Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Συνέντευξη στις Σελίδες Λογοτεχνίας

 

14 ερωτήσεις στην Κώστια Κοντολέων

  


1.                  Ποίηση ή πεζό;

 

Λατρεύω την ποίηση!  Υπάρχουν ποιήματα που με έχουν συγκλονίσει στοχεύοντας κατευθείαν στο θυμικό μου.  Δεν γράφω ποίηση, πιστεύω πως υπάρχουν ικανότεροι εμού που διαθέτουν το ταλέντο γι’ αυτό το απαιτητικό είδος λόγου.   Προσωπικά με έχει κερδίσει η πεζογραφία, αφού μέσα από αυτήν μπορώ να δαμάσω τις όποιες ανησυχίες μου, να κατευνάσω τις αγωνίες μου και να αναθεωρήσω την γενικότερη στάση μου απέναντι στη ζωή.

    

    

2.                  Τι δεν έχετε γράψει ακόμη που θα θέλατε να γράψετε;

 

 

Στοχεύω πάντα στον εσώτερο κόσμο των ηρώων μου.  Με ενδιαφέρουν οι εναλλαγές των συναισθημάτων τους κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και γι’ αυτό κινούμαι στον πυρήνα των γεγονότων που τους αφορούν και κυρίως στις αντιδράσεις τους.  Εν κατακλείδι, θα μπορούσα να πω πως δεν με έλκει η επιστημονική φαντασία, τα γουέστερν και ότι έχει σχέση με πολεμικά γεγονότα και αιματοχυσίες.  Θα με εξιτάριζε ίσως ένα μυθιστόρημα εποχής.  Ωστόσο, θέλει αρκετό χρόνο έρευνας, και συγκεκριμένη τεκμηρίωση.    

 

3.                  Πως ξεκινάει ένα βιβλίο; Υπάρχει τόπος, χρόνος, που έρχεται η έμπνευση;

 

Η γέννηση ενός μυθιστορήματος μπορεί να συντελεστεί σε ανύποπτο χρόνο ή τόπο από ένα τυχαίο γεγονός.  Μια κόκκινη ανεμώνη μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ενεργοποιώντας συγγραφικές αλυσιδωτές αντιδράσεις.  Το στιγμιαίο συναπάντημα μ’ έναν άγνωστο στο κόκκινο φανάρι μπορεί να γίνει ο σπόρος που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θ’ αποτελέσει την πρώτη ύλη για το ξεκίνημα της περιπέτειας της γραφής.        

 

4.                  Τι είναι η έμπνευση για έναν συγγραφέα;

 

Θείο δώρο.  Το να μπορείς να μετουσιώσεις μια ιδέα

σε γραπτό λόγο που κι αυτός με την σειρά του θα την οδηγήσει στην περιπέτεια της γραφής είναι κάτι που για μας τους γραφιάδες του λόγου εμπεριέχει μια ιδιότυπη μαγεία. 

 


5.                  Αν θα γράφατε ιστορικό μυθιστόρημα, ποια περίοδος θα σας ενδιέφερε;

 

Ο Μεσαίωνας.  Άγρια ιστορική περίοδος όπου ο φόβος και η βία καραδοκούσαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων.  Τότε που κάθε απόπειρα προοδευτικής καθοδήγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένων απόψεων, αντιμετωπίζονταν ως προϊόν μαγείας και οι υποστηρικτές τους στέλνονταν στην Ιερά Εξέταση και από εκεί κατευθείαν στην πυρά.

    

6.                  Παίζει ρόλο ο τόπος που γεννήθηκε κανείς;

 

Γεννήθηκα στην Αθήνα.  Μια Αθήνα που τότε ήταν η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι της γης.  Μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια.  Απωθητική, όμοια με ξεπεσμένη αρχόντισσα που με φτιασίδια αμφιβόλου ποιότητας προσπαθεί να πείσει για την απολεσθείσα αίγλη της.  Αντίθετα το χωριό στο Πήλιο προσφέρει γνήσιες εμπειρίες, εμπνεύσεις και την έωλη ελπίδα πως θα συνεχίσει να είναι ο Παράδεισος μου.

