Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

Συνέντευξη στη Θεσσαλία

 

Κώστια Κοντολέων “Το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας”

 Κώστια Κοντολέων “Το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας” - e-thessalia.gr

Η Κώστια Κοντολέων γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Τα χρόνια του δράκου (Πατάκης, 1998), Το χάρτινο σπέρμα (Πατάκης, 1999), Το κίτρινο φουστάνι (Πατάκης, 2000), Φεύγω (Ψυχογιός, 2011), Μέσα από τις ζωές των άλλων (Ψυχογιός, 2016) και τη συλλογή διηγημάτων Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη (Έναστρον, 2013). Έχει μεταφράσει περισσότερα από εκατό βιβλία, μεταξύ των οποίων έργα των Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πενέλοπε Φιτζέραλντ, Ρ. Κ. Νάραγιαν, Μάγιας Αγγέλου, Μέλβιν Μπέρτζες κ.ά.

Συνέντευξη
Χαριτίνη Μαλισσόβα

«Άννα, το όνομά της», ο τίτλος του μυθιστορήματός σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Η ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ έχει ως αρχή της το τέλος της δεκαετίας του ’30 και ξεκινά με μια καταστροφική πυρκαγιά στο νησί της Λήμνου. Μια πυρκαγιά που άφησε πίσω της νεκρούς και τραυματίες και θεωρήθηκε σημαντικό γεγονός στην εποχή του. Έτσι, λοιπόν, το μυθιστόρημά μου στηρίχθηκε σε ένα αληθινό γεγονός που καθόρισε τη ζωή ενός ανθρώπου που έτυχε να γνωρίσω. Ωστόσο, το έργο μου είναι πάνω από όλα μυθιστόρημα και η πλοκή του σε τίποτα δεν μοιάζει με όσα στη ζωή εκείνου του ανθρώπου είχαν συμβεί. Χρησιμοποίησα και κάποια ντοκουμέντα από το οικογενειακό αρχείο της οικογένειας του συντρόφου μου. Τελικά, για να είμαι ειλικρινής, αυτό που νομίζω ότι χαρακτηρίζει την τελευταία μου συγγραφική δουλειά είναι το πώς το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλον μας, όταν αφήσουμε εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντί μας κι έτσι εμείς – οι εναπομείναντες – αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη επειδή τους φοβόμαστε.

Τι σας «άγγιξε» από την Άννα και την επιλέξατε για ηρωίδα στο βιβλίο σας;
Το όνομα Άννα είναι καρμικό στην οικογένειά μας. Γι’ αυτό στο μυθιστόρημά μου υπάρχουν όχι μία, αλλά τρεις Άννες – η μάνα του βασικού ήρωά μου, η εξάχρονη κόρη του που χάθηκε στη συγκεκριμένη πυρκαγιά και η δεύτερη γυναίκα του. Και λέω καρμικό το συγκεκριμένο όνομα αφού υπάρχει και μια τέταρτη Άννα στη σειρά, η κόρη μου. Που, όμως, δεν παίζει κανένα ρόλο στην ιστορία μου.

Στη σημερινή εποχή υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που κάνουν υποχωρήσεις ανάλογες με αυτές που έκανε η Άννα;
Πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν γυναίκες που με μόνο όπλο τους την αγάπη τους για το άλλο φύλο πιστεύουν πως θα μπορέσουν να διώξουν το παρελθόν του συντρόφου τους, όσο τραγικό κι αν φαντάζει αυτό. Όμως, συμβαίνει συχνά μια τέτοια αντιπαράθεση στον έρωτα ανάμεσα σ’ εκείνον που έρχεται κι εκείνον που έχει τελεσίδικα αναχωρήσει να είναι μ’ έναν άλλον τρόπο διατύπωσης η αδιέξοδη έκφραση της ερωτικής ζήλιας.

Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι κάνουν ενδιαφέρουσα και γοητευτική τη σημερινή γυναίκα;
Για μένα ενδιαφέρουσα και γοητευτική γυναίκα σήμερα είναι εκείνη που φροντίζει την εξωτερική της εμφάνιση με καλόγουστο τρόπο και που διαθέτει ένα τέτοιο υπόβαθρο καλλιέργειας και εκλεπτυσμένου γούστου, ώστε η συναναστροφή μαζί της να έχει ουσιαστικό νόημα. Με απωθούν οι γυναίκες που προσποιούνται πως είναι κάποιες άλλες και εγκλωβίζονται σε μια ψεύτικη προσωπικότητα, αναμασώντας στερεοτυπικές ανοησίες που κάπου έχουν ακούσει και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τις αναλύσουν.

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη συγγραφικά και αναγνωστικά;
Στην πρώτη πανδημία υπήρχε μια όρεξη πρωτόγνωρη να ασχοληθούμε με τις δουλειές του σπιτιού μας. Σαν εργάτριες μέλισσες αναλαμβάναμε τομείς εργασίας και τα αποτελέσματα μας ξάφνιασαν κι εμάς τους ίδιους. Όμως, καθώς ο καιρός περνούσε και οι καραντίνες διαδέχονταν η μια την άλλη, αυτή η ασυνήθιστη ενέργεια μάς κούρασε και ξεφούσκωσε εντέλει. Έτσι επιστρέψαμε σ’ αυτό που αγαπούσαμε και γέμιζε πάντα την καθημερινότητά μας. Τη συγγραφή, την ανάγνωση βιβλίων και τη μουσική. Αυτά τα τρία μας βοήθησαν να κρατηθούμε μακριά από καταθλίψεις, εκνευρισμούς και ατέλειωτες ώρες επικίνδυνης ανίας.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Το να μην ακολουθεί μια συγκεκριμένη μανιέρα γραφής και ακόμη χειρότερα να μην εστιάζεται σε θέματα που το περιεχόμενό τους είναι χιλιοειπωμένο από πολλούς άλλους. Μιλώντας σε προσωπικό επίπεδο, θεωρώ πως κάθε συγγραφέας θα πρέπει να εξελίσσεται συγγραφικά και θεματολογικά σε όποια κατηγορία συγγραφής κι αν ανήκει. Θεωρώ πως κάθε επόμενο βιβλίο μας πρέπει να είναι ισότιμο συγγραφικά με το προηγούμενό μας ή να το έχει ξεπεράσει. Δεν έχει νόημα να βγάζουμε συνεχώς βιβλία αν δεν έχουμε κάτι καινούργιο να προτείνουμε στον αναγνώστη μας. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε ίσως να τον κερδίσουμε.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Δυο βιβλία από αυτά που διάβασα πρόσφατα με έχουν εντυπωσιάσει. Το ένα είναι του Αλέξη Πανσέληνου «Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Παραθέτω τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα για το έργο του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του. «Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες. Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: Μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε». Το δεύτερο είναι του Ισίδωρου Ζουργού «Περί αυτού ψυχής» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη δύναμη της γραφής και της μνήμης.

Η συνέντευξή μας γίνεται τη στιγμή που μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ενώ δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία. Ποια είναι η δική σας αίσθηση, οι φόβοι σας, ενδεχομένως, για όσα συμβαίνουν;
Ξέρετε, η εμπειρία της μέχρι τώρα ζωής μου με έχει πείσει πως ο άνθρωπος παράλληλα με τις μέγιστες τεχνολογικές ανακαλύψεις του έχει και μια εσωτερική τάση αυτοκαταστροφής. Οι πόλεμοι, μικροί ή μεγάλοι, κυρίως κατακτητικοί, ήταν πάντα παρόντες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χειρότερες πανδημίες από τη δικιά μας σήμερα σε βάθος χρόνου άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Ωστόσο, αυτό κυρίως που με φοβίζει είναι η απόλυτη βεβαιότητα πως η γη μας πεθαίνει κι εμείς δεν κάνουμε τίποτε να αποτρέψουμε τον θάνατό της, ενώ ενδόμυχα το ξέρουμε γι’ αυτό και καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο και κάποιοι άφρονες συσσωρεύουν αμύθητα πλούτη.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό!

