Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

booklovers


 

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Άννα, το όνομά της, Κλειδάριθμος

 Γράφει η Νέλλη Αλεξοπούλου

Ήταν 29/9/1939 όταν ξέσπασε μια πυρκαγιά σε κινηματογράφο της Λήμνου από την οποία έχασαν τη ζωή τους δεκάδες άτομα, ανάμεσα στα οποία και παιδιά. Το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για να γράψει η Κώστια Κοντολέων το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Άννα, το όνομά της» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.Στις σελίδες του μέσα από μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία,  χαρτογραφείται το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.


Ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Δημητρός ο οποίος βιώνει μια μεγάλη απώλεια. Κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς χάνει την αγαπημένη του μοναχοκόρη, την Άννα και τη σύζυγό του. Η εμπειρία αυτή είναι επώδυνη και τον συγκλονίζει συθέμελα. Τον ακολουθεί σαν εφιάλτης παντού και τον στοιχειώνει. Ώσπου γνωρίζει μια άλλη Άννα που θέλει να τον παρασύρει στον δικό της κόσμο και να ευτυχήσουν μαζί. Όμως, αυτή η αόρατη συνεχής σύγκριση μεταξύ πρώτης γυναίκας και δεύτερης είναι πάντα εκεί.


Η συγγραφέας ιχνηλατεί την απώλεια και τη δύναμη που έχει το παρελθόν να εισδύει, συχνά ακόμα και να καθορίζει το μέλλον. Από τις πρώτες κιόλας αράδες, το βιβλίο της Κώστιας Κοντολέων κερδίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ήσυχη και στοχαστική η γραφή της –ακόμα και όταν αφηγείται τραγικά συμβάντα–, ανεπιτήδευτη και ειλικρινής, σε μεταφέρει στον κόσμο των ηρώων και σε κάνει να συμπάσχεις και με τους δύο. Παρότι όταν διαβάζεις την Άννα, συμπονάς τον Δημητρό για αυτά που πέρασε, δεν μπορείς όμως να να μην πάρεις το μέρος της Άννας/Νίτσας.


Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο ιδιαίτερο που δημιουργεί πληθώρα συναισθημάτων και σε προβληματίζει για την δύναμη του παρελθόντος και την ανάγκη της επικράτησης του παρόντος και του μέλλοντος.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Κριτική στο Book Press

 

kostia kontoleon 1

Για το μυθιστόρημα της Κώστιας Κοντολέων «Άννα, το όνομά της» (εκδ. Κλειδάριθμος).

Της Λεύκης Σαραντινού

«Να μείνουν οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς!» Η φράση αυτή περικλείει νοηματικά τη βασική ιδέα του βιβλίου, πάνω στην οποία δομεί τον σκελετό του πρωτότυπου μυθιστορήματός της, με τίτλο Άννα το όνομά της η συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων.

Ο Μήτσος Τιμολέων είναι εξέχων δημόσιος υπάλληλος σε μια υπηρεσία της Λήμνου εν έτει 1930. Είναι παντρεμένος με τη Φρόσω και έχουν μια εξάχρονη κόρη της Άννα. Όμως, η αταραξία της ζωής του θα διαταραχθεί ανεπανόρθωτα όταν μάνα και κόρη θα χάσουν εντελώς απρόσμενα τη ζωή τους κατά τη διάρκεια μιας τυχαίας πυρκαγιάς σε έναν κινηματογράφο στο νησί. Ο Μήτσος, ο οποίος δεν βρισκόταν μαζί τους την τραγική εκείνη βραδιά, καταδικάζεται έκτοτε να μείνει μόνος στη ζωή, με μοναδικό σύντροφό του τις τύψεις που τον κατατρύχουν ανελέητα, αφού δεν βρισκόταν και αυτός μαζί με την οικογένειά του εκείνη την τραγική στιγμή. Συντετριμμένος, ορκίζεται να μην ξαναπατήσει το πόδι του στο νησί και παίρνει μετάθεση για την Αθήνα. Εκεί θα γνωρίσει μια νέα γυναίκα, η οποία, εντελώς συμπτωματικά θα φέρει και αυτή το ίδιο όνομα με την κόρη, αλλά και τη μάνα του: Άννα.

«Να μείνουν οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς!»

Η νέα Άννα θα καταφέρει σταδιακά να αφυπνίσει τον κοιμισμένο ερωτισμό του, με αποτέλεσμα σύντομα οι δυο τους να αποφασίσουν να ενώσουν τις τύχες τους με έναν νέο, για τον Μήτσο, γάμο. Η Άννα όμως δεν θα καταφέρει, παρ’ όλες τις προσπάθειές της να τον κάνει να ξεχάσει τη φρικτή απώλεια που υπέστη. Αν και θα κάνουν μαζί ένα παιδί, αυτή τη φορά αγόρι, τον Φίλιππο, ο Μήτσος –ο οποίος ονομάζεται πλέον Δημητρός– θα εξακολουθήσει να δυσκολεύεται να αφήσει οριστικά πίσω του όσα τον πλήγωσαν ανεπανόρθωτα και να δημιουργήσει μια εντελώς νέα ζωή, απαλλαγμένη από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Εντελώς λανθασμένα και αψυχολόγητα θα πέσει στην παγίδα να συγκρίνει διαρκώς τις δύο οικογένειές του, με αποτέλεσμα να υποστούν τις δυσάρεστες ψυχολογικές συνέπειες από αυτή τη σύγκριση, όχι μόνον ο ίδιος, αλλά και η Άννα και ο Φίλιππος.