 

   

7.                  Επινοείτε χαρακτήρες για τα βιβλία σας ή κάπου σκιαγραφείτε τον εαυτό σας ή κάποιον γνωστό, φίλο;

 

Λένε πως όσα βιβλία και να γράψει ένας συγγραφέας το ίδιο πάντα βιβλίο γράφει επικεντρωμένος στην σκιαγράφηση του εαυτού του με πολλαπλές μορφές ώστε να μην αναγνωρίζεται, εντέλει.  Για μένα κύριο λόγο παίζει η έμπνευση της στιγμής που την έχει προκαλέσει κάποιο προσωπικό γεγονός προσδοκώντας μέσω αυτής την επίλυση του, η ιστορία που κάποιος φίλος ή γνωστός μου διηγήθηκε κάποτε, ένα απλό γεγονός στο δρόμο που έτυχε να είμαι παρούσα.   

 

8.                  Το λοκ ντάουν, και γενικά όλη η παράξενη κατάσταση που βιώνουμε πως σας επηρέασε; Ήταν σημείο αναστοχασμού για τον ψυχισμό σας, για τις σχέσεις σας με άλλους ανθρώπους;

 

Το πρώτο λοκ ντάουν, για το οποίο βρεθήκαμε όλοι απροετοίμαστοι, μας ενεργοποίησε ένα φάσμα δραστηριοτήτων ώστε να παραμείνουμε ενεργοί μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.  Ασχοληθήκαμε με την καθαριότητα του σαν νοικιασμένοι καθαριστές από αόρατο εργοδότη.  Ανασυντάξαμε τις βιβλιοθήκες μας.  Αφιερώσαμε περίσσιες ώρες διαβάσματος στην καθημερινότητα μας.  Ξεκινήσαμε την συγγραφή κάποιου  καινούργιου μυθιστορήματος.  Με λίγα λόγια ήταν υπερδραστήρια περίοδος για μένα.  Ωστόσο μου έλειψε η δια ζώσης επαφή αγαπημένων φίλων, αυτή κυρίως.  Αλλά με επηρέασε αρκούντως αρνητικά η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά της εννιά.  Όπου την απόλυτη εξωτερική ησυχία κατακερμάτιζαν τα γαυγίσματα των σκύλων.

          

9.                  Υπήρξε κάτι, κάποιος που στάθηκε αποκούμπι αυτή την δύσκολη περίοδο;

 

Ο ίδιος μου ο εαυτός και η συνύπαρξη με τον σύντροφο μου.  Οι κουβέντες μας πάνω σε αξιόλογα θέματα, οι απόψεις μας με κριτική διάθεση για τα αναγνώσματα μας εκείνης της περιόδου, οι ταινίες που παρακολουθήσαμε στην ηρεμία του σπιτιού μας.  Η φύση που μας περιτριγύριζε στις πρωινές μας βόλτες.  

 

  

10.              Θα γράφατε ποτέ με ψευδώνυμο;  Το έχετε κάνει;

 

Ναι.  Το έχω κάνει.  Το ξεκίνησα με το πρώτο μου βιβλίο, «Τα Χρόνια του Δράκου» στις εκδόσεις «Ρόπτρο».  Όντας σύντροφος φτασμένου συγγραφέα ήθελα να δοκιμάσω αν θα μπορούσα να βρω μια θέση στο αναγνωστικό κοινό ως άγνωστη συγγραφέας.  Αν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου με τις δικές μου δυνάμεις μόνο.  Για να μην εισπράξω την τυχόν ειρωνεία, πως τάχα λόγω του συντρόφου μου ήθελα να το παίξω κι εγώ συγγραφέας.  Επέλεξα έτσι ως ψευδώνυμο τα ονόματα των παιδιών μου, έγινα η άγνωστη «Άννα Δομηνίκου».  Το πρώτο πόνημα μου, η πρώτη μου προσπάθεια πήρε πολύ καλές κριτικές.  Ωστόσο, και στο δεύτερο βιβλίο μου διατήρησα το ψευδώνυμο μου, την ανωνυμία μου.  Είχα ανάγκη μια ακόμη επιβεβαίωση.  Ήταν στο τρίτο μου βιβλίο που αντέδρασε ο ίδιος ο εκδότης και με ανάγκασε να αποκαλυφθώ, ήμουν άλλωστε από τότε γνωστή ως μεταφράστρια.       

