Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Ο Πάνος Τουρλής στο https://www.vivliokritikes.com`

 




Η αγαπημένη Κώστια Κοντολέων επιστρέφει με μια συλλογή είκοσι διηγημάτων μικρής κυρίως έκτασης όπου θα βρει κανείς την οικεία παραστατική και δυνατή γραφή της, το ταλέντο με το οποίο καταφέρνει πάντα να στήνει ολοζώντανες εικόνες στο χαρτί και να φέρνει στο φως ιστορίες ανθρώπων ξεχασμένες, απαγορευμένες, διαφορετικές.

 

Βιβλίο Η Ίμα στη Ville d’ Avray

Συγγραφέας Κώστια Κοντολέων

Κατηγορία Συλλογή διηγημάτων

Εκδότης Στιγμός

Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

 

Με βασικούς άξονες το παρελθόν, την παιδικότητα, τις ευκαιρίες για διόρθωση λαθών, τη συγχώρεση, ξεδιπλώνονται δυνατές και άκρως ρεαλιστικές ιστορίες. Στιβαρές περιγραφές, κοφτές προτάσεις, ελάχιστοι διάλογοι, πλούτος εικόνων και συναισθημάτων, υποδειγματική μίξη ρεαλισμού με υπερφυσικό στοιχείο σε κάποια, προσεκτικά τοποθετημένες λέξεις που δίνουν ζωηρότητα και παραστατικότητα σε όσα περιγράφονται και βιώνουν οι χαρακτήρες των ιστοριών («Όταν όλα τα υλικά έφτασαν στην επιθυμητή ένωση, διατηρώντας, ωστόσο, την αυτονομία των αρωμάτων τους, εγκατέλειψαν τη λαϊκότητα της εμαγιέ λεκάνης κι ενέδωσαν στην αριστοκρατικότητα της κρυστάλλινης πιατέλας της σαντορινιάς γιαγιάς…», σελ. 13) είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά των μικρών κειμένων της συλλογής. Ακόμη και οι τίτλοι είναι παράδοξοι, τόσο που κάποια από αυτά με γράπωσαν από την αρχή, όπως το «Ένα λευκό τούλινο φουστάνι πόσο όμορφα καίγεται»! Γιατί κάηκε και υπό ποιες συνθήκες, ποια το φόρεσε, είναι κάποια από τα ερωτήματα που γεννιούνται όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία που αφορά ένα αγόρι εγκαταλειμμένο από τη μάνα του: «Θ’ αφήσει τις φλόγες να το αγκαλιάσουν, να το ταξιδέψουν εκεί που δεν υπάρχουν γυναίκες που εγκαταλείπουν λευκά τούλια σε σκοτεινές ντουλάπες κι αγόρια με βλέμματα κολλημένα πάνω τους» (σελ. 20).

 

Παιχνίδια μυαλού στο «Ασύμμετρο παιχνίδι», ανατριχιαστική και λυτρωτική η ιστορία στο «Δείπνο», συγκινητική «Η δουλειά του πατέρα» όπου το κοριτσάκι ενός εξόριστου και φυλακισμένου στην προσπάθειά του να νιώσει ισότιμο με τα άλλα παιδιά της τάξης κάνει μια γκάφα μπροστά στην αυστηρή και βλοσυρή δασκάλα, έξυπνη «Η μετακόμιση» που γεφυρώνει το ξεχασμένο παρελθόν με το μοντέρνο σήμερα μέσα από μια παράθεση αναπάντεχων όρων σύγκρισης («Επάγγελμα πατρός: Ορφανή-Επάγγελμα πατρός: Δότης»!), υποδειγματικός ο παραλληλισμός στη «Φοβερή προστασία» με το κιρκινέζι και τον διττό του ρόλο, σοκαριστικές οι «Συναλλαγές» και περίπου στο ίδιο μοτίβο το «Φοβάται», μια συνηθισμένη μέρα στη λαϊκή μετατρέπεται σε κάτι αξέχαστο στο «Οι τροβαδούροι της λαϊκής»… Φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει ο Άγιος Παύλος κι έτσι στο «Η Ίρμα στις αυλές της ανέχειας» περπατάμε στα σοκάκια της περιοχής αυτής, γνωρίζουμε τους γείτονες και τις στενές τους σχέσεις, αφού όλοι ήξεραν όλους και γυρνάμε σε μια εποχή όπου μάταια λαχταρούσαν να ζεσταθούν οι άνθρωποι αφού οι πόρτες χάσκανε από παντού. Ηρωίδα είναι η Αφρούλα, «γεροντοκόρη εξ ανάγκης», που καρικώνει γραβάτες και ταΐζει γάτες και μέσα από την καθημερινότητά της που ανατρέπεται με την άφιξη του ραδιοφώνου ταξιδεύουμε σε εποχές που επιμένουμε να εξωραΐζουμε παρά τις δυσκολίες τους. Επίσης, στο «Μια, δυο, τρεις φωνές» ξαναζούμε την τραγωδία του σινεμά στη Λήμνο που ανέπτυξε η συγγραφέας στο μυθιστόρημα «Άννα, το όνομά της» και προσεγγίζουμε την ιστορία με ένα σερί εναλλαγών πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων που μας παρουσιάζει τους ήρωες της ιστορίας με πρωτότυπο τρόπο.

 

«Η Ίμα στη Ville d’ Avray» (συγκερασμένος τίτλος από δύο διηγήματα της συλλογής) είναι ένα συναρπαστικό, ρεαλιστικό και καλογραμμένο σύνολο ιστοριών με διάφορους και διαφορετικούς χαρακτήρες, ποικιλία συναισθημάτων και θεμάτων, ολοκληρωμένους παρά τη σύντομη έκταση χαρακτήρες και πλούσια καλολογικά στοιχεία που με ταξίδεψε, με συγκίνησε, με ιντριγκάρισε αναγνωστικά.


https://www.vivliokritikes.com/%ce%b7-%ce%af%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7-ville-d-avray-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd/?fbclid=IwAR21MucvK9g8XEBbyV6d1QEf9Nv78uwEVIS_UcV8zsZryrAsHn9tCIXIfSg

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

Κριτικές για τη συλλογή διηγημάτων "Η Ίμα στη Ville D' Avray"

 


Η Ίμα στη Ville d’Avray: Αντιμετωπίζοντας τους εφιάλτες της χαμένης αθωότητας

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ / 08-02-2024 / 16:11

CultureNow

Στο νέο της βιβλίο, με τίτλο «Η Ίμα στη Ville d’Avray», η Κώστια Κοντολέων υπογράφει είκοσι διηγήματα για τη χαμένη αθωότητα, τη διαχείριση της μνήμης και τους εφιάλτες του παρελθόντος

 «Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της καθρέφτης μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες θα της πει γι’ ακόμη μια φορά την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις».