Κόρη, μητέρα, γιαγιά. Τι σημαίνουν αυτές οι ιδιότητες για εσάς;
Τρεις ρόλοι με έχουν σφραγίσει ως γυναίκα κι ο καθένας αφορά πολύτιμα πρόσωπα της ζωής μου. Ο ρόλος της κόρης (η δική μου μητέρα), ο ρόλος της μάνας (τα δύο παιδιά μου) και ο ρόλος της γιαγιάς (ο εγγονός). Ευλογώ τον Θεό που με αξίωσε να «ερμηνεύσω» αυτούς τους τρεις ρόλους.

Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο; Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά ή μεταφραστικά σας σχέδια;
Δεν είμαι από τους συγγραφείς που ντε και καλά θέλουν να βγάζουν κάθε χρόνο και από ένα καινούργιο βιβλίο. Η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά. Πρέπει να βουτήξεις βαθιά για να βρεις όσα κρυμμένα κρατά μέσα του ο εαυτός σου και να τα βγάλεις στο φως. Είναι το ίδιο συναίσθημα μ’ εκείνο των αρχαιολόγων όταν από τα σπλάχνα της γης σκάβοντας κρατούν στα χέρια τους κτερίσματα τόσο παλιά, όσο και η αρχή του κόσμου. Είναι δώρο Θεού αυτό το συναίσθημα της προσωπικής ικανοποίησης όταν έρχεσαι απέναντι στους ήρωες μιας καινούργιας δουλειάς σου και πρέπει να αντιμετωπίσεις τα δικά τους θέλω ή τα όχι. Δεν ετοιμάζω κάποιο καινούργιο βιβλίο αυτόν τον καιρό. Ο σπόρος, ωστόσο, υπάρχει και πρέπει να ριζώσει πρώτα για να δώσεις καρπούς. Έχω έτοιμη μια συλλογή διηγημάτων και θα ήμουν ευτυχής να τα δω να παίρνουν τη μορφή βιβλίου.

Κώστια Κοντολέων: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ Γρηγόρης Δανιήλ Δημοσιεύτηκε 04 Μαΐου 2022

 

Κώστια Κοντολέων: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ (diastixo.gr)

«Τα άψυχα κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις χειραγωγούν τις ζωές κάποιων ανθρώπων δαμάζοντας τη θέλησή τους», σημειώνει η Κώστια Κοντολέων στην παρακάτω συνέντευξη με αφορμή την τελευταία της κυκλοφορία, Άννα, το όνομά της, από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος· ένα πρωτότυπο βιβλίο, όπου τα αντικείμενα ασκούν εξουσιαστική δύναμη πάνω στα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Η κυκλοφορία αυτή έρχεται να προστεθεί σε μια σημαντική συγγραφική και μεταφραστική πορεία διανθισμένη από πολλαπλές βραβεύσεις, που ξεπερνά τα 35 χρόνια, αφήνοντας μια ξεχωριστή παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα.

Ξεκινώντας κάπως ανάποδα, με αφορμή το τελευταίο κεφάλαιο της 2ης πράξης και το πρώτο της 3ης που φέρουν, με κάποιες μεταβολές, τον τίτλο: «Τα παιδιά εύκολα ξεχνάνε (ή μήπως όχι;)»,θα ήθελα να σας ρωτήσω: Η ανάμνηση, το παρελθόν εν συνόλω, ποιο ρόλο παίζει στο τελευταίο σας μυθιστόρημα και πόσο εύκολα διαχειρίσιμο είναι από τις παιδικές ψυχές;

Το παρελθόν είναι κυρίαρχο σε όλο το μυθιστόρημά μου. Θα έλεγα ίσως κυριολεκτώντας πως αυτό είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του. Και ένα τέτοιο βαρυφορτωμένο παρελθόν είναι φυσικό να είναι δύσκολο, έως και καθόλου διαχειρίσιμο, από τον ψυχικό κόσμο του παιδιού που το βιώνει.

