

 

   

7.                  Επινοείτε χαρακτήρες για τα βιβλία σας ή κάπου σκιαγραφείτε τον εαυτό σας ή κάποιον γνωστό, φίλο;

 

Λένε πως όσα βιβλία και να γράψει ένας συγγραφέας το ίδιο πάντα βιβλίο γράφει επικεντρωμένος στην σκιαγράφηση του εαυτού του με πολλαπλές μορφές ώστε να μην αναγνωρίζεται, εντέλει.  Για μένα κύριο λόγο παίζει η έμπνευση της στιγμής που την έχει προκαλέσει κάποιο προσωπικό γεγονός προσδοκώντας μέσω αυτής την επίλυση του, η ιστορία που κάποιος φίλος ή γνωστός μου διηγήθηκε κάποτε, ένα απλό γεγονός στο δρόμο που έτυχε να είμαι παρούσα.   

 

8.                  Το λοκ ντάουν, και γενικά όλη η παράξενη κατάσταση που βιώνουμε πως σας επηρέασε; Ήταν σημείο αναστοχασμού για τον ψυχισμό σας, για τις σχέσεις σας με άλλους ανθρώπους;

 

Το πρώτο λοκ ντάουν, για το οποίο βρεθήκαμε όλοι απροετοίμαστοι, μας ενεργοποίησε ένα φάσμα δραστηριοτήτων ώστε να παραμείνουμε ενεργοί μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.  Ασχοληθήκαμε με την καθαριότητα του σαν νοικιασμένοι καθαριστές από αόρατο εργοδότη.  Ανασυντάξαμε τις βιβλιοθήκες μας.  Αφιερώσαμε περίσσιες ώρες διαβάσματος στην καθημερινότητα μας.  Ξεκινήσαμε την συγγραφή κάποιου  καινούργιου μυθιστορήματος.  Με λίγα λόγια ήταν υπερδραστήρια περίοδος για μένα.  Ωστόσο μου έλειψε η δια ζώσης επαφή αγαπημένων φίλων, αυτή κυρίως.  Αλλά με επηρέασε αρκούντως αρνητικά η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά της εννιά.  Όπου την απόλυτη εξωτερική ησυχία κατακερμάτιζαν τα γαυγίσματα των σκύλων.

          

9.                  Υπήρξε κάτι, κάποιος που στάθηκε αποκούμπι αυτή την δύσκολη περίοδο;

 

Ο ίδιος μου ο εαυτός και η συνύπαρξη με τον σύντροφο μου.  Οι κουβέντες μας πάνω σε αξιόλογα θέματα, οι απόψεις μας με κριτική διάθεση για τα αναγνώσματα μας εκείνης της περιόδου, οι ταινίες που παρακολουθήσαμε στην ηρεμία του σπιτιού μας.  Η φύση που μας περιτριγύριζε στις πρωινές μας βόλτες.  

 

  

10.              Θα γράφατε ποτέ με ψευδώνυμο;  Το έχετε κάνει;

 

Ναι.  Το έχω κάνει.  Το ξεκίνησα με το πρώτο μου βιβλίο, «Τα Χρόνια του Δράκου» στις εκδόσεις «Ρόπτρο».  Όντας σύντροφος φτασμένου συγγραφέα ήθελα να δοκιμάσω αν θα μπορούσα να βρω μια θέση στο αναγνωστικό κοινό ως άγνωστη συγγραφέας.  Αν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου με τις δικές μου δυνάμεις μόνο.  Για να μην εισπράξω την τυχόν ειρωνεία, πως τάχα λόγω του συντρόφου μου ήθελα να το παίξω κι εγώ συγγραφέας.  Επέλεξα έτσι ως ψευδώνυμο τα ονόματα των παιδιών μου, έγινα η άγνωστη «Άννα Δομηνίκου».  Το πρώτο πόνημα μου, η πρώτη μου προσπάθεια πήρε πολύ καλές κριτικές.  Ωστόσο, και στο δεύτερο βιβλίο μου διατήρησα το ψευδώνυμο μου, την ανωνυμία μου.  Είχα ανάγκη μια ακόμη επιβεβαίωση.  Ήταν στο τρίτο μου βιβλίο που αντέδρασε ο ίδιος ο εκδότης και με ανάγκασε να αποκαλυφθώ, ήμουν άλλωστε από τότε γνωστή ως μεταφράστρια.       