 Με αυτή τη συλλογή διηγημάτων η Κώστια Κοντολέων στήνει έναν πραγματικό καθρέφτη μπροστά στην κοινωνία και την αναγκάζει να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, εντοπίζοντας εκεί όλη την παθογένεια της, την ανάγκη διαχείρισης του τραύματος, τον σπαραγμό της έμφυλης εκμετάλλευσης, την απώλεια της αθωότητας, τη συνθλιβή της γυναικείας παιδικότητας, τη δύναμη της μνήμης να φυλλομετρά τις αναμνήσεις και να ανακαλύπτει στιγμές του παρελθόντος και πιθανώς τη λύτρωση μέσα από την προσωπική και συλλογική ωρίμανσή της.

 Η συλλογή περιλαμβάνει είκοσι, μικρής έκτασης, διηγήματα, τα οποία συναπαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο για τη χρησιμότητα της προσωπικής και συλλογικής ενδοσκόπησης που οδηγεί εντέλει στην αυτογνωσία, αφού πρώτα εξαναγκάσει το υποκείμενο να διανύσει μια πορεία οδυνηρή, που, όπως γράφει η ίδια «λειτουργεί σαν τυφλή ανασκαφή στα έγκατα του υποσυνείδητου». Μια ανασκαφή που όσο περισσότερο η συγγραφέας επιδίδεται σε αυτή και διεισδύει στις πιο λεπταίσθητες ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων της τόσο φέρνει στο φως τραυματικές εμπειρίες, η διαχείριση των οποίων θα αποδώσει τις σωστές διαστάσεις στις μνήμες και θα οδηγήσει στη μη λήθη. Άλλωστε, αυτό είναι το ζητούμενο, ενίοτε και η εκδίκηση, όπως συμβαίνει στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, πάντοτε η συναίσθηση της πραγματικότητας αποτελεί το πρωταρχικό βήμα για τη διασφάλιση της προσωπικής πλέον γαλήνης.

 Οι ήρωες της Κώστιας Κοντολέων αναμετρούνται με το παρελθόν, για να περάσουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Τοποθετούν σε συγκεκριμένες βάσεις τα δεσμά τους και τα σπάνε κοιτώντας κατάματα στον καθρέφτη, αντικρίζοντας εκεί τους εφιάλτες των παιδικών τους χρόνων, τους δράκους που συντάραξαν το κορμί τους και βίασαν την ψυχή τους, τις αδυναμίες τους αλλά και τις ευθύνες του περιβάλλοντός τους. Τότε μόνο βρίσκουν τη φωνή τους αλλά και τη δύναμη να γκρεμίσουν εκείνους οι οποίοι δόμησαν το παρελθόν αυτό. Ανακαλύπτουν τα αίτια και τα αιτιατά της δικής τους κατάρρευσης, για να ανασηκωθούν μόνο όταν επινοήσουν μια νέα πραγματικότητα, μακριά από ψευδή δεκανίκια και επινοημένες αλήθειες. Καθώς μέσα από αυτή την κατάρριψη επέρχεται η αυτοθεραπεία. Αναδύεται ο εσώτερος πληγωμένος εαυτός και αναζητά, επιτέλους, την κάθαρση, τη σωτηρία μέσα από τον καθαρμό της αθωότητας που χάθηκε, κάποτε μάλιστα ακαριαία.

 Η συγγραφέας βάζει στο χαρτί τα δεδομένα της κοινωνικής αποδόμησης και καταγράφει τη μοναξιά που γίνεται εφαλτήριο ασύμμετρων παιχνιδιών με τη ζωή των άλλων, τη αδήριτη και αιώνια ανάγκη για δικαίωση, για ταυτοτική συνειδητότητα, για εξιλέωση.

  Στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο Ασύμμετρο παιχνίδι μιλά για αχόρταγες φαντασιώσεις μιας ιδιότυπης φυλακής που οδηγούν στην ψύχωση και εν τέλει στο σπάσιμο των απροσδιόριστων προσωπικών ορίων. Για να ακολουθήσει το εξαιρετικό διήγημα  Το Δείπνο, όπου εκεί στήνει ένα άυλο σκηνικό και κατατεμαχίζει τις μνήμες, αποδίδει ευθύνες, επιδίδεται σε έναν απολογισμό ζωής, για να διαχειριστεί το τραύμα της παιδικής ηλικίας, στον βαθμό που μπορεί, επειδή συχνά η ζωή τυλίγεται σε ένα λευκό τούλινο φόρεμα και τα τούλινα φορέματα καίγονται όμορφα. Λιώνουν στην πυρά της υπόγειας παρακμής που διαπερνά την ίδια τη ζωή και τις αισθήσεις. Στο διήγημα Η επόμενη ημέρα, το μικρότερο σε έκταση αλλά μεγάλο σε βάθος, η μνήμη ηγεμονεύει το παρελθόν όταν η φθορά οδηγεί τον άνθρωπο προς την άυλη διάσταση του θανάτου και η επόμενη μέρα σε μια έκπτωτη πλέον πραγματικότητα, με τον χρόνο μοναδικό και αδέκαστο κριτή της ζωής.