Πέρα από την αφόρμηση για το τελευταίο σας βιβλίο, την οποία θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μας, τι άλλο συναντήσατε μέχρι την ολοκλήρωσή του και τι θα προσθέτατε μετά την 5μηνη κυκλοφορία του;

Η αφορμή για τη γέννηση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ήταν μια καταστροφική πυρκαγιά το ’39 στο νησί της Λήμνου, που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς μια νέα γυναίκα και ένα εξάχρονο κοριτσάκι είναι αυτές που στοίχειωσαν την οικογένεια του συντρόφου μου. Υπάρχει φυσικά και έντονη μυθοπλασία. Αν το ξαναέγραφα, δεν θα πρόσθετα τίποτα παραπάνω. Θα ήταν σαν να του φορούσα αταίριαστα στολίδια που δεν θα τα είχε διόλου ανάγκη.

Δεν θεωρώ πως έχει αφυπνιστεί ο λαός μας απέναντι στους κατατρεγμένους των πολέμων και είναι κρίμα.

Στη φωτογραφική αυτή εξιστόρηση με την ειλικρινή, ενίοτε και στοχαστική σας διάθεση, υπήρξαν στιγμές που έπρεπε να «κατευνάσετε τους διχασμούς» σας για την πορεία της ιστορίας;

Αφέθηκα συνειδητά σ’ αυτούς. Τους άφησα να με οδηγήσουν εκείνοι και δεν το μετάνιωσα. Είμαι συγγραφέας του ενστίκτου και το εμπιστεύομαι πάντα πως θα με οδηγήσει σωστά αν όχι να κατευνάσω τους διχασμούς μου, τουλάχιστον να τους διαχειριστώ σωστά.

Οι γονείς της Άννας, η Ασημίνα κι ο Γιάγκος, δυσκολεύονται να ορθοποδήσουν στη νέα πατρίδα – την οποία ο Γιάγκος μάλιστα ονομάζει «Μητριά». Έχοντας στην πλάτη μας ως έθνος αυτόν τον ξεριζωμό, κατά πόσο έχουμε γίνει δεκτικοί στην προσφυγιά; Το εναργές ενδιαφέρον μας των τελευταίων ημερών για το δράμα των Ουκρανών αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ή στάση-αφύπνιση του Νεοέλληνα;

Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας δυσκολεύτηκαν όντως να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στη νέα πατρίδα. Υπήρξε πράγματι «Μητριά» γι’ αυτούς και θα πρόσθετα και αρκούντως εχθρική. Φοβάμαι πως δεν έχουμε γίνει δεκτικοί συνολικά στην προσφυγιά – το αντίθετο μάλιστα, θα έλεγα. Το ενδιαφέρον των τελευταίων ημερών για τους πρόσφυγες Ουκρανούς νομίζω πως αποτελεί ιδιότυπο, μεμονωμένο και με ημερομηνία λήξης γεγονός. Δεν θεωρώ πως έχει αφυπνιστεί ο λαός μας απέναντι στους κατατρεγμένους των πολέμων και είναι κρίμα.

Στις ενίοτε ερμητικά κλειστές πόρτες που το μέλλον διαπερνά και οι αντιστάσεις μας είναι ανώφελες, ποια είναι τα εφόδιά σας;

Είμαι φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτό είναι το εφόδιό μου. Καμιά ερμητικά κλειστή πόρτα δεν μένει απόρθητη για πάντα. Φτάνει να βρούμε το κλειδί που την ανοίγει ξεπερνώντας τις ανώφελες, όπως λέτε, αντιστάσεις μας.