 

11.              Το γράψιμο θεωρείτε πως είναι για λίγους; Όλοι μπορούν να γράψουν;

 

Θα ήταν φοβερά εγωιστικό να δηλώσω κάτι τέτοιο.  Ωστόσο, η συγγραφή δεν είναι χόμπι όπως κάποιοι αδαείς λένε σαρκαστικά.  Δεν μαθαίνεται η γραφή μέσα από κανόνες, το χωρίς ψυχή κείμενο θα δηλώνει πάντα την ανεπάρκεια του.  Πρέπει να υπάρχει πάθος και κυρίως ταλέντο, για να μετουσιωθεί ο λόγος σε τέχνη και ν’ αγγίξει τον αναγνώστη, τον τελικό αποδέκτη.

   

12.              Υπήρξε κάποιο συμβάν στη ζωή σας το οποίο έχετε μεταφέρει και σε βιβλίο σας;

 

Ναι.  Στο βιβλίο μου «Μέσα από τις ζωές των άλλων» εκδόσεις «Ψυχογιός», μια σάγκα και συγχρόνως μια τοιχογραφία του εικοστού αιώνα και μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μεταπολεμικά.  Θέλησα μ’ αυτό το μυθιστόρημα να διατηρήσω στη μνήμη μια τόσο σημαντική και πλούσια σε γεγονότα χρονική περίοδο, μέσα από την δική μου οπτική.

 

     

13.              Τι οραματίζεστε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα; Υπάρχει μέλλον;

 

Θα μου επιτρέψετε να είμαι απαισιόδοξη.  Παρά το γεγονός πως η πεζογραφία, η ποίηση, τα εικαστικά και τα μουσικά δρώμενα βρίσκονται σε αξιοσημείωτη άνθιση, το ίδιο το κράτος απουσιάζει, η πολιτική του βιβλίου μακράν αδιάφορη.  Επειδή είμαι φύση αισιόδοξο άτομο θέλω να πιστεύω έστω και κοροϊδεύοντας συνειδητά τον εαυτό μου, πως κάτι θ’ αλλάξει επιτέλους προς το καλύτερο στο μέλλον.

 

     

14.              Ετοιμάζετε κάτι αυτόν τον καιρό;

 

Αρκετά πρόσφατα κυκλοφόρησε το καινούργιο μου βιβλίο, «Άννα, το όνομα της», από τις εκδόσεις «Κλειδάριθμος».  Όπως είναι φυσικό βρίσκομαι στον αστερισμό του αυτό το διάστημα.  Παράλληλα, ωστόσο, καταγίνομαι και με τη συγγραφή διηγημάτων που είναι εξίσου αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος.

  

 

Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία σας.

Δείπνο

 

Κώστια Κοντολέων: Δείπνο

ΔΕΙΠΝΟ

 

Έξω λυσσομανούσε ασυνήθιστος Μαρτιάτικος αέρας. 

Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της, έριξε δυο χούφτες νερό στο πρόσωπο να φύγουν τα σημάδια που πρόδιναν τον ανήσυχο ύπνο της νύχτας. 

Καφές πικρός σε φλιτζάνι πορσελάνινο, απομεινάρι  φθαρμένων οικογενειακών κειμηλίων.  Τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο και ξεθωριασμένη ετικέτα, ο νευρικός γραφικός χαρακτήρας της μάνας πληροφορούσε «Τετράδιο Συνταγών»…

Μολύβι στο χέρι, τσεκάρισμα υλικών, τρόπος κατασκευής…

Εννιά ακριβώς υλικά με διαφορετικούς συμβολισμούς: σιτάρι-ζάχαρη-σταφίδες-μαϊντανός-σουσάμι-ρόδι-κανέλα-αμύγδαλα-κουφέτα. 

Τα μέτρησε δυο φορές, ο φόβος της παράλειψης έστω και ενός θα έσπαζε την αλληλουχία των συμβόλων.

Η παλιά εμαγιέ λεκάνη της πεθεράς της, που σ’ ένα μακρινό παρελθόν είχε φιλοξενήσει στη γούρνα της ζυμάρια, ποτισμένα με κονιάκ και βούτυρο γάλακτος, για τα περίφημα Σμυρναίικα κουλουράκια της, τώρα έμενε ξεχασμένη στο πιο ψηλό ντουλάπι της κουζίνας της.  Σήμερα επιβάλλονταν η έξοδος της στο φως από το σκοτάδι της αχρηστίας της. 