 Η δουλειά του πατέρα είναι το διήγημα που αγγίζει από τη μια το παρελθόν και συνοψίζει στην καταληκτική του φράση το μέλλον της νέας εποχής που έρχεται. Κι ενώ μοιάζει να εστιάζει σε πνιγηρές μνήμες ενός ορφανού παιδιού αναδεικνύει ταυτόχρονα τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς της κοινωνίας για τη νέα τάξη πραγμάτων και τα αποτελέσματά της στις επόμενες γενιές που θα κληθούν να την ενστερνιστούν. Στο ευρηματικό διήγημα Η μετακόμιση το βλέμμα διατρέχει ό,τι εγκαταλείπει, τους τοίχους του σπιτιού, τις γκραβούρες της οικογενειακής συλλογής, το σχολικό τετράδιο, ξεθωριασμένα γράμματα, ακυρωμένες υποσχέσεις και η Κοντολέων στήνει το σκηνικό ενός ιδιότυπου, «αρχέγονου θυσιαστηρίου και κρεμά τα «σφάγια των πολλαπλών αναμνήσεων», όπως γράφει. Για να περάσει στο επόμενο με τον τίτλο Η πασαρέλα του πηλού και να συνοψίσει εκεί τη δύναμη του παράδοξου, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στη μήτρα της ζωής, το χώμα, ενδύεται τη λάσπη και ταυτόχρονα απεκδύεται το φύλο, τα χαρακτηριστικά του, την κοινωνική και ταξική του θέση, την ταυτότητα, τον φόβο, την αιδημοσύνη. Στο Η φοβερή προστασία του ψυχικού και σωματικού βιασμού καταθέτει υπαινικτικά τον συμβολισμό του πουλιού με την παιδική αγνότητα που χάνεται με το μοτίβο του κακού λύκου, μιας αγέλης λύκων καλύτερα, και της κοκκινοσκουφίτσας να υποδηλώνει ξεκάθαρα τη βιαιότητα των πρώτων ακούσιων αγγιγμάτων. Στο «Θα μείνω!», μόνο λέει η τρυφερότητα επιστρέφει περιγράφοντας την πρώτη δυνατή συγκίνηση μιας ανατρεπτικής γνωριμίας που θα αλλάξει τη ζωή δυο ανθρώπων για πάντα για να ακολουθήσουν το εξαιρετικό διήγημα Η Ίμα στις αυλές της ανέχειας με τη μοναξιά και την ανάγκη να ζήσει κανείς το όνειρο να πνίγονται στην ανέχεια μιας αυλής και τους ήχους της Ίμας Σουμάκ να δημιουργεί ψευδαισθήσεις και το Κούκλες με τον καλά ενορχηστρωμένο διάλογο με απρόσκλητες μνήμες και τον εσώτερο εαυτό της ηρωίδας που οδηγεί στη λύτρωση. Μια, δυο, τρεις φωνές τιτλοφορείται το επόμενο διήγημα και εκεί η αφήγηση μεταφέρεται διαδοχικά από την Άννα, τη χαμένη κόρη στην πυρκαγιά του σινεμά της Λήμνου, στον πατέρα της, τον Δημητρό που βιώνει τη μέγιστη απώλεια για να περάσει στον Μάνο, τον γιο του Δημητρού από τον επόμενο γάμο του. Ακούμε έτσι τους τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής να διηγούνται τη δική τους εκδοχή για τον πόνο μπροστά στον βίαιο θάνατο και τις συνέπειές του. Στο Να ζεις και να πεθαίνεις στη Ville d’ Avray, τα όνειρα κάποτε τελειώνουν και τη θέση τους παίρνουν οι εφιάλτες. Ο θείος Σάκης με την παλιά ακρωτηριασμένη φωτογραφία που επιμένει να τη δεις για να σου θυμίσει ότι τα ψαλίδια κάποτε ανοίγουν δρόμους στη λήθη. Η πρώιμη σεξουαλική ταυτότητα αποτυπωμένη σε ένα παλιό λεύκωμα σαν αυτά που είχαν οι νέοι μιας άλλης εποχής με τις ερωτήσεις «τι εστί έρως; Τι εστί φιλία; Τι εστί αγάπη και κάποιες από αυτές να μένουν αναπάντητες και τις φριχτές Συναλλαγές με τον Ευριβιάδη να τάζει κούκλες και καραμέλες σε ένα παιδί και να το βιάζει. Κι επειδή Φοβάται η μητρική αγκαλιά να γίνεται το καταφύγιο από τους παιδιάστικους φόβους και η απώλειά της να σηματοδοτεί τον εγκλεισμό της παιδικής ψυχής στους παντοτινούς εφιάλτες. Οι τροβαδούροι της λαϊκής με το τραγούδι τους στη μέση ενός αστικού τοπίου και οι αθώες φωτογραφίες να επαναφέρουν το μοτίβο της επώδυνης ενηλικίωσης. Η συλλογή κλείνει με το διήγημα Η εκδίκηση που, όπως και στο Δείπνο, η Κοντολέων επιδίδεται σε μια ηχηρή απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους τελικά της οδυνηρής προσαρμογής ενός παιδιού στον κόσμο των μεγάλων.

 Η Κοντολέων υπογράφει είκοσι σπαρακτικά διηγήματα για βλέμματα που αφηγούνται αλήθειες, εξομολογήσεις που δεν έγιναν, ανάσες που κάηκαν, αγγίγματα που θα έπρεπε να απαλύνουν τη ζωή αλλά πόνεσαν, μυρωδιές από καμένες σάρκες ονείρων που στοίχειωσαν τον νου, ιδρώτες που έσταξαν στο μέτωπο της αδιαφορίας και σχέσεις που μάτωσαν το κορμί και την ψυχή της αθωότητας. Και το κάνει με την ίδια γλωσσική αισθητική που χαρακτηρίζει όλο της το έργο. Με μια εκφραστική τρυφερότητα ακόμα και όταν περιγράφει το πιο σκληρό γεγονός, την πιο αιχμηρή αλήθεια, την ψαλιδιά εκείνη που ανοίγει δρόμους στη λήθη αντιπαλεύοντας την πιο επώδυνη μνήμη.

                                                         *******

Ελένη Πριοβόλου:  Κώστια Κοντολέων,  Η Ίμα στην ville  d’ Arvay. Εκδόσεις Στιγμός.

10 Φεβρουαρίου 2024


Τα διηγήματα της Κώστιας Κοντολέων μού πρόσφεραν  μεγάλη αναγνωστική συγκίνηση. Αν η καλή λογοτεχνία γίνεται εαυτός και συνείδηση, τούτα τα διηγήματα κατάφεραν να αισθητοποιήσουν το περιεχόμενό τους και να τα οικειωθώ με όλες μου τις αισθήσεις. Ήπια και  χωρίς σκληρές περιγραφές, αλλά με χειρουργική ακρίβεια, η Κώστια ανοίγει τραύματα, επουλώνει πληγές, θωπεύει μνήμες, ξεσκονίζει παλιές εικόνες ζώντων και τεθνεώτων και ανασύρει μέσα από τα κατακάθια της μνήμης αποστήματα ζωής, κυρίως ανολοκλήρωτης.

 «Ασύμμετρο παιχνίδι» και μια Μαρία που ιδιοποιείται τη ζωή μιας άλλης γυναίκας, άγνωρη η ίδια του πάθους και καταδικασμένη να ζει μια άχαρη ζωή σε ένα άσχημο εκμαγείο. Για να σπάσει την ανία της εισβάλλει κρυφά σε αλλότρια ζωή, εμμονικά θα έλεγα, μέχρι που ταυτίζεται με εκείνη, την όμορφη, την ερωτική, την ποθητή.

