Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

Δείπνο

 

Κώστια Κοντολέων: Δείπνο

ΔΕΙΠΝΟ

 

Έξω λυσσομανούσε ασυνήθιστος Μαρτιάτικος αέρας. 

Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της, έριξε δυο χούφτες νερό στο πρόσωπο να φύγουν τα σημάδια που πρόδιναν τον ανήσυχο ύπνο της νύχτας. 

Καφές πικρός σε φλιτζάνι πορσελάνινο, απομεινάρι  φθαρμένων οικογενειακών κειμηλίων.  Τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο και ξεθωριασμένη ετικέτα, ο νευρικός γραφικός χαρακτήρας της μάνας πληροφορούσε «Τετράδιο Συνταγών»…

Μολύβι στο χέρι, τσεκάρισμα υλικών, τρόπος κατασκευής…

Εννιά ακριβώς υλικά με διαφορετικούς συμβολισμούς: σιτάρι-ζάχαρη-σταφίδες-μαϊντανός-σουσάμι-ρόδι-κανέλα-αμύγδαλα-κουφέτα. 

Τα μέτρησε δυο φορές, ο φόβος της παράλειψης έστω και ενός θα έσπαζε την αλληλουχία των συμβόλων.

Η παλιά εμαγιέ λεκάνη της πεθεράς της, που σ’ ένα μακρινό παρελθόν είχε φιλοξενήσει στη γούρνα της ζυμάρια, ποτισμένα με κονιάκ και βούτυρο γάλακτος, για τα περίφημα Σμυρναίικα κουλουράκια της, τώρα έμενε ξεχασμένη στο πιο ψηλό ντουλάπι της κουζίνας της.  Σήμερα επιβάλλονταν η έξοδος της στο φως από το σκοτάδι της αχρηστίας της. 

Υπήρχε λόγος…

Έβαλε καθαρή ποδιά, και ξεκίνησε το ανακάτωμα των υλικών.  Πολύωρη και περίπλοκη διαδικασία με έμφαση στην λεπτομέρεια. 

Όταν όλα τα υλικά έφτασαν στην επιθυμητή ένωση  διατηρώντας, ωστόσο, την αυτονομία των αρωμάτων τους εγκατέλειψαν την λαϊκότητα της εμαγιέ λεκάνης κι ενέδωσαν στην αριστοκρατικότητα της κρυστάλλινης πιατέλας της Σαντορινιάς γιαγιάς, ηρωικώς διασωθείσα αλλεπάλληλων σεισμών-λιμών- καταποντισμών της πλούσιας μυθολογίας του νησιού, δέσποζε τώρα στο κέντρο του τραπεζιού.  Ανάμεσα σ’ ασημένια κηροπήγια με μαύρα χοντρά κεριά. 

Από το ντουλάπι βγήκαν κρυστάλλινα ποτήρια του κονιάκ, μπουκάλια επτά αστέρων. 

Εκατέρωθεν των πιάτων, αστραποβολούσαν ασημένια μαχαιροπίρουνα κι ασημένιοι κρίκοι αγκάλιαζαν λινές σκούρες πετσέτες.

Κοίταξε το ρολόι της και βιάστηκε να απαλλαγεί από  τα ρούχα της κουζίνας πετώντας τα στο καλάθι για τα άπλυτα.  Να φορέσει το στενό μαύρο φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ, το μαύρο μαργαριταρένιο κολιέ που έσφιγγε πάντα ενοχλητικά  τον λαιμό της, τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες που ισορροπούσε με δυσκολία πάνω τους.  Έτοιμη πια παρακολουθούσε αγχωμένη τους δείκτες του παλιού εκκρεμές να πορεύονται αργά, αντιπαλεύοντας το χρόνο, στο λευκό μεγάλο καντράν. 

Δώδεκα καμπανιστοί χτύποι ανήγγειλαν την έλευση της νύχτας.