Η Κώστια Κοντολέων, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και οικογενειακά αρχεία, ανασυνθέτει μυθιστορηματικά τη ζωή του τραγικού αυτού άνδρα και, παράλληλα, εξετάζει τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα τα οποία βίωσε η οικογένεια Τιμολέων, όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η ανοικοδόμηση και ο εξευρωπαϊσμός της ζωής στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50, αλλά και η Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Πρόθεση της συγγραφέως δεν είναι όμως η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, αλλά η αφήγηση της ζωής των μελών της οικογένειας Τιμολέων με βασικό άξονα τη διείσδυση στην ψυχολογία των ηρώων, τους οποίους ταλανίζει μονίμως το προαναφερθέν μότο: «Να μείνουν οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς».

Η Κοντολέων σκιαγραφεί εξαιρετικά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις ενός ανθρώπου που θέλει να ξεχάσει, αλλά οι μνήμες δεν τον αφήνουν και καταδικάζεται να ζει διαρκώς μέσα στη δυστυχία.

Η Κοντολέων σκιαγραφεί εξαιρετικά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις ενός ανθρώπου που θέλει να ξεχάσει, αλλά οι μνήμες δεν τον αφήνουν και καταδικάζεται να ζει διαρκώς μέσα στη δυστυχία. Επιπλέον, η αδυναμία του αυτή να αφήσει πίσω το επώδυνο παρελθόν βασανίζει τόσο τη γυναίκα του, όσο και τον γιο του, οι οποίοι διαβιούν μονίμως μέσα σε μια ατμόσφαιρα τεταμένη στο σπίτι και απέχουν παρασάγγας από το να θεωρηθούν μια φυσιολογική ελληνική οικογένεια. Η ευτυχία και η κανονικότητα δεν θα μπορέσουν ποτέ να έχουν πραγματική θέση σε αυτό το σπίτι στη συνοικία της Ανάληψης της Αττικής.

klidarithmos kontoleon anna to onoma tisΠαράλληλα, η συγγραφέας αφηγείται παρασκηνιακά και τη ζωή της αδελφής της Άννας –η οποία, παρεμπιπτόντως, επίσης αλλάζει το όνομά της σε Νίτσα, προκειμένου να βοηθήσει τον Δημητρό να ξεχάσει–, δηλαδή της Αγγέλας και του συζύγου της. Αποφεύγει έτσι, εντέχνως, την επικέντρωση στον βασικό χαρακτήρα του διηγήματος, ενώ μεγάλο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει και η αφήγηση της ζωής του γιου του Δημητρού, του Φιλίππου, ο οποίος ως ενήλικας πλέον, θα ανοίξει τα φτερά του προς μια νέα, εντελώς δική του ζωή και θα καταφέρει να ξεφύγει από τη νοσηρή αύρα του σπιτιού του.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και απεικονίζει με ενάργεια τα ήθη μιας τυπικής αστικής οικογένειας στην Αθήνα κατά τα μέσα του 20ου αιώνα. Εκτός από το βασικό μοτίβο του βιβλίου, την απώλεια δηλαδή αγαπημένων προσώπων και της αδυναμίας μας να την ξεπεράσουμε, η Κώστια Κοντολέων καταπιάνεται θεματολογικά και με άλλα ζητήματα, όπως την απώλεια της αθωότητας της παιδικής μας ηλικίας και του απογαλακτισμού από τη μητρική αγκαλιά, καθώς και το ζήτημα της αποδοχής των γονέων ότι κάποτε τα τέκνα τους ενηλικιώνονται και, μοιραία, θα βάλουν πλώρη για αλλού.

Εντυπωσιάζει επίσης στο βιβλίο η χρήση του αφηγηματικού ενεστώτα καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, μιας αφήγησης η οποία διατηρεί στο μέγιστο βαθμό την ενάργειά της παρά το γεγονός ότι το βιβλίο περιέχει ελάχιστους διαλόγους. Η συγγραφέας όμως διατηρεί αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή που βλέπει και αναδιηγείται κυριολεκτικά τα πάντα, από τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας των πρωταγωνιστών, μέχρι και τον βαθύτερο ψυχισμό τους.


* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφοσκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Για πόσο ακόμη καιρό μάνα και κόρη, άυλες παρουσίες, θα συνεχίσουν να διαφεντεύουν ένα σημαντικό μέρος της ζωής του Δημητρού; Κλείνει τα αυτιά της να μην ακούει το θρηνητικό τραγούδι του με αποδέκτες εκείνες, πάντα παρούσες-απούσες ν’ απαιτούν μερίδιο από την καινούρια ζωή του. Σαν αναστραμμένα είδωλα ενός καθρέφτη που επιμένει να μπερδεύει ζώντες και τεθνεώτες, ονόματα και ιδιότητες, το τότε με το τώρα».

Συνέντευξη στο vivlio life

 