 Σκέψη αρρωστημένα ερεθιστική, ίσως και γι’ αυτό την κατακυριεύει. Η παρακολούθηση της γυναίκας γίνεται πια συστηματική. Μαθαίνει τις ώρες που η άγνωστη του απέναντι διαμερίσματος φεύγει από το σπίτι, τις ώρες που γυρνάει. Καταγράφει σχολαστικά τον τρόπο που ντύνεται, τον τρόπο που περπατάει…

 Ακολουθεί ένα δείπνο πολύ ιδιαίτερο με ανασύσταση παλιών οικογενειακών στιγμών, με τα καλά σερβίτσια σε παρέλαση, ένα Σάββατο, όχι όμως  ένα οποιοδήποτε Σάββατο, αλλά των Ψυχών… Το δείπνο είναι ένα διήγημα γεμάτο σπαράγματα και αλύτρωτο πόνο.

 Στράφηκε στη Λεμονιά. «Την προστασία της μάνας ανέθεσες στην αδελφή σου, πόσο αφελής, δεν έβλεπες ή δεν άντεχες να δεις τα σημάδια της κακοποίησής της πάνω στο σώμα μου». Την άκουσε να ψελλίζει. «Δεν ήξερα, πίστεψέ με, δεν ήξερα… Έπρεπε να δουλέψω…» Την κοίταξε. «Έπρεπε να ξέρεις της είπε. Μάνα ήσουνα».

 Στέκομαι στις στοιχειωμένες νύχτες κάποιων παιδικών χρόνων με μόνη παρηγορία το ταξίδι στα βάθη της ζούγκλας μέσα από ένα εικονογραφημένο ανάγνωσμα και ένα τούλινο φουστάνι που το βλέπει να καίγεται όμορφά. Όμως ποιος το βλέπει; Ο άντρας ή το αγόρι; Ένα διήγημα με δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό.

 Στο βιβλίο ακούς τα φυλλομετρήματα παλιών λευκωμάτων που περπατούν τη ζωή αντίστροφα και τα βήματα κάνουν στάσεις στα σημαντικά και ασήμαντα της ζωής, Απολογισμοί, φόβοι, ενοχές ψευδαισθήσεις. Η σκληρότητα της φαινομενικά τρυφερής παιδικής ηλικίας. Η στερεότυπη εκπαίδευση βασισμένη στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και ο πατέρας απών στο νησί που το λεν Μακρόνησο. Η ηρωίδα αποσυνάγωγη της μαθητικής κοινότητας αναγκάζεται να υποδύεται ρόλους να ψάχνει για ταυτότητα, να δηλώσει επάγγελμα πατρός, ανάμεσα στα επαγγέλματα των άλλων πατεράδων με το δεύτερο συνθετικό «έμπορος». Έπρεπε να βρει και αυτή ένα ανάλογο επάγγελμα. Ο δικός μου ο πατέρας κυρία είναι σωματέμπορος. Πικρό, αληθινό, επώδυνο.

 Κατά τη διάρκεια μιας μετακόμισης, ανασύρονται παλιά τετράδια, μπλε κορδέλες, φιόγκοι μαλλιών και ξεθωριασμένες ταυτότητες. Και εδώ στη θέση του πατρικού επαγγέλματος υποδηλώνεται η απουσία καθώς αναγράφεται, επάγγελμα πατρός «Ορφανή». Μια μετακόμιση χαμένη στη σκόνη του χρόνου ή το σφαγείο των αναμνήσεων.

 Η κόρη της  στέκεται μπροστά της ανυπόμονη, «πάλι ξεχάστηκες ανασκαλεύοντας τις αναμνήσεις σου; Αυτές θα μείνουν εδώ, δεν χωράνε στο καινούριο σπίτι. Έλα, σήκω, πρέπει να φύγουμε, έχουμε τόσα να κάνουμε κι ο χρόνος  τρέχει και μας ξεπερνάει…» 

 Ευρηματικότατο η πασαρέλα πηλού, όπου σώματα γερασμένα, καταπατημένα και αλλοιωμένα από τον αδυσώπητο χρόνο, βρίσκουν ομοιογένεια μέσα στο εκμαγείο λάσπης των ιαματικών λουτρών σαν σε εργαστήριο γλυπτικής μιας αλλοπρόσαλλης εικαστικής άποψης.

 Κατέβαιναν χωρίς αιδημοσύνη, χωρίς φόβο, ιέρειες θαρρείς μιας τελετής, ενός λουτρού, που θα έσβηνε τις όποιες ενοχές των σωμάτων τις είχε φορτώσει ο ανάλγητος χρόνος.

 Στη «φοβερή προστασία» η μικρή ηρωίδα λαμβάνει ένα κιρκινέζι ως αντάλλαγμα για να αποσιωπήσει τον βιασμό της. Εκεί κάπου, ένα καλοκαίρι στην επαρχία, μέσα στο ημίφως μια ανεγειρόμενης οικοδομής, στη μυρουδιά της υγρασίας που αποπνέει το φρέσκο μπετόν, μια κοκκινοσκουφίτσα πέφτει θύμα μιας αγέλης λύκων. Και ύστερα; Ύστερα πρέπει να θυμηθεί πως βρέθηκε το μεγάλο πουλί στα χέρια της. Μια αλληγορία σπαρακτική.

 Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Κώστια Κοντολέων επέλεξε την ιστορική μέρα της προσσελήνωσης για να τοποθετήσει το αφήγημα «Θα μείνω, μόνο λέει». Ένας νάρκισσος εαυτός προβάλλει το υπερεγώ του, υπέρμετρα χωρίς καμία αίσθηση της μικρότητάς του μπροστά στο σύμπαν. Φτάνει όμως μια ευάλωτη στιγμή για να κονιορτοποιηθεί ο νάρκισσος εαυτός και να αποκτήσει συνειδητότητα.

 Κι αυτή…. Αν όχι τώρα πότε; Αποφασίζει και τολμά τη μεγάλη ανατροπή, προτιμάει το κάλεσμα του έρωτα από το κάλεσμα της ελευθερίας, το κάλεσμα της σάρκας από το κάλεσμα της γνώσης. «Θα μείνω!» Μόνο λέει. 

 Μια νέα αυλή των θαυμάτων κάπου στην πλατεία Βάθης, σε μιαν αυλή και δυο συνεχόμενες κάμαρες, με λιγοστό νερό και απλόχωρα όνειρα, με την πραγματική ζωή υποταγμένη στις συμβάσεις. Μα η ζωή του ονείρου δίνει φτερά να φτάσει η ταπεινή Αφρούλα να νομίζει πως είναι το ίνδαλμά της. Η Ίμα Σουμάκ. Όμως και για τα αδικημένα πλάσματα υπάρχει ένα μικρό περιθώριο ευτυχίας.

 «Γιατί ζηλεύεις την Ίμα Σουμάκ; Εσύ πιο όμορφα τραγουδάς. Στη δική μας αυλή εσύ είσαι το αηδόνι!» Της είπε. 