Τριπλός επιτακτικός ο ήχος  του ρόπτρου την άφιξη των καλεσμένων της. 

Βιάστηκε ν’ ανοίξει. 

Δυο άντρες και μια γυναίκα στέκονταν εκεί έξω με παγωμένα χαμόγελα.  Παραμέρισε να περάσουν.  Πρόσωπα του τότε και του πριν, ο Κώστας, η Λεμονιά, ο Νικόλας.  Ύστερα το ρόπτρο χτύπησε ακόμη δυο φορές και οι καλεσμένοι κάθισαν στις θέσεις τους.  Ο Γιώργος ανάμεσα στις δυο γυναίκες του την πρώην και την μετά, την Άννα και την Μαρία.  Η Φωτεινή, μπήκε τελευταία,  κάθισε ηθελημένα μόνη της μακριά από όλους. 

Η κρυστάλλινη πιατέλα άλλαζε συνέχεια χέρια, και τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν κονιάκ.

Η ίδια ούτε έφαγε ούτε ήπιε. 

Παρακολουθούσε αμίλητη τις προσπάθειες των  καλεσμένων της να σκεπάσουν εγωιστικά τις φωνές των άλλων με τις δικιές τους.  Οι θύμησες καλών στιγμών  τους δημιουργούσαν μια κάποια ευθυμία κι έπιναν εις ανάμνηση τους και κάποιες κακές στιγμές τους γίνονταν αφορμή για ανώφελες παρεξηγήσεις και προσπάθειες   να λύσουν άλυτους λογαριασμούς από τότε που ήταν…

Τι ακριβώς;

Χτύπησε το κουτάλι στο πιάτο της και σηκώθηκε όρθια. 

Στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε μοίρασε ερωτήσεις περιμένοντας ξεκάθαρες απαντήσεις.  Γύρισε πρώτα στον Κώστα…

«Σε γνώρισα μέσα από φωτογραφίες» του είπε, «δεν ξέρω καν τον ήχο της φωνής σου, τον ήχο της φωνής του πατέρα, το άγγιγμα σου στο μάγουλο μου, πώς να έμοιαζε άραγε;  Αντάλλαξες την ζωή σου με μια παρεξήγηση σ’ ένα συσσίτιο για ένα κομμάτι τυρί για μένα και τη μάνα…  Εγώ την δική μου με κάθε είδους κακοποίηση.  Άξιζε τελικά τον κόπο;  Το αγέννητο που πήγες να προστατέψεις έμεινε χωρίς πατρική προστασία».  Ο Κώστας χαμήλωσε το κεφάλι.  «Μίλησε μου», του φώναξε, «έστω και τώρα να μάθω την χροιά της φωνής σου.  Άγγιξε με να γνωρίσω επιτέλους την αφή των δαχτύλων σου.  Δώσε απάντηση στα αμέτρητα  μου γιατί».  

Δεν υπήρξαν αγγίγματα ούτε απαντήσεις.  Μόνο χαμηλωμένο κεφάλι και βουβή σιωπή.    

Στράφηκε στη Λεμονιά, «Την προστασία της μάνας ανέθεσες στην αδελφή σου, πόσο αφελής, δεν έβλεπες ή δεν άντεχες να δεις τα σημάδια της κακοποίησης της πάνω στο σώμα μου». 

Την άκουσε να ψελλίζει, «Δεν ήξερα, πίστεψε με, δεν ήξερα…Έπρεπε να δουλέψω…»

Την κοίταξε «Έπρεπε να ξέρεις,» της είπε, «μάνα ήσουνα». 

Και τότε η Φωτεινή πήρε τον λόγο από μόνη της, «Ψέματα, ποτέ δεν σ’ άγγιξα, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου» οι ίδιες κάλπικες δικαιολογίες τώρα όπως και τότε.  Μεταμέλεια;-λέξη άγνωστη για κείνη.