Οι κεντρικοί ήρωές σας και δη ο Δημητρός φλερτάρουν συχνά με τη φράση, όπως πολύ σωστά επισημαίνετε σε κάποιο σημείο, «αναχωρητές της πραγματικότητας». Αυτή η αναχώρηση από την καθημερινότητα που πολλές φορές προβληματίζει ή και ακόμη θλίβει σε τι ατραπούς μάς μπλέκει;

Σε ατραπούς αδιέξοδες. Οι «αναχωρητές της πραγματικότητας» ζουν στον δικό τους περίκλειστο κόσμο. Οι επικοινωνίες τους σχεδόν ακυρωμένες με τους έξω από αυτόν. Ο εγκλεισμός τους, πιστεύω, σε μια φαντασιακή κατάσταση είναι μια μορφή άμυνας στο ανυπόφορο παρόν που βιώνουν σε καθημερινή βάση.

Εντέλει, τα άψυχα κατά πόσο μπορούν να χειραγωγούν τη ζωή των ανθρώπων; Είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας του ατόμου ή άπτεται της ανθρώπινης διάνοιας;

Τα άψυχα κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις χειραγωγούν τις ζωές κάποιων ανθρώπων δαμάζοντας τη θέλησή τους. Οι άψυχες απεικονίσεις τους, καίτοι άψυχες, έχουν ασυνήθιστες δυνάμεις επιβολής, έτσι το μόνο που μένει εντέλει ανοιχτό είναι το πότε και το πού. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας, αλλά νομίζω πως κυρίως άπτεται της ανθρώπινης διάνοιας.

Ο «πόνος» της αποκόλλησης από τον προηγούμενο κύκλο σκέψης από ποια συναισθήματα συνοδεύεται πέραν της απώλειας;

Από πράξεις και λόγια που προδίνουν άθελά τους τον ισόβιο εγκλεισμό τους σ’ ένα παρελθόν που ήταν πάντα παρόν στην καθημερινότητά τους. Και υπάρχουν τόσα πολλά γύρω τους να τους το θυμίζουν, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατον εντέλει να του αντισταθούν.

Ως αναγνώστρια, ένα βιβλίο μέχρι πόσο μπορεί να σας επηρεάσει κι αντίστοιχα, από τη θέση της συγγραφέα, τι μπορεί να προσδώσει;

Ένα βιβλίο μπορεί να σου αλλάξει εντελώς τη ζωή. Τον τρόπο που σκέφτεσαι, τη θέαση του κόσμου με διαφορετική ματιά. Ακόμη και την ιδεολογική και πολιτική σου ταυτότητα. Αυτά είναι βιωμένα σε μένα ως αναγνώστρια μέσω συγκεκριμένων βιβλίων. Από την άλλη, από τη θέση της συγγραφέα στόχος μου είναι να επικοινωνήσω με τον εκάστοτε αναγνώστη μου και όχι να του διδάξω αντιδράσεις σε τυχόν προβλήματά του μέσα από τις αντιδράσεις των δικών μου ηρώων.

Η πραγματικότητα και δη των τελευταίων ημερών είναι υπερβολικά ευφάνταστη για να είναι πειστική ως μυθιστορηματικό υλικό. Τι σκέψεις κάνετε αναφορικά με τα πρόσφατα γεγονότα, που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης;

Η πραγματικότητα των τελευταίων ημερών όντως ξεπερνά τη φαντασία μας. Αν τη δούμε ως μυθιστορηματικό υλικό τείνει να εξελιχθεί σε κακογραμμένο μυθιστόρημα ατάλαντου συγγραφέα και δη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Όπου η πλοκή δεν υπηρετεί συγκεκριμένους κανόνες συγγραφής και οι ήρωες στερούνται υποκριτικής δεινότητας.

Αυτό που μου αφήνει ως αίσθηση το βιβλίο σας είναι η πίστη σας στη μεταμορφωτική δυναμική της αγάπης. Αφού σχολιάσετε αυτό, θα ήθελα, αν όχι να μας ξεναγήσετε, τουλάχιστον να μας ανοίξετε την πόρτα στην επόμενή σας συγγραφική διαδρομή, που έχει τυχόν δρομολογηθεί.