 Στις κούκλες δημιουργείται μια όμορφη φαντασιακή συνθήκη, μια ανάγκη συνομιλίας με τον έσω εαυτό, μια λυτρωτική συνομιλία, ένα σκηνικό με κούκλες του κάποτε και του τώρα, μια ιστορία νερένια και αέρινη συνάμα. Τρυφερή αλλά όχι συναισθηματική.

 Το γαϊτανάκι των αφηγήσεων συνεχίζεται με ένα διήγημα που το διαβάσαμε εγκιβωτισμένο στο μυθιστόρημα της Κώστιας «Με λένε Άννα» όπου η Άννα, βιώνει στο νησί της, τη Λήμνο, την κόλαση της φωτιάς μέσα στο σινεμά και νιώθει πολύ κοντά το παγωμένο άγγιγμα του θανάτου. Έκτοτε η ζωή παρασύρει στο ρεύμα της όνειρα και ελπίδες. Μια οικογενειακή σάγκα φυγής και αέναου πένθους.

 Όλα τα διηγήματα, κινούνται σε διαρκή ρυθμό ανάτασης και ύφεσης, ψυχικής έξαρσης και καταβύθισης.

 Κτερίσματα μνήμης και ενδοσκοπήσεων, οδύνες ενός τοκετού από τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου στο διήγημα «Ο θείος Σάκης». Διαρκείς μεταμορφώσεις από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση. Και τα ψαλίδια να ανοίγουν δρόμους στη λήθη, και η λήθη πάντα θα αντιπαλεύεται τη μνήμη.

 Τα λευκώματα και τα ημερολόγια, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση στην προσπάθεια αναζήτησης σεξουαλικής ταυτότητας , μέσα από τα πρώιμα εφηβικά ερωτήματα. «Τι εστί έρως», «Τι εστί αγάπη»… Η πορεία προς την ενηλικίωση, οι ανταρσίες του κορμιού, οι εξάρσεις των ορμονών, αποτελούν το κύριο συστατικό της εφηβείας. Όταν όλα τούτα καταπιέζονται στον γύψο του στερεοτύπου μιας θρησκευόμενης ζωής, γεμάτης απαγορεύσεις και ενοχές, η φύση θα βρει τρόπο εκτόνωσης όλου αυτού του ηφαιστειακού μάγματος. Επίσης ένα τέτοιο περιβάλλον είναι κατάλληλο να εκκολαφτεί ένας οιονεί παιδεραστής, βιαστής ή δολοφόνος. Γιατί οι εγκληματίες παντός τύπου δεν γεννιούνται. Εκπαιδεύονται μέσα στα έθη, της φαμίλιες και τους θεσμούς.

 Φόβοι λοιπόν και ενοχές, πατικωμένα συναισθήματα, εγκλεισμοί και φαντασιώσεις, φαντάσματα και σπαράγματα μιας παιδικής ηλικίας που μας μοιάζει αθώα, αλλά πολύ απέχει από την αθωότητα. Μοιάζει τρυφερή, αλλά βλασταίνει μέσα στην σκληρότητα. Όλα τούτα αποτελούν τη μαγιά για τα υπέροχα διηγήματα της Κώστιας Κοντολέων. Ο συνδυασμός ρεαλισμού, σουρεαλισμού, οι κυματισμοί της γλώσσας και το υποδόριο χιούμορ, κάνουν την ανάγνωση απολαυστική.

                                                 ***** 

Το ασημένιο χρώμα του Καμίλ Κορό [Η Ίμα στη Ville D’ Avray,  Κώστια Κοντολέων]

Σύνταξη: Απόστολος Θηβαίος

13 February 2024, Literature.gr

 Η Ίμα δεν έχει ηλικία. Είναι κάτι σαν τη βροχή, πάντα νέα, σε κάποιον δρόμο. Απόψε οδηγεί για την Μπαρμπιζόν. Πλάι της αρχίζουν οι πρώτες συστάδες του Φονταινεμπλό και ένας παχύς ίσκιος πέφτει παντού. Ο καιρός αλλάζει και η Ίμα μαζεύει υπομονετικά τα χιλιόμετρα που τη χωρίζουν από την πολίχνη. Στην διπλανή θέση ένας ανοιχτός χάρτης με σημειωμένες τοποθεσίες, ζωγραφιές και ένα σωρό αμετάφραστα σκαλίσματα. Η Ίμα οδηγεί όλο και πιο γρήγορα, τα βάζει με τον χρόνο, γλιστράει στον επαρχιακό δρόμο με τα μικρά της φώτα αναμμένα. Και η κούκλα κρεμασμένη από τον καθρέφτη με τα ξεχαρβαλωμένα της χεράκια συμμετέχει στον τρόπο που παίρνει η Ίμα τις στροφές και ακόμη στον τρόπο που μια ιστορία διαδέχεται την άλλη.

Ο φύλακας τη χαιρετά με μια βαθιά υπόκλιση. Ξέρει καλά πως αν οδήγησε τόσα χιλιόμετρα, εκείνο το κορίτσι διαθέτει κάτι περισσότερο από πάθος. Και η ζωγραφιά κατέχει για εκείνη τη σημασία μιας ανάγκης. Το έργο είναι κρεμασμένο σε περίοπτη θέση. Το μουσείο της Μπαρμπιζόν είναι μικρό, πολύ μικρό, σαν τους σταθμούς του σιδηρόδρομου, τους πνιγμένους πάντα σ’άγρια βλάστηση, κάπως μυστηριώδεις και απόκοσμοι.