Την αγνόησε και στράφηκε στον Νικόλα…

«Εσύ;»

Ο Νικόλας σήκωσε τους ώμους.  «Πατριός ήμουν έπαιξα επάξια τον ρόλο του πατέρα, τι σου έλειψε;» 

«Ρόλος του πατέρα είναι και να προστατεύει μα εσύ έμεινες αμέτοχος θεατής. Ίσως να είχαν γίνει αλλιώς τα πράγματα αν είχες θελήσει να εμπλακείς».

Είχε έρθει η σειρά του Γιώργου τώρα.  Ο θείος της καθόταν ανάμεσα στις δυο γυναίκες του, την πρώην και την νυν, που καυγάδιζαν αενάως οι ανόητες για την πρωτοκαθεδρία τους στη άυλη πια ζωή τους.

Γύρισε και κοίταξε με περιφρόνηση πρώτα εκείνες, ύστερα τον Γιώργο. 

«Θείος να σου πετύχει.  Υποτακτικός στο φουστάνι όχι μιας γυναίκας αλλά δύο.  Μα βάναυσος απέναντι στις αδελφές σου.  Πόσο σε φοβόμουν…»  

«Δεν είμαι άξιος ούτε της συγνώμης σου», ψέλλισε εκείνος. 

Καθυστερημένη απολογία – την έκανε να καγχάσει.

Ένας μακρινός κόκορας χαιρετούσε το πρώτο φως της αυγής.  Σηκώθηκε πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ύστερα φώναξε: «Φύγετε…  Τώρα… Πάρτε μαζί σας τις άχρηστες συγνώμες σας και τις ενοχές σας, αν έχετε».   

Έμεινε μόνη να κοιτάζει αυτούς που ήταν κάποτε η οικογένεια της να χάνονται στην πρωινή ομίχλη.  Άυλες παρουσίες στον άυλο κόσμο τους.  Έκλεισε την πόρτα.  Τα μαύρα κεριά στα ασημένια κηροπήγια είχαν από ώρα σβήσει.    

Η κρυστάλλινη πιατέλα πλύθηκε, σκουπίστηκε και κρύφτηκε στον πάτο χαρτόκουτου μαζί με τα ποτήρια του κονιάκ. 

Πέταξε το τετράδιο με τις συνταγές στο καλάθι των σκουπιδιών.

Δεν το χρειαζόταν πια.

Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε: Μεγάλο Σάββατο των Ψυχών.

Έσκισε τη σελίδα.

Η επιθυμητή λύτρωση της δεν είχε συντελεστεί.

Τώρα ξέρει πως τα κόλλυβα λυτρώνουν τους πεθαμένους, όχι αυτούς που μένουν πίσω!         

   Κώστια Κοντολέων: Δείπνο – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr)                           

Κατερίνα Τζαβάρα: «Δώδεκα ιστορίες που γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη», Εκδόσεις Διάπλους

 Κατερίνα Τζαβάρα: «Δώδεκα ιστορίες που γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη», Εκδόσεις Διάπλους

 

Τρεις μήνες φθινοπωρινοί αποτελούν το φόντο των πρώτων ιστοριών  της συλλογής διηγημάτων της Κατερίνας Τζαβάρα.  Σ’ αυτούς τους τρεις μήνες κάποιοι βίωσαν ανεξέλεγκτες εμπειρίες, αναπόφευκτη μοναξιά, απρόσμενες αποκαλύψεις, εσώτερες αναζητήσεις, απιστίες, αυτοκαταστροφικές τάσεις.