Χαίρομαι που η αίσθησή σας έσκαψε βαθιά στον πυρήνα του μυθιστορήματός μου. Ναι, πιστεύω ακράδαντα στη μεταμορφωτική δυναμική της αγάπης που ως γόρδιος δεσμός μπορεί ενίοτε να δώσει λύση στην πολυπλοκότητα της ζωής. Με ορθάνοιχτη την πόρτα σάς καλωσορίζω στην επόμενη συγγραφική μου διαδρομή, που κάνει τα τελευταία της βήματα προς την ολοκλήρωσή της. Μια συλλογή διηγημάτων κάπως αλλιώτικων συγγραφικά και θεματολογικά. Ενώ παράλληλα μέσα μου γονιμοποιείται σιγά-σιγά ο σπόρος ενός καινούργιου μυθιστορήματος.

 

ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ

 


ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ

Μεγαλωμένος σε θρησκευόμενη οικογένεια, ο Ευρυβιάδης είχε μάθει από μικρός να κρύβει στους συχνούς εκκλησιασμούς και τις κατηχήσεις την μεταβαλλόμενη και συνεπικουρούμενη από τα χρόνια  έξαρση ορμονών, ως εσωτερική ανταρσία του κορμιού του, ασφυκτιούσε ανάμεσα στα πρέπει και δεν πρέπει, στα απαγορευμένα και στα επιτρεπόμενα, και κυρίως στην αμφιλεγόμενη έννοια της «αμαρτίας».  

Στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης κλινόταν συχνά στο δωμάτιο του αφαιρούσε τα ρούχα της σεμνότητας και γυμνός μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της ντουλάπας του μελετούσε τις αλλαγές του κορμιού του, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβεβαίωσης και εδραίωσης του ανδρισμού του. 

Οι συνεχείς παραινέσεις της μάνας για την αξία της αρσενικής παρθενίας, και η δήθεν ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας της, την ώρα της ανάγνωσης του απόδειπνου με ηθελημένη αυξομείωση της φωνής της στα επίμαχα σημεία

«Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθκοφτές ’ ημών δολίως κινούμενα* τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον.  Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον.»  

Όλα αυτά τον μπέρδευαν σωματικά και ψυχικά.

Το σώμα ζητούσε μα η ψυχή αρνιόταν και τον ύπνο του τάραζαν εικόνες της Κολάσεως και απειλητικές φωτιές φριχτής τιμωρίας. Είχε πάψει πια να μετράει τις φορές που είχε σταματήσει μπροστά σε πόρτες που άναβαν κόκκινα φωτάκια, και θυμόταν πάντα με τρόμο τη μοναδική φορά που είχε μπει στον πειρασμό ν’ αγγίξει διστακτικά  το σιδερένιο πόμολο μιας απ’ αυτές, κιότεψε και το τράβηξε πίσω πριν καν προλάβει να κάνει την κίνηση να το γυρίσει, ώρα μετά περιπλανιόταν στους δρόμους με μάτια έμπλεα δακρύων και συγνώμες από ποιον άραγε… 

Το ίδιο βράδυ ζήτησε από τη μάνα του να διαβάσει αυτός το απόδειπνο.  Ως εξιλέωση της σαρκικής αδυναμίας του…

«Παύσον τας ορμάς των παθών», η φωνή ραγίζει.

«Τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον», ο κόμπος στον λαιμό δυσκολεύει τις λέξεις.

«Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον», ένας ξαφνικός βήχας σβήνει τον λυγμό που έχει ήδη ξεκινήσει βαθιά μέσα του. 

Ζητάει παρηγοριά στη λήθη του ύπνου, ύπνου ‘απαλλαγμένου από σατανικές φαντασίες και επαναστάσεις της σάρκας’. 