 Μα θα έχει πάντα μια θέση για τους καλλιτέχνες που αποθανάτισαν τη σκηνογραφία της εποχής, διαμορφώνοντας ένα ολόκληρο ρεύμα μες στις τάξεις του ιμπρεσιονισμού , μια ορισμένη τοπιογραφία. Το δημοσίευμα έλεγε ξεκάθαρα πως στη μικρή και ταπεινή Μπαρμπιζόν θα φιλοξενηθεί το έργο του Κορό με τον τίτλο Ville D’ Avray. Τίποτε σπουδαίο έξω από την πιστή αναπαράσταση του ποταμού και των δέντρων και του επιβλητικού μεγάρου. Όσο για το φως αυτό παραμένει χειμωνιάτικο, κάπως υγρό και αδιαπέραστο. Στη ζωγραφιά υπάρχει σίγουρα μια προοπτική, όπως και στις ζωές, σκέφτηκε καθώς ο φύλακας απομακρυνόταν. Τότε ήταν που τρύπωσε η Ίμα μες στη ζωγραφιά. Είναι φυσικό να μην πιστέψετε λέξη από όλα αυτά, μα υπήρχε κάποιος λόγος που αγαπούσε εκείνο το τοπίο. Ήταν, βλέπετε, κάτι σαν πατρίδα για εκείνη, μια αφήγηση ανάμεσα στις ιστορίες που ανθίζουν και πενθούν και θυμούνται ή παίρνουν εκδίκηση, τις προσωπικές ή όσες γεννιούνται τυχαία, αδέσποτες και μεταφυσικές, ανατρέποντας τις συνηθισμένες τάξεις των πραγμάτων. Ο φύλακας την γύρεψε. Είδε τα μπαγκάζια της και έβγαλε το κασκέτο του για να σκεφτεί. Και έτσι δύσκολο όπως έμοιαζε το εγχείρημα, γρήγορα εγκατέλειψε και πέρασε στο φυλάκιο του. Δεν είδε την Ίμα που περπατούσε προς τη μεριά του δέντρου της ακροποταμιάς. Απ’εκεί διαθέτει όλη τη θέα που χρειάζεται για να ζωγραφίσει σε σκηνές τις εκδοχές του εαυτού μας.

 “Η Ίμα στη Ville D’ Avray”. Με ρούχα δανεικά από τις ιστορίες της ντύνει τον τίτλο της νέας συλλογής διηγημάτων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ευρασία – Στιγμός η Κώστια Κοντολέων. Μεταφράσεις, βραβεύσεις και μια αδιάκοπη παρουσία στα ελληνικά γράμματα και την παιδική λογοτεχνία, καθιστά την έκδοση ένα σημαντικό γεγονός. Ακολουθούν είκοσι ξεχωριστά διηγήματα, φόρμες μικρές ή αλλιώς μικρογραφίες της ζωής ιδωμένες μέσα από τα καλειδοσκόπια. Μια πόλη σκέτος έρωτας και υπενθύμιση μιας πράξης, μιας χειρονομίας που μπορεί να σταθεί δύναμη ακέραια, σημείο μες στην έρημο της μοχθηρότητας ή την απεραντοσύνη του καλού που στέκει αντίβαρο σε έναν ξέφρενο κόσμο. Η Κώστα Κοντολέων αντλεί από τη μεγάλη βιογραφία του, από την εποποιία τη νεοελληνική που επαληθεύει τον άσχημο εαυτό μας. Στα διηγήματά της που θυμίζουν εκείνες τις θαυμάσιες πολαρόιντ τα κορίτσια κερδίζουν την ενηλικίωσή τους με τον δύσκολο τρόπο, με ένα τσούξιμο περνούν από την αθωότητα στην άλλη πλευρά. Οι κούκλες τους τότε πέφτουν και πεθαίνουν και απομένουν μονάχα οι ιστορίες, γραμμένες απλά, δίχως φτιασιδώματα να στοχεύουν στο κέντρο της συγκίνησης.

 “Η δουλειά του πατέρα”, “Η φοβερή προστασία”, “Αθώες Φωτογραφίες”, “Οι τροβαδούροι της λαϊκής” μερικοί από τους τίτλους των μικρών μυθιστορημάτων της δημιουργού. Σε αυτά θα συναντήσεις την Ελλάδα των κοινωνικών φρονημάτων μα και μια άλλη που χωρίζει απ’αγάπη ώσπου την τελευταία στιγμή να πει “θα μείνω”, συνοψίζοντας όλα τα γραμμένα της καρδιάς της. Είκοσι διηγήματα που περνούν σαν ατμόπλοια, που κινούνται έξω από τον χρόνο, βαριεστημένα σαν κάτι να αποκαλύπτουν και ύστερα σβήνουν σαν φωτοβολίδες. Ίσως η αφήγηση, εκείνη η ιστορία που έχουμε να πούμε μας δείχνει πάντα τι ακριβή που είναι η ζωή μας. Άλλοτε μια αναπαράσταση ψυχογραφική και πάλι κάτι από μνήμη και έκπαγλη, λεπιδωτή λαμπρότητα αρκούν για να χαρίσουν μια αυτόνομη βιογραφία σε κάθε μια από τις ιστορίες. Και ας μην γνωρίζουμε όλες τις λεπτομέρειες για τον Θείο Σάκη, μπορούμε εντούτοις να αναγνωρίσουμε πως έτσι διακριτικά καθώς ζει κατορθώνει να απαλλαγεί από το βάρος του εαυτού του αφού τη βρώμικη δουλειά αναλαμβάνουν οι λέξεις. Η Κώστια Κοντολέων κλείνει λογαριασμούς, θυμάται, βρίσκει τον δρόμο κάπου στην ενδοχώρα του Μεξικού ή στα ερείπια ενός πολιτισμού ξεχωρίζει τη συγκλονισμένη ψυχή. Καθένα από εκείνα τα δράματα μοιάζει με φίδι αθώο μες στη νάρκη του. Το ξυπνούν οι λέξεις που φθάνουν από κάθε μεριά και το νωπό σκοτάδι και ίσως η προδιάθεση της ίδια της δημιουργού κάτι να διακόπτει από τη χειμωνιάτικη εποχή της. Κάπου μας προσμένει το κουφάρι μιας σταυρωμένης επιθυμίας, εμάς, που βρίσκουμε μια θέση μες στα διηγήματα των εκδόσεων Στιγμός. Αθωότεροι όλων των ανθρώπων επιτρέπουμε στον ρεαλισμό να διαμορφώνει μια λαϊκού τύπου ηθογραφία, μια σύνοψη του μεγάλου συναξαριού που ντύνουν τα άμφια του χρόνου. Ιστορίες ακατέργαστες, αποσπάσματα και ανεπαίσθητοι τριγμοί αφήνουν να αποκαλυφθεί η ανθρώπινη πλοκή τους. Γυρεύουν να στερεώσουν την αίσθηση, να αφήσουν τον υπαινιγμό μιας ποίησης συγκαλυμμένης. Αφήνουν κατά μέρος τα εργαστήρια, εγκαταλείπουν τον σκοπό, την ελπίδα, τη σκέψη να σταθούν δίχως την ανθρώπινη αφορμή τους. Δίχως εκείνη τα διηγήματα της ‘Ίμα” θα παραστράτιζαν από τον χαρακτήρα τους τον αυθεντικό και θα αποτελούσαν προϊόντα μιας επεξεργασίας που στέκει μακριά από την ειλικρίνεια της τέχνης, εκείνης που γυρεύει την αμεσότητα της μουσικής. Μια έλξη φυσική και ανεξήγητη κυριαρχεί, μια διάσταση ψυχική στα είκοσι υπέροχα κείμενα της έκδοσης. Όλα γυμνώνονται και απομένουν τα συναισθήματα και οι ανθρώπινες επιλογές και οι ψίθυροι πίσω από τους θορύβους των δρόμων. Αρκεί η ανθρώπινη εμπειρία, έτσι όπως την αποκρυσταλλώνει η μουσική, αρκεί η θέληση να σεργιανίσει κανείς τις απέραντες σκηνές ή της μνήμης του τα χαλάσματα. Θα βρει εκεί τα υλικά, τις ιστορίες θα βρει που καθώς μπαίνουν στη σειρά κάνουν τα ανθρώπινα υποφερτά.