Κώστια Κοντολέων: συνέντευξη στην Μαρία Τσακίρη

Λήμνος, δεκαετία του ’30. Ένα οθωμανικό τζαμί μετατρέπεται σε κινηματογράφο και ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος. Όλοι θέλουν να παρακολουθήσουν, για πρώτη φορά, μια ταινία με μουσική και ήχο. Η πρόχειρη κατασκευή τυλίγεται στις φλόγες και η πολύνεκρη τραγωδία συνταράσσει την Ελλάδα. Η βαθιά ανθρώπινη ιστορία της Κώστιας Κοντολέων στηρίζεται σε οικογενειακά αρχεία, που έφθασαν στα χέρια της από πρόσωπα που είχαν άμεσα ή έμμεσα βιώσει τις δραματικές στιγμές που έζησε το νησί. Τα κρατούσε φυλαγμένα σ’ ένα πακέτο τυλιγμένο με κόκκινη πετσέτα, μέχρι που έφθασε η ώρα να αποκτήσουν τίτλο και εξώφυλλο. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Εκεί μέσα υπήρχαν κτερίσματα αγάπης, γράμματα που είχαν σφραγίσει τον έρωτα του Δημητρού με την Φρόσω, μια τούφα από τα μαλάκια της μικρής Άννας, ένα δαχτυλίδι της Φρόσως. Και έπρεπε να αποκτήσουν την υπόσταση που τους άξιζε». Είναι οι ήρωές της και πράγματι απέκτησαν την υπόσταση που τους άξιζε!
  • «Άννα, το όνομά της». Ένας ιδιαίτερος τίτλος που εστιάζει σε ένα γυναικείο όνομα. Ποια είναι η Άννα και πώς αποφασίσατε να κάνετε το όνομά της τίτλο του βιβλίου σας;
    Το όνομα Άννα είναι καρμικό για τον ήρωα του μυθιστορήματός μου. Επαναλαμβάνεται συνέχεια. Από τη γέννηση του ως το τέλος του βίου του. Οι τρεις φορείς του εναλλάσσονται σταδιακά κομιστές άθελα τους της τραγικότητας της ζωής του. Η πρώτη Άννα εκείνη που του έδωσε ζωή! – η μάνα. Η δεύτερη Άννα εκείνη που πήρε ζωή από αυτόν! – η θυγατέρα. Και η τρίτη Άννα! – η νέα γυναίκα. Οι ρόλοι τους στην ζωή του καθόρισαν το χτες του, το παρόν του, το μέλλον του. Δικαιωματικά τους ανήκει ο τίτλος του βιβλίου.

  • Λήμνος δεκαετία του ’30. Ίσως λίγοι γνωρίζουμε πως ένα οθωμανικό τζαμί που είχε μετατραπεί σε κινηματογράφο τυλίχτηκε στις φλόγες. Δώστε μας κάποια στοιχεία από το πραγματικό συμβάν.
    Ήταν σημαδιακή μέρα η 9-9-39. Τα τρία μοιραία εννιάρια μιας τραγωδίας που συντάραξε όχι μόνο τη Λήμνο αλλά και όλη την Ελλάδα. Για μέρες έγραφαν οι εφημερίδες για την πυρκαγιά της Λήμνου με του 58 νεκρούς και τους διασωθέντες τραυματίες με ελαφρά ή σοβαρά εγκαύματα. Σήμερα η κοινή γνώμη εθισμένη στις μαζικές καταστροφές δεν επηρεάζεται στον ίδιο βαθμό. Στη Μύρινα την πρωτεύουσα της Λήμνου (τότε λεγότανε Κάστρο), ένα οθωμανικό τζαμί μετατρέπεται προχείρως σε κινηματογράφο. Είναι η πρώτη φορά που θα προβληθεί ταινία ομιλούσα και γι’ αυτό η προσέλευση του κόσμου μεγάλη. Ωστόσο οι έξοδοι κινδύνου έχουν ερμητικά κλειστεί, τα παράθυρα σφραγιστεί με φύλλα τσίγκου προς αποφυγή τζαμπατζήδων και η μοναδική πόρτα ανοίγει προς τα μέσα. Την φωτιά που ξεσπάει ακολουθεί πανικός και πανδαιμόνιο, ενώ η στέγη και οι τοίχοι καταρρέουν μέσα σε δέκα λεπτά εγκλωβίζοντας πολλούς από τους θεατές. Ήταν αυτή η τραγική ιστορία η απαρχή του μυθιστορήματος μου.

  • Την εποχή εκείνη ο «σινεμάς» ήταν μεγάλο γεγονός. «Βγήκαν τα ρούχα τα καλά απ’ τις ντουλάπες, βάφτηκαν τα παπούτσια, ξεσκονίστηκαν οι τσάντες», γράφετε. Κάθε πότε, άραγε, οι νησιώτες μας είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν μια ταινία;
    Σπάνια και μάλιστα οι συγκεκριμένες προβολές είχαν την προχειρότητα αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε αρπαχτή. Γίνονταν χωρίς προδιαγραφές ασφαλείας για τους θεατές σε πρόχειρους και ακατάλληλους χώρους. Αλλά λόγω της σπανιότητας τους θεωρείτο καλλιτεχνικό γεγονός και τραβούσε σαν μαγνήτη τον κόσμο, θα ήθελα εδώ να προσθέσω πως οι μέχρι τότε απόπειρες προβολής αφορούσαν ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Η συγκεκριμένη, που αναφέρεται στο μυθιστόρημα μου, ήταν για πρώτη φορά ομιλούσα γι’ αυτό και η προσέλευση του κόσμου μεγάλη.