 

11.              Το γράψιμο θεωρείτε πως είναι για λίγους; Όλοι μπορούν να γράψουν;

 

Θα ήταν φοβερά εγωιστικό να δηλώσω κάτι τέτοιο.  Ωστόσο, η συγγραφή δεν είναι χόμπι όπως κάποιοι αδαείς λένε σαρκαστικά.  Δεν μαθαίνεται η γραφή μέσα από κανόνες, το χωρίς ψυχή κείμενο θα δηλώνει πάντα την ανεπάρκεια του.  Πρέπει να υπάρχει πάθος και κυρίως ταλέντο, για να μετουσιωθεί ο λόγος σε τέχνη και ν’ αγγίξει τον αναγνώστη, τον τελικό αποδέκτη.

   

12.              Υπήρξε κάποιο συμβάν στη ζωή σας το οποίο έχετε μεταφέρει και σε βιβλίο σας;

 

Ναι.  Στο βιβλίο μου «Μέσα από τις ζωές των άλλων» εκδόσεις «Ψυχογιός», μια σάγκα και συγχρόνως μια τοιχογραφία του εικοστού αιώνα και μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μεταπολεμικά.  Θέλησα μ’ αυτό το μυθιστόρημα να διατηρήσω στη μνήμη μια τόσο σημαντική και πλούσια σε γεγονότα χρονική περίοδο, μέσα από την δική μου οπτική.

 

     

13.              Τι οραματίζεστε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα; Υπάρχει μέλλον;

 

Θα μου επιτρέψετε να είμαι απαισιόδοξη.  Παρά το γεγονός πως η πεζογραφία, η ποίηση, τα εικαστικά και τα μουσικά δρώμενα βρίσκονται σε αξιοσημείωτη άνθιση, το ίδιο το κράτος απουσιάζει, η πολιτική του βιβλίου μακράν αδιάφορη.  Επειδή είμαι φύση αισιόδοξο άτομο θέλω να πιστεύω έστω και κοροϊδεύοντας συνειδητά τον εαυτό μου, πως κάτι θ’ αλλάξει επιτέλους προς το καλύτερο στο μέλλον.

 

     

14.              Ετοιμάζετε κάτι αυτόν τον καιρό;

 

Αρκετά πρόσφατα κυκλοφόρησε το καινούργιο μου βιβλίο, «Άννα, το όνομα της», από τις εκδόσεις «Κλειδάριθμος».  Όπως είναι φυσικό βρίσκομαι στον αστερισμό του αυτό το διάστημα.  Παράλληλα, ωστόσο, καταγίνομαι και με τη συγγραφή διηγημάτων που είναι εξίσου αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος.

  

 

Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία σας.

Δείπνο

 

Κώστια Κοντολέων: Δείπνο

ΔΕΙΠΝΟ

 

Έξω λυσσομανούσε ασυνήθιστος Μαρτιάτικος αέρας. 

Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της, έριξε δυο χούφτες νερό στο πρόσωπο να φύγουν τα σημάδια που πρόδιναν τον ανήσυχο ύπνο της νύχτας. 

Καφές πικρός σε φλιτζάνι πορσελάνινο, απομεινάρι  φθαρμένων οικογενειακών κειμηλίων.  Τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο και ξεθωριασμένη ετικέτα, ο νευρικός γραφικός χαρακτήρας της μάνας πληροφορούσε «Τετράδιο Συνταγών»…

Μολύβι στο χέρι, τσεκάρισμα υλικών, τρόπος κατασκευής…

Εννιά ακριβώς υλικά με διαφορετικούς συμβολισμούς: σιτάρι-ζάχαρη-σταφίδες-μαϊντανός-σουσάμι-ρόδι-κανέλα-αμύγδαλα-κουφέτα. 

Τα μέτρησε δυο φορές, ο φόβος της παράλειψης έστω και ενός θα έσπαζε την αλληλουχία των συμβόλων.