 Να κρατάς ζωντανό το πάθος του κόσμου που καταστρέφει αυτός εδώ ο αιώνας της απέραντης λογικής, να ρίχνεις κάτω από το φως τις στιγμές και τα πρόσωπα. Κάτι αρχέγονο, κάτι πιστό στ’ακατανόητο μυστήριο που τελικά υπογράφει τις ζωές μας, να παραμένει ζωντανό όπως στις ιστορίες της ‘Ίμα”, κουβέντες χαμηλόφωνες και εμπιστευτικές. Να βιώνεις λέει, από την αρχή, μες στις ιστορίες, τις κραυγές, τους στεναγμούς, τις στάσεις και τις αποστάσεις παραμένει το κρυφό ζητούμενο των είκοσι διηγημάτων που η Κώστια Κοντολέων και οι εκδόσεις Ευρασία – Στιγμός φέρνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μικρές εξορίες, νησιά μέσα μας, πατρίδες πνιγμένες κάτω από στρώματα χρόνου και άλλοτε οι φόβοι μας σε πρώτο πλάνο. Άνθρωποι που υπηρέτησαν τη θητεία στο τραύμα, έτσι όπως το διέσωσε για πάντα ο Παπαγιώργης, γίνονται τα τρεμάμενα φώτα που δείχνουν απόμακρα μα επίμονα σε κάποια ερημιά. Σύντομες αφηγήσεις, δίχως απαντήσεις και δίχως τέλος, βαθιά πηγάδια με την ανθρώπινη άβυσσο γλαφυρή και αναλλοίωτη.

 Ξημέρωνε όταν η Ίμα βγήκε από τη ζωγραφιά. Γλίστρησε από την κορνίζα και πέρασε σε τούτη την πλευρά. Στη ζωγραφιά τίποτε δεν είχε αλλάξει. Έξω η Μπαρμιζόν πνιγόταν στην ομίχλη. Η Ίμα είχε μαθητεύσει στον πόνο εκείνου του ποταμού όπως οι ιστορίες διδάσκονται τον πόνο του ανθρώπου. Για να τον μεταφέρουν μια άλλη φορά αυτούσιο, σαν χρονικό μυθιστορηματικό. Η φρόνηση και η πίστη, η τόλμη και η υπερβολή, η συντριβή και η κουρελιασμένη ψυχή , όλα βρίσκουν μια θέση, μια αφορμή να φωτιστούν τ’αφώτιστα των δικών μας πράξεων.

 Ο φύλακας την χαιρέτησε και η Ίμα γλίστρησε μακριά από την χίμαιρα. Θα πήγαινε στην Ville D’ Avray μα ήταν απροσπέλαστοι οι δρόμοι. Γύρεψε το βιβλίο που είχε χωθεί ανάμεσα σε άλλα πράγματα, ετερόκλητα, σχεδόν τυχαία και δίχως λόγο ύπαρξης. Ίσως σε μερικές μέρες από σήμερα να πήγαινε ως εκεί. Λέγεται πως έζησε και ο Τρότσκι κάποτε σε εκείνο το μέρος. Πόσα δραματικά παιχνίδια δεν θα στηθήκανε σε εκείνο το προάστιο, πόσες φορές δεν θα βρεθεί ο αναγνώστης εμπρός σε μια εκδοχή του, σε μια σκηνή που γρήγορα θα ξεθωριάσει. Πόσες φορές δεν θα χαθεί το σύννεφο και οι σκιές, πόσες φορές δεν θα προχωρήσουμε τη ζωή μας με μια αλληγορία, χαμένοι για πάντα.

 Η Ίμα αποκοιμήθηκε. Χρόνια αργότερα, σημείωνε στο χαρτί. “Η Ίμα της Ville D’ Avray”, κρατώντας δίχως εξήγηση πραγματική αυτό το όνομα. Της θύμιζε τον εαυτό της, μια ηρωίδα μες στις ιστορίες της και εκείνη, μια ηρωίδα που γυρεύει να ανταλλάξει το πρόσωπό της. Η μοναξιά της συναντιέται με όλες εκείνες τις ιστορίες, αυτές που διαθέτουν μια ανθρώπινη χροιά. Είναι άσυλα οι ιστορίες, για παιδιά όπως η Ίμα με το τζιν τους λερωμένο από σοκολάτα και καπνό, είναι αθώες φιλίες αυτές που στερεώνονται με ήρωες σπασμένους και καθημερινούς, με δικούς μας εαυτούς.

 Οι εκδόσεις Ευρασία – Στιγμός και η Κώστια Κοντολέων προτείνουν στο κοινό την “Ίμα της Ville D’ Avray”. Η Ίμα διαλέγει μια ιστορία και φεύγει. Κοιτάζει από το παράθυρο τους σταθμούς, τα λιμάνια, τα χαλάσματα, τα σταυροδρόμια και τα κράσπεδα, τα γεμάτα μάτια. Κάποιος ρωτάει τον γέρο φύλακα για το παράξενο κορίτσι. “Ήταν ένα στοχαστικό κορίτσι” αποκρίνεται και ξεμακραίνει , με την απόσταση να μεγαλώνει ανάμεσα σε εκείνον και την πραγματικότητα, στην αρχή λεπτά και ανεπαίσθητα πάντα. Σαν να υφαίνει κανείς, μια ιστορία, ακριβώς έτσι.

                                                       ****

Η Ίμα στη Ville d’Avray

 Dominica  

13/2/2024

 

Γράφει η Κυριακή Γανίτη(Dominica Amat)

 

Είναι κάποια βιβλία που δεν μπορείς να τους αντισταθείς, όσο κι αν το προσπαθείς... Αντιθέτως, καταφέρνουν να σε βάζουν στην διαδικασία να τα διαβάζεις ξανά καί ξανά καί κάθε φορά να αντλείς από εκείνα καί κάτι το διαφορετικό. Πώς να σας το περιγράψω σωστά; Σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο για πολλοστή φορά καί να έχεις την αίσθηση πως όχι μόνο είναι κάτι νέο, αλλά να σου ''ανοίγει'' κι άλλα παράθυρα σκέψης καί οπτικής. Ναι, είναι αυτό που λένε ''βιβλία πολλών αναγνώσεων καί πηγαίων νοημάτων''... Όχι, δεν είναι τόσα πολλά τα βιβλία που ανήκουν στην συγκεκριμένη κατηγορία. Τουλάχιστον, αν κρίνω απ'αυτά που εγώ έχω διαβάσει όλα αυτά τα χρόνια. Κι εκεί, ίσως να οφείλεται το γεγονός πως αυτά τα βιβλία ξεχωρίζουν σαν άλλα πολύτιμα πετράδια μέσα στο σύνολο...