  • Αναζητώντας πληροφορίες για κείνη τη μαύρη μέρα, μήπως αναζητήσατε και ποια ήταν η μοιραία ταινία που παιζόταν που έτρεξαν όλοι να δουν φορώντας τα καλά τους;
    Ναι, το έψαξα και έμαθα πως επρόκειτο για ένα Γερμανικό μιούζικαλ το «Ave Maria» με μουσική και ήχο. Στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο Ιταλός τενόρος Beniamino Gigli και η Γερμανίδα ηθοποιός Kathe von Nagyse. Ήταν σπουδαίο κοσμικό γεγονός για την καλή κοινωνία της Λήμνου. Μάλιστα οι πληροφορίες μου λένε πως ο αστυνομικός διευθυντής λόγω της ακαταλληλότητας του χώρου είχε αρνηθεί να υπογράψει της άδεια και πως τρεις κυρίες της ελίτ του νησιού υπήρξαν ιδιαίτερα πιεστικές και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει στο τέλος…

  • Η βαθιά ανθρώπινη ιστορία σας είναι βασισμένη σε οικογενειακά αρχεία. Τι περιλάμβαναν αυτά τα αρχεία και πώς έφθασαν σ’ εσάς;
    Η μοίρα παίζει συχνά παιχνίδια στις ζωές των ανθρώπων, άλλοτε άσχημα κι άλλοτε με αλυσιδωτές συμπτώσεις επιδρά απίστευτα στις ζωές τους. Χρόνια αργότερα από εκείνη την καταστροφική πυρκαγιά βρέθηκα να ζω πολύ κοντά με πρόσωπα που είχαν άμεσα ή έμμεσα βιώσει εκείνη την τραγωδία. Το κάθε ένα από αυτά με τον δικό του τρόπο. Ήταν η βιωματική σχέση της οικογένειας του συντρόφου μου με την συγκεκριμένη πυρκαγιά και τις απώλειες που ακολούθησαν. Το συγκεκριμένο πακέτο το τυλιγμένο με την κόκκινη πετσέτα που αναφέρω ήταν χρόνια στο συρτάρι μου, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να το βγάλω στο φως. Εκεί μέσα υπήρχαν κτερίσματα αγάπης, γράμματα που είχαν σφραγίσει τον έρωτα του Δημητρού με την Φρόσω, μια τούφα από τα μαλάκια της μικρής Άννας, ένα δαχτυλίδι της Φρόσως. Και έπρεπε να αποκτήσουν την υπόσταση που τους άξιζε.

  • Πόσα χρόνια τα είχατε στο συρτάρι σας και γιατί επιλέξατε αυτή τη χρονική στιγμή να μας μιλήσετε για την «Άννα»;
    Έμειναν αρκετά χρόνια στο συρτάρι μου, κατά καιρούς τα έβγαζα και διάβαζα τα αντίδωρα της καταδικασμένης αγάπης ταξιδεύοντας νοερά στο τότε. Μέχρι που πριν λίγα χρόνια, τρία ή τέσσερα αν θυμάμαι καλά, διάβασα τυχαία στο καλοκαιρινό ένθετο κάποιας εφημερίδας γνωστά ονόματα να αναφέρουν τις εντυπώσεις που τους είχαν αφήσει κάποιοι καλοκαιρινοί προορισμοί. Και τότε διάβασα την ανάμνηση ενός πολύ γνωστού συγγραφέα από την επίσκεψη του στη Λήμνο. Κι εξοργίστηκα. Περιέγραφε εκείνο το τραγικό γεγονός με τρόπο ασεβή και προσβλητικό. Τους συμμετέχοντες στην προβολή με επίσημα ρούχα άντρες και γυναίκες, ενώ γκαρσόνια περιφέρονταν με δίσκους γεμάτους ποτήρια με σαμπάνια. Ήταν τόσο βέβηλο κείμενο, να περιγράφεις ένα δράμα που απορφάνισε το νησί με μια σαρκαστική διάθεση κριτικής της τάχα μου υψηλής κοινωνίας. Και τότε πλέον αποφάσισα να γράψω κι εγώ το ίδιο θέμα – με την μορφή που του άξιζε ως μυθιστόρημα.

  • Βεβαίως, κατά την ανάγνωση του βιβλίου αυτός που θα συγκινήσει είναι ο κεντρικός ήρωάς σας. Ο άνθρωπος που έχασε γυναίκα και κόρη στη φωτιά.Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον άντρα.
    Ο κεντρικός ήρωας μου σημαδεμένος από το τραγικό γεγονός της πυρκαγιάς βιώνει την επίδραση του όχι μόνο στη δική του ζωή αλλά και στις ζωές των απογόνων του. Μια επαναλαμβανόμενη λέξη «Φωτιά. Φωτιά. Φωτιά!» θα σιγοκαίει πάντα μέσα του καψαλίζοντας τις προσπάθειες του να αποδεσμευτεί από το βιωμένο χτες του και να περάσει στο άδηλο αύριο του. Και άθελα του σε μια τέτοια περιδίνηση θα παρασύρει και τους αγαπημένους δικούς του.

  • Έχει τύψεις όχι μόνο επειδή δεν κατάφερε να τις σώσει αλλά γιατί εκείνες έσβησαν κι εκείνος ζει. Αυτή είναι μια ψυχοφθόρα κατάσταση που του στερεί τη θέληση για ζωή. Μιλήστε μας για την επόμενη μέρα του ήρωά σας.
    Με ιντριγκάρησε η συνειδητοποίηση πως ακόμη και η απουσία κάποιων ανθρώπων μπορεί να λειτουργεί τελικά ως παρουσία και να καθορίζει τα συναισθήματα και τις πράξεις τους. Όπως και η διαπίστωση πως η αντιπαράθεση του έρωτα μ’ εκείνον που έχει πια τελεσίδικα αποχωρήσει κι εκείνον που έρχεται παίρνοντας τη θέση του, είναι η αδιέξοδη έκφραση της ερωτικής αντιζηλίας.