Ιστορία πρώτη: Ρομαντικός ο τίτλος ξεγελά τον αναγνώστη, «Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα» δεν σηματοδοτεί την απαρχή μιας σχέσης αγάπης ούτε γίνεται αφορμή για προσωπικούς αναστοχασμούς δίπλα στη θάλασσα. Αφορά κυρίως ότι παίζεται εντός του από τον μοναδικό ένοικο του.  Έναν looser που έχοντας απωλέσει τον έλεγχο της συνειδητά κατακερματισμένης ζωής του, βαίνει αργά και σταθερά προς το επέκεινα, σχεδιάζοντας την υπέρτατη πράξη που θα τον οδηγήσει σ’ αυτό με απόλυτη εμμονή στις λεπτομέρειες προσδοκώντας την επίπλαστη μεγαλοπρέπεια που στο μυαλό του είναι η ύψιστη αναγνώριση του σπουδαίου έργου του, μέσω της  αυτοκτονίας του, σκηνοθετημένης και παιγμένης από τον ίδιο σε αόρατο κοινό.  Ωστόσο δεν θα πάρει μαζί του το  χειροκρότημα του μοναδικού θεατού του, του άγνωστου γιου του, για όλα τελικά υπάρχει ένα τίμημα.

Ιστορία δεύτερη. Τίτλος και πάλι υπαινικτικός: «Στο χωριό» μια εκδρομή στον γενέθλιο τόπο ενός άντρα μαζί με τον γιο του, θα γίνει αφορμή και οι δυο να αναμετρηθούν με το κοινό παρελθόν τους.  Στο ορεινό χωριό, ο μεγάλος ξαναζεί τους βιωμένους εφιάλτες σε μια παρατεταμένη προσπάθεια να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς. Ο νεότερος εξαναγκάζεται να δηλώσει συμμετοχή στο ταξίδι της μνήμης, ενώ ήδη σχεδιάζει αποδράσεις σ’ άλλους τόπους, σ’ άλλες ηπείρους και πλήρη αποκοπή από γονικές εξαρτήσεις.  Όμως το παρελθόν είναι ακόμη ζωντανό εκεί ανατρέποντας σχέδια και έωλες αποφάσεις..

Τρίτη ιστορία: Με ξεκάθαρο τίτλο αυτή την φορά: «Φθινόπωρο όπως Νοέμβρης». Η φθορά μιας σχέσης, το τέλος ενός γάμου φαινομενικά ευτυχισμένου, ωστόσο, εξ αρχής καταδικασμένου.  Κακοποιητικός σύζυγος, από τους χιλιάδες κακοποιητικούς συζύγους, που σαν εντυπωσιακά μανιτάρια φυτρώνουν παντού έλκοντας και δηλητηριάζοντας αυτούς που τα γεύονται, εξασκώντας φαρμακερές εξουσίες επάνω τους.  Κακοποιημένη γυναίκα, μια από τις χιλιάδες κακοποιημένες, που κερδίζει ηθελημένα χρόνο για να βρει την απάντηση μιας υποθετικής ερώτησης αν θα μείνει ή αν θα φύγει, γλύφοντας ταυτόχρονα τις πληγές της σαν δαρμένο σκυλί.

Τρεις χειμωνιάτικοι μήνες παίρνουν την σκυτάλη και καθώς διαδέχονται ο ένας τον άλλο οι ιστορίες συνεχίζουν το ταξίδι τους μέσα από αυτούς.

Τέταρτη ιστορία: «Στο παρκάκι της Ροτόντας».  Στο τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ένας νεαρός άντρας περιδιαβαίνει τόπους γνωστούς, στέκια που ερήμωσε η πανδημία, κι αναστοχάζεται τη ζωή του.  Το πριν, το τώρα, το μετά.  Αυστηρός κριτής της. Κομιστής τύψεων.  Πιθανών προσεγγίσεων.  Στερεότυπα που διαφεντεύουν και τελικά αλλοιώνουν αδελφικές σχέσεις.

Πέμπτη ιστορία: «Άδεια Αγκαλιά».