Η παλιά εμαγιέ λεκάνη της πεθεράς της, που σ’ ένα μακρινό παρελθόν είχε φιλοξενήσει στη γούρνα της ζυμάρια, ποτισμένα με κονιάκ και βούτυρο γάλακτος, για τα περίφημα Σμυρναίικα κουλουράκια της, τώρα έμενε ξεχασμένη στο πιο ψηλό ντουλάπι της κουζίνας της.  Σήμερα επιβάλλονταν η έξοδος της στο φως από το σκοτάδι της αχρηστίας της. 

Υπήρχε λόγος…

Έβαλε καθαρή ποδιά, και ξεκίνησε το ανακάτωμα των υλικών.  Πολύωρη και περίπλοκη διαδικασία με έμφαση στην λεπτομέρεια. 

Όταν όλα τα υλικά έφτασαν στην επιθυμητή ένωση  διατηρώντας, ωστόσο, την αυτονομία των αρωμάτων τους εγκατέλειψαν την λαϊκότητα της εμαγιέ λεκάνης κι ενέδωσαν στην αριστοκρατικότητα της κρυστάλλινης πιατέλας της Σαντορινιάς γιαγιάς, ηρωικώς διασωθείσα αλλεπάλληλων σεισμών-λιμών- καταποντισμών της πλούσιας μυθολογίας του νησιού, δέσποζε τώρα στο κέντρο του τραπεζιού.  Ανάμεσα σ’ ασημένια κηροπήγια με μαύρα χοντρά κεριά. 

Από το ντουλάπι βγήκαν κρυστάλλινα ποτήρια του κονιάκ, μπουκάλια επτά αστέρων. 

Εκατέρωθεν των πιάτων, αστραποβολούσαν ασημένια μαχαιροπίρουνα κι ασημένιοι κρίκοι αγκάλιαζαν λινές σκούρες πετσέτες.

Κοίταξε το ρολόι της και βιάστηκε να απαλλαγεί από  τα ρούχα της κουζίνας πετώντας τα στο καλάθι για τα άπλυτα.  Να φορέσει το στενό μαύρο φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ, το μαύρο μαργαριταρένιο κολιέ που έσφιγγε πάντα ενοχλητικά  τον λαιμό της, τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες που ισορροπούσε με δυσκολία πάνω τους.  Έτοιμη πια παρακολουθούσε αγχωμένη τους δείκτες του παλιού εκκρεμές να πορεύονται αργά, αντιπαλεύοντας το χρόνο, στο λευκό μεγάλο καντράν. 

Δώδεκα καμπανιστοί χτύποι ανήγγειλαν την έλευση της νύχτας.

Τριπλός επιτακτικός ο ήχος  του ρόπτρου την άφιξη των καλεσμένων της. 

Βιάστηκε ν’ ανοίξει. 

Δυο άντρες και μια γυναίκα στέκονταν εκεί έξω με παγωμένα χαμόγελα.  Παραμέρισε να περάσουν.  Πρόσωπα του τότε και του πριν, ο Κώστας, η Λεμονιά, ο Νικόλας.  Ύστερα το ρόπτρο χτύπησε ακόμη δυο φορές και οι καλεσμένοι κάθισαν στις θέσεις τους.  Ο Γιώργος ανάμεσα στις δυο γυναίκες του την πρώην και την μετά, την Άννα και την Μαρία.  Η Φωτεινή, μπήκε τελευταία,  κάθισε ηθελημένα μόνη της μακριά από όλους. 

Η κρυστάλλινη πιατέλα άλλαζε συνέχεια χέρια, και τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν κονιάκ.

Η ίδια ούτε έφαγε ούτε ήπιε. 

Παρακολουθούσε αμίλητη τις προσπάθειες των  καλεσμένων της να σκεπάσουν εγωιστικά τις φωνές των άλλων με τις δικιές τους.  Οι θύμησες καλών στιγμών  τους δημιουργούσαν μια κάποια ευθυμία κι έπιναν εις ανάμνηση τους και κάποιες κακές στιγμές τους γίνονταν αφορμή για ανώφελες παρεξηγήσεις και προσπάθειες   να λύσουν άλυτους λογαριασμούς από τότε που ήταν…

Τι ακριβώς;

Χτύπησε το κουτάλι στο πιάτο της και σηκώθηκε όρθια. 

Στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε μοίρασε ερωτήσεις περιμένοντας ξεκάθαρες απαντήσεις.  Γύρισε πρώτα στον Κώστα…

«Σε γνώρισα μέσα από φωτογραφίες» του είπε, «δεν ξέρω καν τον ήχο της φωνής σου, τον ήχο της φωνής του πατέρα, το άγγιγμα σου στο μάγουλο μου, πώς να έμοιαζε άραγε;  Αντάλλαξες την ζωή σου με μια παρεξήγηση σ’ ένα συσσίτιο για ένα κομμάτι τυρί για μένα και τη μάνα…  Εγώ την δική μου με κάθε είδους κακοποίηση.  Άξιζε τελικά τον κόπο;  Το αγέννητο που πήγες να προστατέψεις έμεινε χωρίς πατρική προστασία».  Ο Κώστας χαμήλωσε το κεφάλι.  «Μίλησε μου», του φώναξε, «έστω και τώρα να μάθω την χροιά της φωνής σου.  Άγγιξε με να γνωρίσω επιτέλους την αφή των δαχτύλων σου.  Δώσε απάντηση στα αμέτρητα  μου γιατί».  

Δεν υπήρξαν αγγίγματα ούτε απαντήσεις.  Μόνο χαμηλωμένο κεφάλι και βουβή σιωπή.    

Στράφηκε στη Λεμονιά, «Την προστασία της μάνας ανέθεσες στην αδελφή σου, πόσο αφελής, δεν έβλεπες ή δεν άντεχες να δεις τα σημάδια της κακοποίησης της πάνω στο σώμα μου». 

Την άκουσε να ψελλίζει, «Δεν ήξερα, πίστεψε με, δεν ήξερα…Έπρεπε να δουλέψω…»

Την κοίταξε «Έπρεπε να ξέρεις,» της είπε, «μάνα ήσουνα». 

Και τότε η Φωτεινή πήρε τον λόγο από μόνη της, «Ψέματα, ποτέ δεν σ’ άγγιξα, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου» οι ίδιες κάλπικες δικαιολογίες τώρα όπως και τότε.  Μεταμέλεια;-λέξη άγνωστη για κείνη.

Την αγνόησε και στράφηκε στον Νικόλα…

«Εσύ;»

Ο Νικόλας σήκωσε τους ώμους.  «Πατριός ήμουν έπαιξα επάξια τον ρόλο του πατέρα, τι σου έλειψε;» 

«Ρόλος του πατέρα είναι και να προστατεύει μα εσύ έμεινες αμέτοχος θεατής. Ίσως να είχαν γίνει αλλιώς τα πράγματα αν είχες θελήσει να εμπλακείς».

Είχε έρθει η σειρά του Γιώργου τώρα.  Ο θείος της καθόταν ανάμεσα στις δυο γυναίκες του, την πρώην και την νυν, που καυγάδιζαν αενάως οι ανόητες για την πρωτοκαθεδρία τους στη άυλη πια ζωή τους.

Γύρισε και κοίταξε με περιφρόνηση πρώτα εκείνες, ύστερα τον Γιώργο. 

«Θείος να σου πετύχει.  Υποτακτικός στο φουστάνι όχι μιας γυναίκας αλλά δύο.  Μα βάναυσος απέναντι στις αδελφές σου.  Πόσο σε φοβόμουν…»  

«Δεν είμαι άξιος ούτε της συγνώμης σου», ψέλλισε εκείνος. 

Καθυστερημένη απολογία – την έκανε να καγχάσει.

Ένας μακρινός κόκορας χαιρετούσε το πρώτο φως της αυγής.  Σηκώθηκε πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ύστερα φώναξε: «Φύγετε…  Τώρα… Πάρτε μαζί σας τις άχρηστες συγνώμες σας και τις ενοχές σας, αν έχετε».   

Έμεινε μόνη να κοιτάζει αυτούς που ήταν κάποτε η οικογένεια της να χάνονται στην πρωινή ομίχλη.  Άυλες παρουσίες στον άυλο κόσμο τους.  Έκλεισε την πόρτα.  Τα μαύρα κεριά στα ασημένια κηροπήγια είχαν από ώρα σβήσει.    

Η κρυστάλλινη πιατέλα πλύθηκε, σκουπίστηκε και κρύφτηκε στον πάτο χαρτόκουτου μαζί με τα ποτήρια του κονιάκ. 