 Μεγάλος ο πρόλογός μου καί είναι αλήθεια πως υπάρχουν στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να παρασύρεται από τα όσα μου ''γέννησε'' στην ψυχή καί στον νου ένα βιβλίο που διάβασα καί αρχίζω να μιλώ καταργώντας κάθε σημείο στίξης... Ο λόγος, λοιπόν, για το νέο μυθιστόρημα της συγγραφέως Κώστιας Κοντολέων, με τίτλο ''Η Ίμα στη Ville d’Avray", το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στιγμός. Καί για να σας προλάβω, μην ψάξετε να βρείτε κάποιο κρυφό, ή, φανερό μήνυμα πίσω απ'αυτόν (τον τίτλο), καθώς προέρχεται μέσα από ένα κείμενο του βιβλίου. Α, συγγνώμη! Ξέχασα να σας πω πως πρόκειται για μία ιδιαίτερη συλλογή διηγημάτων, που μέσω του κοινωνικού πλαισίου στοχεύει καί αναδεικνύει ένα ανθρωποκεντρικό στοιχείο, που μας αφορά, ανεξαιρέτως, όλους κι όλες...

 Θυμάστε που σας είχα μιλήσει, σε προγενέστερο άρθρο μου, για την δύναμη των μικρών βιβλίων καί δη των συλλογών διηγημάτων; Ε, λοιπόν, το παρόν έργο ήρθε για να επιβεβαιώσει, για ακόμη μία φορά, την άποψή μου πως οι μικρές φόρμες βιβλίων είναι πιο απαιτητικές καί δύσκολες ως προς την διαχείριση, σε σχέση με μεγαλύτερου όγκου βιβλία. Καί αυτό, διότι ο/η εκάστοτε συγγραφέας καλείται να πει τα πάντα μέσα από μία συγκεκριμένη καί περιορισμένη φόρμα. Το κείμενο οφείλει να είναι άρτιο από άποψη δομής καί νοημάτων, αποδεικνύοντας πως τα λίγα λόγια είναι καλύτερα από τα πολλά. Εκείνα στοχεύουν στην ουσία καί στην αλήθεια που προκύπτει μέσω αυτών καί μας κλονίζει συθέμελα...

 Γνώριζα την Κώστια Κοντολέων ως συγγραφέα, δίχως να έχει τύχει, μέχρι τώρα, να διαβάσω κάποιο έργο της, μα να που για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Καί ναι, νιώθω ευγνωμοσύνη που η κατάλληλη συγκυρία ήταν μέσω της εν λόγω συλλογής διηγημάτων. Διηγήματα αυτοτελή καί ταυτόχρονα, ''ενωμένα'' -ως προς την θεματική τους- που μας διαπερνούν καί μας κάνουν να νιώθουμε σαν να ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες τόσο με τον ίδιο μας τον εαυτό, όσο καί με τις λοιπές όψεις της κοινωνίας που παίρνουν μορφή πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών/στριων της εκάστοτε ιστορίας...

 ''Κυκλοφορώντας άλλοτε σε περιοχές του «τότε», σπανιότερα σε ατραπούς του «μετά» κι επιστρέφοντας κάποια στιγμή στην επικράτεια του «τώρα», συναντιέμαι με παίχτες ασύμμετρων παιχνιδιών, συμμετέχω σε δείπνα όπου θα κλείσουν ανοιχτοί λογαριασμοί του παρελθόντος, περιπλανιέμαι στα άγρια μονοπάτια της ζούγκλας του Μεξικού, μετέρχομαι μετακομίσεις, παρασύρομαι από την Ίμα τη γλυκόλαλη Περουβιανή, εγκαθίσταμαι για σύντομα χρονικά διαστήματα στις αυλές της ανέχειας, ανακαλώ τον έρωτα σε ανεμοδείχτη εκκλησιάς μικρής πολιτείας, ενώνω τη δική μου φωνή με εκείνες των δικών μου τεθνεώτων, παρακολουθώ την ιδιότυπη πασαρέλα πήλινων –τάχα μου!– σωμάτων, σκιάζομαι από δήθεν αθώες φωτογραφίες, υποκύπτω στη γοητεία της καθυστερημένης εκδίκησης… Τελικά, πρέπει κάποιος να μιλήσει και για τον θείο Σάκη…

Εγώ! – αποφασίζω.

Μα ποιος θα τολμήσει –ίσως;– να με ακούσει;" (Από το οπισθόφυλλο)

 Η δημιουργός Κώστια Κοντολέων είναι μία χαρισματική συγγραφέας καί δεν χρειάζεται να το πω εγώ, αλλά αποδεικνύεται, περίτρανα, μέσα από το συνολικό της έργο. Καί πιο συγκεκριμένα, η διεισδυτική, αιχμηρή, ευφυής καί συνάμα τρυφερή γραφή της βοηθά ώστε να έρχονται στην επιφάνεια επιθυμίες, λάθη, τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, όνειρα, προσωπικές σχέσεις, καίρια ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία ζωής μας, προκαταλήψεις, επιβεβλημένα ''πρέπει'', αλλά καί μία ηθική καί κανόνες μίας άλλης εποχής. Κι όλα αυτά απογυμνωμένα από τις όποιες φιοριτούρες καί δήθεν τάσεις δικαιολογίας... Ναι, θα σταθούμε στο πλάι των προσώπων καί μαζί τους θα οδηγηθούμε προς την όποια λύτρωση καί απεμπλοκή από τα όποια δεσμά μας κρατούν πίσω καί δεν μας επιτρέπουν να ''ανασάνουμε''....

 Συμπέρασμα; Η συλλογή διηγημάτων ''Η Ίμα στη Ville d’Avray" είναι από εκείνα τα βιβλία που αξίζουν τον χρόνο καί της προσοχής σας. Εγώ έμεινα άκρως ικανοποιημένη από την ανάγνωσή του καί μελλοντικά, θα αναζητήσω κι άλλα έργα της συγγραφέως.

Καλή ανάγνωση.