«Το σώμα θυμάται, οι άνθρωποι ξεχνούν».  Μονολογεί η γυναίκα ηρωίδα αυτής της ιστορίας.  Το σώμα δεν λησμονεί τ’ αγγίγματα, τ’ αγκαλιάσματα, τις ενοχές, τις πληγές του έρωτα, τις εξαπατήσεις, τις υποκρισίες.  Το δικό του σώμα ξέχασε, ξεγέλασε, κλέφτης αισθημάτων υπήρξε, ανήκε σ’ άλλη, αλληνής τα παιδιά μεγάλωνε.  Κι εκείνη μόλις τώρα προσέχει τα μεγάφωνα που καιρό τώρα προειδοποιούσαν: «Απαγορεύονται οι  εναγκαλισμοί!»

Έκτη ιστορία: «Φονικό στο Καφαντάρι»

Τρεις ύποπτοι-τρία παιδιά της νύχτας- κι ένα φονικό.  Φυλακή, συλλήψεις, και ελλείψει στοιχείων αθώοι οι δυο από τους τρεις.  Χρόνια μετά ένα σημείωμα θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους.  Ποιος ήταν ο φονιάς και ποιος πήρε το φονικό πάνω του;  Η νύχτα έχει τους δικούς της νόμους μα διαθέτει ενίοτε και μπέσα…

Τρεις ανοιξιάτικοι μήνες προάγγελοι αναγέννησης;

Έκτη ιστορία: «Ο Πιανίστας». Της άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους καθισμένη στο μπαλκόνι της.  Να σκαρώνει αυθαίρετες ιστορίες γι’ αυτούς.  Η κίνηση στα μπαλκόνια την γειτονικών διαμερισμάτων πρόσφερε άφθονο υλικό για τις μελλοντικές συγγραφικές της απόπειρες.  Όπως κι ο άγνωστος πιανίστας στο αντικρινό διαμέρισμα με το ανοιχτό πάντα παράθυρο.  Της είχε γίνει συνήθεια η παρατήρηση του και η περιέργεια να μάθει περισσότερα για κείνον θέριευε μέσα της.  Ήταν οι συμπτώσεις ή το σύμπαν που είχε  συνωμοτήσει γι’ αυτό;  Ή οι μη αναμενόμενες αποκαλύψεις που θα γίνονταν αφορμή ν’ ανοίξει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή της;

 

Κατερίνα Τζαβάρα

 

Έβδομη ιστορία: «Η Θεραπεία»

Μια προτεινόμενη θεραπεία για ένα σοβαρό ιατρικό πρόβλημα.  Η άρνηση της αποδοχής της.  Ο φόβος των  επιπτώσεων στην εμφάνιση της.  Τα μπερδεμένα συναισθήματα της.  Οι συνεχώς μεταβαλλόμενες σκέψεις της.  Οι αποφάσεις της που έπαιρναν συνέχεια αναβολή, ο γιατρός με τις επιφυλάξεις του.  Κι εκείνη  θα πατούσε τελικά πάνω σε μια λέξη κλειδί: «Δύναμη» κι όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους γαντζωμένα γερά πάνω σ’ αυτήν.

Όγδοη ιστορία: «Νόστος»

Τελικά η λέξη Νόστος πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μέσα της;  Νοσταλγούμε, μέρη που ζήσαμε έντονες στιγμές, νοσταλγούμε ανθρώπους που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας, νοσταλγούμε ένα τραγούδι, την ατμόσφαιρα που μας χάρισε ένα βιβλίο.  Γιατρεύουμε απουσίες μέσα από το Νόστο γι’ αυτούς που φύγανε, και είναι ο Νόστος που θα μας οδηγήσει ηθελημένα κοντά τους.

Ένατη ιστορία: «Ο τελευταίος χορός»

Τελικά δεν υπήρξε ποτέ τελευταίος χορός, για ένα ζευγάρι που ήξερε να ρουφά τις χαρές της ζωής σαν πανάκριβο σπάνιο μέλι, ένα ζευγάρι που δεν έκανε πίσω στις όποιες δυσκολίες και εύρισκε πάντα τις κατάλληλες λύσεις γι’ αυτές.