  • Η διπλή απώλεια σημαδεύει για πάντα τη ζωή του και το παρελθόν ορίζει το παρόν του. Η ζωή όμως του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Μια γυναίκα που ίσως τον κάνει να ξεχάσει. Θα μπορέσει να κάνει ένα βήμα μπροστά όταν η ψυχή του έχει μείνει πίσω;
    Πιστέψτε με είναι τρομακτικά δύσκολο. Γιατί το παρελθόν μπορεί να επέμβει καθοριστικά στο μέλλον, όταν αφήσουμε εκείνους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντι μας κι έτσι εμείς – οι εναπομείναντες- αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη επειδή τους φοβόμαστε. Ωστόσο, ένα νέο παιδί -γιος αυτή τη φορά- θα γεμίσει τις αγκαλιές του νέου ζευγαριού. Όμως μέσα στο σπίτι τους θα κυριαρχούν μόνιμα οι δυο «απούσες» γυναίκες. Η μια θα απαιτεί το πατρικό χάδι και η άλλη θα αμφισβητεί την παρουσία της νέας συντρόφου.

  • Παράλληλα με την αληθινή ιστορία που σημάδεψε ένα ολόκληρο νησί, παρακολουθούμε και την πορεία της χώρας μέσα από ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που παραθέτετε. Ποιο από αυτά τα γεγονότα επηρέασε περισσότερο τους κατοίκους του όμορφου νησιού και άρα τους ήρωές σας; Φυσικά, στο μυθιστόρημα μου δε θα μπορούσα να παρακάμψω τα μεγάλα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, αφού άλλαξαν τη μοίρα του λαού και την πορεία της χώρας. Ωστόσο, θέλησα να περιγράψω το πώς διαμόρφωσαν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως την ώρα που ξέσπασε η πυρκαγιά πολλοί από τους άντρες απείχαν της προβολής γιατί άκουγαν στο BBC την έναρξη του πολέμου.
  • «Οι μνήμες πονάνε, αλλά αν δεν αποφασίσεις να τις αγγίξεις θα σε πονάνε αιώνια». Έχω την αίσθηση πως αυτή η πρόταση είναι ένα μήνυμα για όλους μας. Πόσο σας εκφράζει ως άνθρωπο;
    Απόλυτα. Δεν μπορούν να περάσουν στη λήθη οι μνήμες μας. Γιατί ιχνηλατούν τη ζωή μας από την πρώτη μας ανάσα ως την τελευταία. Το άγγιγμα τους όσο οδυνηρό κι αν είναι θα μας συμφιλιώσει μ’ αυτές για να μπορέσουμε να πορευτούμε στο όποιο μέλλον μας.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

"Άννα, το όνομά της" στο Fractal

 

«Κατά πόσο οι νεκροί μας, οι πρόγονοι, ή οι σύγχρονοι μας, επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων, που ζουν, μετά από εκείνους πάνω στην Γη;»

Της Βάσως Παπάλη // *

 

Κώστιας Κοντολέων «Άννα, τ’ όνομα της», Εκδόσεις: Κλειδάριθμος

 

Αυτό το μυθιστόρημα  της Κώστιας Κοντολέων διαπερνά την ιστορία της  Ελλάδας από την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, μέχρι τη Χούντα των Συνταγματαρχών, το 1967.

Μου ανακάλεσε, προσωπικά, χιλιάδες μνήμες, της δικής μου γιαγιάς, μιας προσφυγοπούλας Σμυρνιάς, που ρίζωσε κι αυτή στην Ελλάδα κι έσπειρε πέντε παιδιά, και απέκτησε πολλά εγγόνια, στα οποία, όπως τόσες και τόσες άλλες γιαγιάδες μετέφεραν σ’ εμάς, αμέτρητες ιστορίες από τις Χαμένες Πατρίδες.

Κι άλλες πολλές ‘μνήμες’, μου ζωντάνεψε, από την ηθογραφία των δεκαετιών του ’30, του ’40, του ’50, και του ’60, που δεν έζησα, αλλά που μεταφέρθηκε σ’ εμάς, στις επόμενες γενιές, από αφηγήσεις γονιών, από την λογοτεχνία, το θέατρο, την φιλμογραφία…

Αλλά εγώ στο σημείωμα αυτό σκέφτομαι να πλησιάσω αυτό το μυθιστόρημα από  μια συγκεκριμένη πτυχή του, που είναι η ψυχαναλυτική ματιά και προσέγγιση, της ιστορίας και των ηρώων της.

Να πω λοιπόν από την πλευρά μου, καθώς δεν είμαι μια κλασσική ψυχαναλύτρια, μα μια απλή, ‘πτωχή πλην τίμια’ δραματοθεραπεύτρια, πως καθώς διάβαζα τις σελίδες του βιβλίου, και καθώς δεν γνώριζα καλά την, συγγραφέα, βρέθηκα να αναρωτιέμαι: αν η Κώστια Κοντολέων έχει διαβάσει πολύ ψυχανάλυση, ή μήπως είναι μια πολύ έμπειρη θεραπευόμενη ίσως, ή κι επίσης μια συγγραφέας, η οποία έχει ασχοληθεί πολύ με την Επιστήμη του Επέκεινα, γνωστή και ως Μεταφυσική.

Κι αυτά όλα διότι η θεματική που διαπνέει ολόκληρο το μυθιστόρημα δεν είναι άλλη από την εξής: ‘Κατά πόσο οι νεκροί μας, οι πρόγονοι, ή οι σύγχρονοι μας, επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων, που ζουν, μετά από εκείνους πάνω στην Γη;’ Στο βιβλίο η Κώστια Κοντολέων , δεν αναρωτιέται.  Μιλάει απλά, και γνέφει καταφατικά, μέσα από τα λόγια της, τα γραπτά της πως… φυσικά και ΝΑΙ.

Πως δηλαδή, οι νεκροί επηρεάζουν, τους υπόλοιπους που συνεχίζουν τις ζωές τους πάνω στον Πλανήτη ώσπου να αποχωρήσουν κι αυτοί, και με τη σειρά τους, να επηρεάσουν τους εναπομείναντες, κι ούτω καθεξής.