Πέταξε το τετράδιο με τις συνταγές στο καλάθι των σκουπιδιών.

Δεν το χρειαζόταν πια.

Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε: Μεγάλο Σάββατο των Ψυχών.

Έσκισε τη σελίδα.

Η επιθυμητή λύτρωση της δεν είχε συντελεστεί.

Τώρα ξέρει πως τα κόλλυβα λυτρώνουν τους πεθαμένους, όχι αυτούς που μένουν πίσω!            

      *************************************************

Για το διήγημά μου "Δείπνο" η Βάσω Παπάλη Vassiliki Papali, έγραψε μια εμπεριστατωμένη προσέγγιση του:
Διάβασα το διήγημα σου κ μου άρεσε πολύ! Γ’ ακόμα μια φορά, πήρα την αίσθηση ότι το θέμα της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς είναι εδώ!
Αυτό καθαυτό άπτεται της ψυχολογίας ( όπως κ άλλων άνθρωπο-επιστημών),όπως τα είπαμε κ στην παρουσίαση του βιβλίου σου, «Άννα, το όνομά της».
Πιο συγκεκριμένα: Η ανώνυμη γυναίκα που φτιάχνει τα κόλλυβα, αναζητά μια δυνατότητα λύτρωσης από την οργή της , προς όλα τα άτομα που «διαφέντεψαν» την παιδική της ηλικία. Με αφορμή αυτήν την τελετουργία του ψυχοσάββατού, τελετουργικά κ εκείνη, τους στήνει εμπρός της, νοητά, σαν να μην ανήκαν στον άλλο κόσμο, αλλά σε τούτον εδώ! Έχει ανάγκη να αποδώσει ευθύνες, για τις κακοποιήσεις που υπέστη από όλους, γονείς, κ θετούς γονείς, θείους κ θείες! Να υπερασπίσει έστω τώρα το μικρό παιδί που υπήρξε, που κάνεις δεν μπόρεσε να προστατεύσει από τόσους ενήλικες!
Κι εκεί βάζεις ένα τεράστιο ζήτημα της ψυχοθεραπείας, που είναι « η κακοποίηση του παιδιού», με ένα σωρό τρόπους. Του παιδιού που μέχρι τον Ρουσσώ, του Γαλλικού διαφωτισμού, αντιμετωπιζόταν σαν όν χωρίς νοημοσύνη! Ο Ρουσσώ για πρώτη φορά δίνει την διάσταση της παιδικής ηλικίας κ συνιστά μια εκπαίδευση, όπου το παιδί θα ακολουθεί τις κλίσεις κ τα ενδιαφέροντα του. Ο Ντίκενς έναν αιώνα αργότερα, περιγράφει με μελανά χρώματα την εκμετάλλευση του παιδιού της βιομηχανικής επανάστασης. Ο Lloyd deMause, Αμερικανός ψυχαναλυτής, του 20ου αι., γράφει ότι πάνω στην κακοποίηση κ εκμετάλλευση του παιδιού ανά τους αιώνες, βασίστηκε η ανακούφιση των ενηλίκων…. κλπ. ( βλ. το διάσημο έργο του, «history of childhood»).
Συγνώμη! Πήρα φόρα, αλλά με ενέπνευσες! Δεν βάζεις απλώς ένα τεράστιο θέμα της ψυχοθεραπείας. Σ΄ ένα μικρό διήγημα αγγίζεις «Το Θέμα» της ψυχολογίας, που δεν είναι άλλο, από την κακοποίηση της παιδικής ηλικίας από εκείνους που θα έπρεπε να την προστατεύουν. Δευτερευόντως κ στο τέλος, η γυναίκα που φτιάχνει τα κόλλυβα, δεν λυτρώνεται, γιατί χρειάζεται κ άλλες τελετουργίες για να το καταφέρει. Π.χ. Να μιλήσει σε κάποιον «τρίτο» ίσως… Αυτή η τελετουργία του μνημόσυνου, όπως το λες, είναι προσφορά στους νεκρούς. Οι ζωντανοί, αν μπορούν, συγχωρούν μέσα απ αυτό. Αν μπορούν…
Βάσω Παπάλη Εκπαιδευτικός και Δραματοθεραπεύτρια