Δέκατη ιστορία: «Με γεύση σπιτικής λεμονάδας»

Πως μια σπιτική λεμονάδα από μυστική συνταγή  μπορεί να γίνει σύμβολο μοναδικό αγάπης και έγνοιας για μια οικογένεια που η παράδοση αναβλύζει από τους πόρους του δέρματος της χαρίζοντας της την υπέρτατη ευτυχία.  Και πως αυτή η ίδια λεμονάδα μπορεί να γίνει ο σύνδεσμός του τότε με το τώρα;  Οι τόποι καταγωγής κρατούν βαθιά χωμένες στο χώμα τους τις ρίζες μας, και εμείς επανερχόμαστε ξανά και ξανά σ’ ότι μας διαμόρφωσε σ’ αυτό που είμαστε σήμερα.

 

«Επίλογος»

«Το φονικό στο Καφαντάρι» μετά από χρόνια δίνει απαντήσεις σε αμείλικτες ερωτήσεις, ένοχοι και θύματα μπλεγμένοι σε αξεδιάλυτο κουβάρι ήρθε η ώρα να το λύσουν. Μια αποκάλυψη θα φέρει τον κόσμο ανάποδα και η αδελφική αγάπη θα καθαρίσει συνειδήσεις για να αποδοθεί τελικά δικαιοσύνη.

 

Όλες οι ιστορίες πατούν γερά στο έδαφος, οι λέξεις τους καταλαμβάνουν την θέση που επάξια τους ανήκει στην περιπέτεια της γραφής. Στο σύνολό της, η συλλογή προσφέρει ουσιαστική αναγνωστική απόλαυση.

 Οι τέσσερις εποχές μιας πόλης • Fractal (fractalart.gr)

Η δουλειά του πατέρα

 “Η δουλειά του πατέρα”

 



Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της καθρέφτης μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες, θα της πει γι’ ακόμη μια φορά την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις.

Άναρχη γκρίζα εισβολή στην ομοιομορφία των κάποτε καστανόξανθων μαλλιών, ρυτίδες στη βάση καστανών ματιών, αυλακιές στο άλλοτε αλαβάστρινο μέτωπο διακριτικά προειδοποιούσαν, ‘κάθε καινούργια δεκαετία κουβαλάει αναπόφευκτα το αποτύπωμα της προηγούμενης.’

Στο κατώφλι της νέας δεκαετίας της, αναζητεί τώρα εκείνη το αποτύπωμα που θα την καθορίσει. Μεγάλη πια για γενέθλια αποφασίζει, για τούρτες με κάλπικα ερωτηματικά εκεί που άλλοτε λαμπύριζαν προδοτικά κεριά. Τηλέφωνο απενεργοποιημένο, υπολογιστής κλειστός. Το φλιτζάνι με τον ζεστό καφέ στο χέρι, επιβάλλει το ημίφως και τη χαλαρωτική μουσική, λένε πως φτιάχνουν σίγουρα ατμόσφαιρα.

Φυλλομέτρημα τώρα παλιών άλμπουμ, κιτρινισμένων φωτογραφιών και φλου περάσματα από θολωμένες παρελθοντικές μνήμες.

Φυλλομετρά αντίστροφα τα χρόνια. Με τις μικρές ή μεγάλες στάσεις τους, στα σημαντικά ή ασήμαντα της ζωής της. Διατρέχει τροχάδην πανεπιστήμια, λύκεια, γυμνάσια, κι η μνήμη κουρασμένη αντιστέκεται τώρα στις άβολες ταχύτητες, κατεβαίνει ακροπατώντας αντίστροφα την κλίμακα της συνειδητοποιημένης γνώσης εντός σχολείου. Με βήματα, διστακτικά, στον περίκλειστο από διαταγές χώρο του, τις απαγορεύσεις και τ’ ακατανόητα φιρμάνια που μπέρδευαν την αλφαβήτα με την μισανθρωπία.