Βρέθηκα να ακολουθώ δυο μονοπάτια ταυτόχρονα.

Το ένα μονοπάτι είναι αυτό των Επιστημών, της Ψυχανάλυσης, και Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας, το οποίο, σαφέστατα θεωρεί τον άνθρωπο, ως ένα Σύστημα, που εμπερικλείει αισθήσεις, βιώματα, νοητικές λειτουργίες όπως σκέψεις, συνδέσεις, ιδέες, και συναισθήματα.

Αυτό το Σύστημα το ανθρώπινο εμπεριέχει και εμπερικλείει στα αμπάρια του -που είναι τα κύτταρα του, αλλά και οι νευρώνες του εγκεφάλου, μα  και ο ψυχισμός-  υλικά που δεν είναι μόνον του ανθρώπου που φέρει αυτά τα κύτταρα, αυτούς του εγκεφαλικούς νευρώνες, αυτήν ή την δείνα προσωπικότητα, κι εκείνον ή τον άλλο ψυχισμό.  Εμπεριέχει το Σύστημα του ανθρώπου, σύμφωνα με τις έρευες των ψυχοεπιστημών κι αλλότρια υλικά, που υπήρξαν σε προγονικές γενιές, και που δεν σταματούν, μόνο στο γονιδίωμα των φυσικών χαρακτηριστικών, αλλά συμπεριλαμβάνουν σε ατελείωτους συνδυασμούς, ψυχικά χαρακτηριστικά, ειδικές νοοτροπίες (χούγια), τρόπους σκέψης, αισθαντικότητας και δράσης, με ανθρώπους που δεν έχουν συναντήσει ποτέ, αλλά εμπεριέχονται στο ίδιο γενεαλογικό δέντρο με εκείνους.

Επιστρέφοντας όμως στο Σύστημα του ανθρώπου, και μένοντας στο παρόν ενός κύκλου ζωής, η Μνήμη, είναι μια μεγάλη Δεξαμενή, η οποία τροφοδοτεί τους λαβύρινθους των ζωών που ζούμε, με ένα σωρό τρόπους.

Η Ψυχανάλυση έχει διάφορα ονόματα γι’ αυτούς.  Τραύματα, απωθήσεις, συμπλέγματα, κατωτερότητας, ανωτερότητας, νευρώσεις, φοβίες, μανίες, καταθλίψεις, εμμονές, καθηλώσεις, αντιστάσεις κ. α.

Αυτά κατά τον πατέρα της Ψυχανάλυσης τον  Φρόιντ, φωλιάζουν στο περίφημο Υποσυνείδητο, και κουμαντάρουν στην κυριολεξία, τις ζωές ημών, και κατ’ επέκταση των γύρω μας, και των απογόνων μας.

Το υποσυνείδητο, για να κάνουμε μια γρήγορη αναφορά στον όρο, θα μπορούσε απλά στο σήμερα, με την γνωστή τεχνολογική εξέλιξη, να παρομοιαστεί με έναν Σκληρό Δίσκο, ενός ηλεκτρονικού  υπολογιστή.  Εκεί εγγράφονται χιλιάδες πληροφορίες, και σύμφωνα μ’ αυτές ο άνθρωπος, δρα, αντιδρά, παίρνει αποφάσεις, και ζει την ζωή του, πάρα πολλές φορές, ερήμην της Συνείδησης του.

Σημασία έχει εδώ να πούμε, ότι όταν ανοίγουν οι πόρτες του υπογείου για να το φωτίσουμε, ως εξερευνητές, με το φανάρι μας, γινόμαστε συνειδητοί δημιουργοί της ζωής μας.  Διαφορετικά το υπόγειο ‘εκδικείται’ με τον τρόπο του και δρούμε σύμφωνα με τα περιεχόμενα του, και τους ενοίκους του, όποια κι αν είναι, και όποιοι κι αν είναι, κι έτσι ζούμε τις ζωές μας, μέσα από λόγια άλλων, όνειρα άλλων, επιταγές άλλων, απαιτήσεις άλλων, αλλά και τραύματα άλλων…φευ

Κατά καιρούς, παρά τις επεμβάσεις και τις επουλώσεις, ενδέχεται να πονάνε ή με κάποιον τρόπο να θυμίζουν την παρουσία τους.

Ανάμεσα στα ψυχικά τραύματα, ο θάνατος,  σχεδόν αήττητος. Αφήνει βαριά σημάδια, και ανάμεσα στους θανάτους, ο θάνατος παιδιού, για τον γονιό, την μάνα, τον πατέρα.

Ένα τέτοιο τραύμα έχουμε εδώ, του Δημητρού, για την Άννα, καρπό του έρωτα του για την Φρόσω.

Τραγωδίες, στην χώρα της Τραγωδίας!

‘Σαν να είχαν ποτέ τελειωμό οι τραγωδίες, σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάρθια και οι καημοί του κόσμου’ που λέει και ο Παπαδιαμάντης.

Κατατρέχετε ο Δημητρός, από τον τραγικό θάνατο, του Έρωτα και της θυγατέρας.  Άνισος ο Αγώνας με την Λησμονιά!  Ανέφικτη μέχρι τέλους.

 

Κώστια Κοντολέων

 

Στο μυθιστόρημα της συγγραφέως, εδώ, οι Αλησμόνητες του Δημητρού, γίνονται Οντότητες, κατατρέχουν τη νέα σύζυγο.  Και στην επόμενη εποχή, ίσως ως ένα είδος Σαμάνικης προσέγγισης θα λέγαμε, κατατρέχουν και τον νέο απόγονο.  Γίνονται κάτοικοι του σπιτιού, ζητούν προσοχή.