Ξυπνάει κάθιδρος από βαθύ ύπνο σατανικής φαντασίας, κι ας είχε διαβάσει ο ίδιος το Απόδειπνο απόψε, κάτι σαν ξόρκι κατευνασμού της σάρκας του.  Μα οι ορμές των παθών άτρωτες αποδείχτηκαν στα ξόρκια του.  Η κόλαση ανοιχτή πια τον περιμένει κι αυτός αποφασίζει να χωθεί πιο βαθιά τώρα εντός της.  Ίσως και να του αρέσει… 

 

Αγοράζει από το περίπτερο της γειτονιάς μια χούφτα καραμέλες αστακού.  Το κοριτσάκι της διπλανής πόρτας έχει βγει στο μπαλκόνι και μιλάει στην κούκλα του.  Μια  σκέψη περνάει από το μυαλό του και τρομάζει, τα χείλη σαλεύουν «σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’ εμού δολίως κινούμενα».  Κλείνει τ’ αυτιά τα πεπυρωμένα βέλη έχουν ήδη βρει τον στόχο τους κι αυτός δεν θέλει ν’ ακούσει ότι θα ξεστομίσουν τα χείλη του…

«Είμαι μόνος μου και βαριέμαι, έλα να κάνουμε παρέα, έχω και καραμέλες αστακού, από αυτές που σου αρέσουν», της φωνάζει από το δικό του μπαλκόνι.

Είναι ήδη πίσω από την πόρτα πριν ακόμη εκείνη χτυπήσει το κουδούνι.  

Η μικρή μπαίνει χοροπηδώντας με την κούκλα της παραμάσχαλα.  Εκείνος την πιάνει από το χέρι…

 

                  ********************

  

«Που είναι οι καραμέλες που μου έταξες;» τον ρωτάει. 

«Στο δωμάτιο μου, πάμε να τις πάρουμε»…

Δωμάτιο σκοτεινό, σφαλισμένα παράθυρα, κατεβασμένες κουρτίνες, ήχος κλειδιού που σφαλίζει πόρτες, εξόδους διαφυγής.

«Θέλεις να παίξουμε γιατρό και νοσοκόμα;  Εγώ θα κάνω τον γιατρό κι εσύ την νοσοκόμα», της προτείνει ξαφνικά.  Το κορίτσι φοβάται τους γιατρούς κάνουν ενέσεις που πονάνε.

«Στα ψέματα θα παίξουμε κουτό, οι δικές μου ενέσεις δεν πονάνε, θα δεις, ένα παιχνίδι μόνο είναι», επιμένει.

Το κορίτσι πάντα θα φοβάται τους γιατρούς με ή χωρίς ενέσεις κι άλλο παιχνίδι θέλει να προτείνει… 

Μα αυτός γονατιστός μπρος τα πόδια της τώρα εκλιπαρεί και κούκλες τάζει…

«Κούκλες μ’ αέρινα τούλινα φουστάνια, πολύχρωμα παιχνίδια, ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις, μόνο έλα να παίξουμε τον γιατρό και τη νοσοκόμα δεν θα μου κάνεις το χατίρι;»

Το κορίτσι δεν απαντάει στον Ευρυβιάδη, φαντασιώνεται και είναι αλλού τώρα, ανάμεσα στις κούκλες και διαλέγει, τη νύφη θέλει, εκείνη με τα πέπλα και τ’ άσπρα τούλια, να, έτσι ν’ απλώσει το χέρι της θα την πιάσει… 

Το μόνο που πιάνει είναι τα σγουρά μαλλιά του Ευριπίδη στο σκυμμένο ανάμεσα στα σκέλια της κεφάλι του, η γλώσσα του τη γαργαλάει και εκείνη γελάει.   

«Τι κάνεις εκεί;» τον ρωτάει.

Δεν ξέρει αν θέλει και να μάθει. 

Εκείνη την κούκλα θέλει μόνο. 

Την κούκλα με τα πέπλα και τ’ άσπρα τούλια. 

Μόνο αυτή.

Σε μια ώρα θα είναι δικιά της…!                 

 Κώστια Κοντολέων: ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ ΤΗΣ – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)