Κι ήταν σε κείνη την πρώτη τάξη, την πρώτη-πρώτη μέρα, που η δασκάλα εξάσκησε πάνω της το προνόμιο της εκπαιδευτικής εξουσίας, εδρασμένο στο τρίπτυχο! «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.»

Κι ο πατέρας της απών στα πρώτα εκείνα βήματα της, μηδέν οι θύμισες του στα απρόσωπα όνειρα της. Μόνο μια φωτογραφία, υποκατάστατο κατασκευασμένης αλήθειας, απεικόνιζε μάζωξη ανδρών, καθισμένων σε βράχο άνυδρο, απότομο, και θάλασσα αγριεμένη στο φόντο. Φωτογραφία λες εντοιχισμένη στο κομοδίνο της μητέρας της, από πάντα και για πάντα. Κάποτε της είχε δείξει μια θολή αρσενική φιγούρα στο κέντρο της φωτογραφίας ανάμεσα σ’ άλλες θολές αρσενικές φιγούρες.

«Ο πατέρας σου», της είχε πει μόνο και την έβαλε ξανά πίσω στο βωμό της.

Όσες φορές είχε αποτολμήσει να μάθει περισσότερα για κείνη τη φωτογραφία και για το μέρος που είχε τραβηχτεί, η απάντηση αόριστη πάντα ήταν: «Στο Νησί».

Κι όμως εκείνο «το Νησί», είχε όνομα, Μακρόνησο το έλεγαν. Λέξη διαγραμμένη από το λεξιλόγιο της οικογένειας, όπως και κάποιες άλλες περίεργες ‘εξορία-εκτοπισμένος-κομμουνιστής.’

Αλήθεια εκείνη η φωτογραφία σε ποιο άλμπουμ να βρίσκονταν καταχωνιασμένη τώρα; Στις αλλεπάλληλες μετακομίσεις της ίσως και να είχε χαθεί.

Κουνά το κεφάλι – Όλα χάνονται τελικά! Κι αναζητά το δικό της άλμπουμ που είχε κλείσει μέσα του στιγμές, όνειρα κι απογοητεύσεις της δικής της ζωής.

Το είδε να εξέχει από τον σωρό των σκορπισμένων ολόγυρα της- το άλμπουμ των μαθητικών της χρόνων.

Φυλλομετρά… Θυμάται…

Τα χρόνια του σχολείου. Την αναγκαστική απομάκρυνση από την ασφάλεια της μητρικής προστασίας. Φοβόταν, μα τα λόγια της μάνας την παρηγορούσαν ή μήπως όχι; Της μιλούσε για το σχολείο της, πως ήταν στην πιο πέρα γειτονιά, εκεί που τα σπίτια είχαν πολλά δωμάτια και όλοι λέγανε πως ήταν πολύ καλό…

Δεν ήξερε η μάνα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, πως σ’ εκείνη την πιο πέρα γειτονιά με τα μεγάλα σπίτια έμενε ένα κορίτσι, που ερχόταν κάπου-κάπου να παίξει στο προαύλιο της εκκλησίας με τα παιδιά της γειτονιάς τους. Το απέφευγε πάντα, γιατί είχε την συνήθεια μόλις την έβλεπε να φωνάζει μπροστά σε όλα τα παιδιά: «Το ξέρετε πως ο μπαμπάς της είναι φυλακή». Για τον δικό της όμως τον μπαμπά πληροφορούσε την ομήγυρη πως ήταν «χασάπης», κι αυτή τον φανταζόταν έντρομη να στέκεται στο μαγαζί του με ματωμένη ποδιά και μπαλτά στο χέρι ανάμεσα σε σφαγμένα αρνιά, μπούτια αγελάδων και γουρουνοκεφαλές.