Κι εδώ έρχεται το δεύτερο μονοπάτι, μέσα από το οποίο μπορούμε να κοιτάξουμε αυτές τις «Υπάρξεις-Οντότητες.»

Το Μεταφυσικό πεδίο, γι’ άλλους υπαρκτό, την σήμερον ημέρα και για άλλους όχι.

Δύο παρατάξεις, με πολύ δύσκολη σχέση.  Η μια λέει:  ‘Δεν υπάρχει τίποτα μετά θάνατον.’  Η άλλη λέει: ‘Δεν υπάρχει θάνατος, η ζωή είναι ένα Μεσοδιάστημα.

Κι εδώ έρχεται η Φυσική, επιστήμη των φαινομένων της ύλης, να αποδείξει με την θεωρεία των Κβάντων, το αναπόδεικτο μέχρι πρόσφατα.  Όλα, μα όλα, είναι ‘Ύλη’, πυκνή αλλά και αραιότερη ‘Ενέργεια’.  Ως εκ τούτου όλα είναι ζώντα και παρόντα, ανά πάσα στιγμή.  Ότι υπήρξε, υπάρχει πάντα.  Όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά οι σκέψεις, οι πράξεις, οι ιδέες.  Δεν φαίνονται με γυμνό οφθαλμό, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα.

Κι από κοντά η Εσωτερική Φιλοσοφία, κοινή διαχρονικά και παγκόσμια να υποστηρίζει επίσης την Ύπαρξη των Ψυχών, σαν μονάδες ενέργειας, οι οποίες κατέρχονται στον Πλανήτη, και ανέρχονται, έως ότου κατέλθουν εκ νέου ή εντέλει μετασχηματιστούν, και παραμείνουν εκτός ενσαρκώσεων.

Αυτά για τις θεωρίες που πραγματεύονται το μεγάλο ερώτημα- παλιό, όσο και ο Άνθρωπος: ‘Υπάρχει ζωή μετά θάνατον;’

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε εν τέλει πως  στο μυθιστόρημα της Κώστιας Κοντολέων: ‘Άννα το όνομα της,’ καταδεικνύει πως ο Νοητικό και Συναισθηματικό μας σώμα  έχουν  την ιδιότητα, να υπερβαίνουν  το Φυσικό μας σώμα, και να ζουν στον χώρο που ζούμε, και να επηρεάζουν  Ανθρώπους και Ζωές.

Ναι, ως σύγχρονοι άνθρωποι, έχουμε όλοι μας πίσω μας τόσα κι τόσα.

Και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, εκτός από την ομορφιά του, τις πολλές του ομορφιές συμβάλει και προς αυτήν την Αιώνια Αναζήτηση του ανθρώπου: ‘Υπάρχει Ζωή μετά Θάνατον;’

 

 

 

* Η Βάσω Παπάλη είναι εκπαιδευτικός / δραματοθεραπεύτρια

 