Ωστόσο, εκείνη η πρώτη μέρα στο σχολείο δεν θα ξεχνιόνταν εύκολα. Η μητέρα είχε φροντίσει να είναι κολλαριστή η πόδια της, ολόλευκος ο γιακάς και καλογυαλισμένα τα παπούτσια της. Πανοπλία εύθραυστη στις έξωθεν επιθέσεις. Καθισμένη στο πρώτο θρανίο περίμενε να μπει η δασκάλα τους στην τάξη, όμορφη και χαμογελαστή. Κι έπαψε να φοβάται…

…Στιγμιαία μόνο, γιατί η δασκάλα ούτε όμορφη, ούτε χαμογελαστή ήταν. Τα σκούρα ρούχα που φορούσε, αντιπαλεύονταν το γκρίζο των μαλλιών της, δεμένων σε σφιχτό κότσο στο πίσω μέρος του λαιμού της, και το διακριτό μουστάκι στο πάνω χείλος της έσπερνε αμφιβολίες για το πραγματικό της φύλο. Σαν εκείνες τις αγέλαστες κυρίες του ‘Κατηχητικού’ στην εκκλησία.

«Καθίστε», είπε μόνο βλοσυρά. Και κρατώντας έναν σιδερένιο χάρακα στο χέρι άρχισε να περιδιαβαίνει τα θρανία κάνοντας συνέχεια ερωτήσεις: πως τις έλεγαν, που έμεναν και κυρίως τι δουλειά έκαναν οι πατεράδες τους. Ακόμα και τώρα τόσα χρόνια μετά βίωσε ξανά εκείνο το τρέμουλο των ποδιών της και την ανατριχίλα στο πίσω μέρος του λαιμού της.

Η κόρη του «Χασάπη» ο εφιάλτης της, στην ίδια τάξη κι εκείνη δεν είχε σταματήσει να την κοιτάζει περίεργα, πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτηση της η δασκάλα αυτή σίγουρα θα φώναζε μπροστά σ’ όλα τα παιδιά πως ο μπαμπάς της ήταν φυλακή…

Οι αγέλαστες ερωτήσεις συνεχιζόντουσαν και η απόσταση από το θρανίο της όλο και μίκραινε, τώρα η δασκάλα στεκόταν μπροστά στο ‘χασαπόπαιδο’, που έλεγε δυνατά πως ο μπαμπάς της ήταν «Κρεατέμπορας.»

Μα όταν ήρθε η σειρά η δική της, η δασκάλα την προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. Πετάχτηκε όρθια να την προλάβει τραβώντας την από το μανίκι.

Θα έδειχνε στο ‘χασαπόπαιδο’ πως ο μπαμπάς ήταν σπουδαιότερος έμπορος από τον δικό της. Κάπου είχε ακούσει τη λέξη, και της άρεσε, έμπορος κι εκείνος, και την ξεφούρνισε…

…«Εμένα ο μπαμπάς μου κυρία είναι σωματέμπορας», στο αθώο της μυαλό είχε έρθει αίφνης η μοναδική φωτογραφία του πατέρα της ανάμεσα σ’ εκείνους τους άλλους άντρες κι έγινε ένα με την εικόνα του χασάπη ανάμεσα στα σφαγμένα ζώα του.

Η δασκάλα σταμάτησε ξαφνικά, το χέρι υψώθηκε υπολογίζοντας με ακρίβεια το σημείο που το χαστούκι θα πονούσε περισσότερο-τα μάτια της άστραφταν από οργή και κακία, «τέτοιες λέξεις απαγορεύονται εδώ μέσα,» ούρλιαξε κι απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας γεμάτη περιφρόνηση…

«Καλά λένε πως και τα παιδιά τους αποκρουστικά σαν τα μούτρα τους τα έχουν κάνει…»

 Διήγημα: “Η δουλειά του πατέρα” • Fractal (fractalart.gr)