Η μετακόμιση

Η μετακόμιση

Η μετακόμιση

Ημε­τα­κό­μι­ση επι­βε­βλη­μέ­νη.
Από δυο θα γί­νουν τρεις. Και στο νέο σπί­τι θα υπάρ­χουν τρεις κρε­βα­το­κά­μα­ρες. Μια για εκεί­νη, μια για την κό­ρη… Μια και για το, σε λί­γο και­ρό, νε­ο­γέν­νη­το.
Η με­τα­κό­μι­ση, λοι­πόν, επι­βε­βλη­μέ­νη.
Με το βλέμ­μα, τώ­ρα, δια­τρέ­χει τους τοί­χους που εγκα­τα­λεί­πει. Τις δια­φο­ρε­τι­κές απο­χρώ­σεις των χρω­μά­των τους, πιο σκού­ρες στα ση­μεία που άφη­σαν ακά­λυ­πτα οι πα­λιές —αν και ελά­χι­στες όμως και γι’ αυ­τό πο­λύ­τι­μες— γκρα­βού­ρες της οι­κο­γε­νεια­κής συλ­λο­γής. Τώ­ρα κι αυ­τές αμπα­λα­ρι­σμέ­νες με χο­ντρό χαρ­τί πε­ρι­τυ­λίγ­μα­τος στην εί­σο­δο του σπι­τιού, σε ανα­μο­νή μιας ακό­μη με­τα­κό­μι­σης. Της τε­λευ­ταί­ας ίσως…
Μα εκεί­νη επι­μέ­νει να βγά­ζει στον φω­τι­σμό ενός αρ­χέ­γο­νου θυ­σια­στη­ρί­ου σφά­για πολ­λα­πλών ανα­μνή­σε­ων. Κι­τρι­νι­σμέ­νες φω­το­γρα­φί­ες, κο­σμή­μα­τα λη­σμο­νη­μέ­νων κα­τό­χων άλ­λων επο­χών, ξε­θω­ρια­σμέ­να γράμ­μα­τα ακυ­ρω­μέ­νων επα­φών κι άλ­λα προς ακυ­ρω­μέ­νους πα­ρα­λή­πτες.
Τα αφή­νει με αμ­φί­ση­μη διά­θε­ση στο πλάι, δί­γνω­μη ακό­μη αν θα τα γυ­ρί­σει πά­λι στα σκο­τά­δια της ή θα τα εξο­ρί­σει στο δι­κό τους σκο­τά­δι κά­ποιων κά­δων ανα­κύ­κλω­σης.
Και τό­τε το βλέ­πει το ιβουάρ σχο­λι­κό τε­τρά­διο με τη γα­λά­ζια ετι­κέ­τα. Ανα­ρι­γώ­ντας το ση­κώ­νει από το σω­ρό των σφα­γεί­ων, ξε­φυλ­λί­ζει τις σε­λί­δες του και θυ­μά­ται… Την κα­τα­πιε­στι­κή αδελ­φή της μά­νας της να οδη­γεί στα­θε­ρά το δι­κό της χέ­ρι πά­νω στις γραμ­μές και την μο­νί­μως αυ­στη­ρή φω­νή της να δια­τά­ζει προ­λα­βαί­νο­ντας πι­θα­νές αντι­δρά­σεις της «μό­νο έτσι θα μά­θεις να κά­νεις ωραία γράμ­μα­τα στο σχο­λείο».
Έμα­θε!
Μα στην συ­νέ­χεια έμα­θε κι άλ­λα —κι αυ­τή τη φο­ρά εντός της κοι­νω­νί­ας του σχο­λεί­ου— που κα­μιά σχέ­ση δεν εί­χαν με την άχρη­στη επι­βε­βλη­μέ­νη καλ­λι­γρα­φία.  
Και επα­νέρ­χε­ται τώ­ρα η ανά­μνη­ση εκεί­νης της μέ­ρας που εί­χε γυ­ρί­σει τρέ­χο­ντας στο σπί­τι, με μά­γου­λα ξα­ναμ­μέ­να και χαρ­τί άσπρο τυ­λιγ­μέ­νο σε ρο­λό στο χέ­ρι, «Εν­δει­κτι­κό» της εί­πε πως το έλε­γαν η δα­σκά­λα της Πρώ­της Δη­μο­τι­κού. Κι ύστε­ρα χαϊ­δεύ­ο­ντας της το κε­φά­λι πρό­σθε­σε «Μπρά­βο! Άρι­στα δέ­κα πή­ρες! Και εις ανώ­τε­ρα!»
Δεν εί­χε τολ­μή­σει να λύ­σει τη γα­λά­ζια κορ­δέ­λα την όμορ­φα τυ­λιγ­μέ­νη γύ­ρω από το ρο­λό.
Ανυ­πο­μο­νού­σε —έτσι όμορ­φα τυ­λιγ­μέ­νο— να το δεί­ξει στη μά­να της, πε­ρή­φα­νη για το πό­σο κα­λά εί­χε μά­θει να γρά­φει και να δια­βά­ζει.

«Δεί­ξε μου.» Η μά­να εί­χε πει.
Και της έδει­ξε —το Άρι­στα δέ­κα.
Μα η ίδια εί­δε κι εκεί­νο το…
Επάγ­γελ­μα Πα­τρός: ΟΡ­ΦΑ­ΝΗ

——— ≈ ———

Στο κλί­μα της επι­κεί­με­νης με­τα­κό­μι­σης εί­ναι πά­λι, ίσως της τε­λευ­ταί­ας, που έβγα­λε στο φως εκεί­νες τις ανα­μνή­σεις-σφά­για μιας ζω­ής.
Πα­ρελ­θού­σης… Πλέ­ον…
Κι­τρι­νι­σμέ­νες φω­το­γρα­φί­ες, κο­σμή­μα­τα λη­σμο­νη­μέ­νων κα­τό­χων και άλ­λων επο­χών, ξε­θω­ρια­σμέ­να γράμ­μα­τα ακυ­ρω­μέ­νων επα­φών κι άλ­λα προς ακυ­ρω­μέ­νους πα­ρα­λή­πτες….
Κι εκεί­νο το ξε­χα­σμέ­νο στη σκό­νη του χρό­νου — Επάγ­γελ­μα Πα­τρός: ΟΡ­ΦΑ­ΝΗ

Κι ξάφ­νου… Ένα άγ­γιγ­μα στον ώμο της και το χτες γί­νε­ται τώ­ρα.
Η κό­ρη της στέ­κε­ται μπρο­στά της ανυ­πό­μο­νη, «Πά­λι ξε­χά­στη­κες ανα­σκα­λεύ­ο­ντας τις ανα­μνή­σεις σου; Αυ­τές θα μεί­νουν εδώ, δεν χω­ρά­νε στο και­νούρ­γιο σπί­τι. Έλα σή­κω, πρέ­πει να φύ­γου­με, έχου­με τό­σα να κά­νου­με κι ο χρό­νος τρέ­χει και μας ξε­περ­νά­ει…» 
Η κοι­λιά της —αι­σιό­δο­ξος κο­μι­στής μιας και­νούρ­γιας ζω­ής— με τον όγκο της μπλο­κά­ρει το φως κι άθε­λα γεν­νά­ει σε κεί­νη ανα­πό­φευ­κτους συ­νειρ­μούς και κα­θο­δη­γεί απο­φά­σεις…
Ναι! Τα σφά­για πολ­λα­πλών ανα­μνή­σε­ων της σε κά­δους ανα­κύ­κλω­σης τε­λι­κά θα πε­ρά­σουν στη λή­θη ή σ’ αλ­λό­τρια χέ­ρια. Όπως κι εκεί­νο το…
Και κοι­τά­ζει τώ­ρα την κό­ρη της και χα­μο­γε­λά­ει ανε­παί­σθη­τα στο συ­νειρ­μό μιας ορι­στι­κής —δι­κής της— με­τα­κό­μι­σης…

Επάγ­γελ­μα πα­τρός: ΟΡ­ΦΑ­ΝΗ — Επάγ­γελ­μα πα­τρός: ΔΟ­ΤΗΣ