Υπήρχε λόγος…

Έβαλε καθαρή ποδιά, και ξεκίνησε το ανακάτωμα των υλικών.  Πολύωρη και περίπλοκη διαδικασία με έμφαση στην λεπτομέρεια. 

Όταν όλα τα υλικά έφτασαν στην επιθυμητή ένωση  διατηρώντας, ωστόσο, την αυτονομία των αρωμάτων τους εγκατέλειψαν την λαϊκότητα της εμαγιέ λεκάνης κι ενέδωσαν στην αριστοκρατικότητα της κρυστάλλινης πιατέλας της Σαντορινιάς γιαγιάς, ηρωικώς διασωθείσα αλλεπάλληλων σεισμών-λιμών- καταποντισμών της πλούσιας μυθολογίας του νησιού, δέσποζε τώρα στο κέντρο του τραπεζιού.  Ανάμεσα σ’ ασημένια κηροπήγια με μαύρα χοντρά κεριά. 

Από το ντουλάπι βγήκαν κρυστάλλινα ποτήρια του κονιάκ, μπουκάλια επτά αστέρων. 

Εκατέρωθεν των πιάτων, αστραποβολούσαν ασημένια μαχαιροπίρουνα κι ασημένιοι κρίκοι αγκάλιαζαν λινές σκούρες πετσέτες.

Κοίταξε το ρολόι της και βιάστηκε να απαλλαγεί από  τα ρούχα της κουζίνας πετώντας τα στο καλάθι για τα άπλυτα.  Να φορέσει το στενό μαύρο φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ, το μαύρο μαργαριταρένιο κολιέ που έσφιγγε πάντα ενοχλητικά  τον λαιμό της, τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες που ισορροπούσε με δυσκολία πάνω τους.  Έτοιμη πια παρακολουθούσε αγχωμένη τους δείκτες του παλιού εκκρεμές να πορεύονται αργά, αντιπαλεύοντας το χρόνο, στο λευκό μεγάλο καντράν. 

Δώδεκα καμπανιστοί χτύποι ανήγγειλαν την έλευση της νύχτας.

Τριπλός επιτακτικός ο ήχος  του ρόπτρου την άφιξη των καλεσμένων της. 

Βιάστηκε ν’ ανοίξει. 

Δυο άντρες και μια γυναίκα στέκονταν εκεί έξω με παγωμένα χαμόγελα.  Παραμέρισε να περάσουν.  Πρόσωπα του τότε και του πριν, ο Κώστας, η Λεμονιά, ο Νικόλας.  Ύστερα το ρόπτρο χτύπησε ακόμη δυο φορές και οι καλεσμένοι κάθισαν στις θέσεις τους.  Ο Γιώργος ανάμεσα στις δυο γυναίκες του την πρώην και την μετά, την Άννα και την Μαρία.  Η Φωτεινή, μπήκε τελευταία,  κάθισε ηθελημένα μόνη της μακριά από όλους. 

Η κρυστάλλινη πιατέλα άλλαζε συνέχεια χέρια, και τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν κονιάκ.

Η ίδια ούτε έφαγε ούτε ήπιε. 

Παρακολουθούσε αμίλητη τις προσπάθειες των  καλεσμένων της να σκεπάσουν εγωιστικά τις φωνές των άλλων με τις δικιές τους.  Οι θύμησες καλών στιγμών  τους δημιουργούσαν μια κάποια ευθυμία κι έπιναν εις ανάμνηση τους και κάποιες κακές στιγμές τους γίνονταν αφορμή για ανώφελες παρεξηγήσεις και προσπάθειες   να λύσουν άλυτους λογαριασμούς από τότε που ήταν…

Τι ακριβώς;

Χτύπησε το κουτάλι στο πιάτο της και σηκώθηκε όρθια. 

Στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε μοίρασε ερωτήσεις περιμένοντας ξεκάθαρες απαντήσεις.  Γύρισε πρώτα στον Κώστα…

«Σε γνώρισα μέσα από φωτογραφίες» του είπε, «δεν ξέρω καν τον ήχο της φωνής σου, τον ήχο της φωνής του πατέρα, το άγγιγμα σου στο μάγουλο μου, πώς να έμοιαζε άραγε;  Αντάλλαξες την ζωή σου με μια παρεξήγηση σ’ ένα συσσίτιο για ένα κομμάτι τυρί για μένα και τη μάνα…  Εγώ την δική μου με κάθε είδους κακοποίηση.  Άξιζε τελικά τον κόπο;  Το αγέννητο που πήγες να προστατέψεις έμεινε χωρίς πατρική προστασία».  Ο Κώστας χαμήλωσε το κεφάλι.  «Μίλησε μου», του φώναξε, «έστω και τώρα να μάθω την χροιά της φωνής σου.  Άγγιξε με να γνωρίσω επιτέλους την αφή των δαχτύλων σου.  Δώσε απάντηση στα αμέτρητα  μου γιατί».  

Δεν υπήρξαν αγγίγματα ούτε απαντήσεις.  Μόνο χαμηλωμένο κεφάλι και βουβή σιωπή.    

Στράφηκε στη Λεμονιά, «Την προστασία της μάνας ανέθεσες στην αδελφή σου, πόσο αφελής, δεν έβλεπες ή δεν άντεχες να δεις τα σημάδια της κακοποίησης της πάνω στο σώμα μου». 

Την άκουσε να ψελλίζει, «Δεν ήξερα, πίστεψε με, δεν ήξερα…Έπρεπε να δουλέψω…»

Την κοίταξε «Έπρεπε να ξέρεις,» της είπε, «μάνα ήσουνα». 

Και τότε η Φωτεινή πήρε τον λόγο από μόνη της, «Ψέματα, ποτέ δεν σ’ άγγιξα, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου» οι ίδιες κάλπικες δικαιολογίες τώρα όπως και τότε.  Μεταμέλεια;-λέξη άγνωστη για κείνη.

Την αγνόησε και στράφηκε στον Νικόλα…

«Εσύ;»

Ο Νικόλας σήκωσε τους ώμους.  «Πατριός ήμουν έπαιξα επάξια τον ρόλο του πατέρα, τι σου έλειψε;» 

«Ρόλος του πατέρα είναι και να προστατεύει μα εσύ έμεινες αμέτοχος θεατής. Ίσως να είχαν γίνει αλλιώς τα πράγματα αν είχες θελήσει να εμπλακείς».

Είχε έρθει η σειρά του Γιώργου τώρα.  Ο θείος της καθόταν ανάμεσα στις δυο γυναίκες του, την πρώην και την νυν, που καυγάδιζαν αενάως οι ανόητες για την πρωτοκαθεδρία τους στη άυλη πια ζωή τους.

Γύρισε και κοίταξε με περιφρόνηση πρώτα εκείνες, ύστερα τον Γιώργο. 

«Θείος να σου πετύχει.  Υποτακτικός στο φουστάνι όχι μιας γυναίκας αλλά δύο.  Μα βάναυσος απέναντι στις αδελφές σου.  Πόσο σε φοβόμουν…»  

«Δεν είμαι άξιος ούτε της συγνώμης σου», ψέλλισε εκείνος. 

Καθυστερημένη απολογία – την έκανε να καγχάσει.

Ένας μακρινός κόκορας χαιρετούσε το πρώτο φως της αυγής.  Σηκώθηκε πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε. Ύστερα φώναξε: «Φύγετε…  Τώρα… Πάρτε μαζί σας τις άχρηστες συγνώμες σας και τις ενοχές σας, αν έχετε».   

Έμεινε μόνη να κοιτάζει αυτούς που ήταν κάποτε η οικογένεια της να χάνονται στην πρωινή ομίχλη.  Άυλες παρουσίες στον άυλο κόσμο τους.  Έκλεισε την πόρτα.  Τα μαύρα κεριά στα ασημένια κηροπήγια είχαν από ώρα σβήσει.    

Η κρυστάλλινη πιατέλα πλύθηκε, σκουπίστηκε και κρύφτηκε στον πάτο χαρτόκουτου μαζί με τα ποτήρια του κονιάκ. 

Πέταξε το τετράδιο με τις συνταγές στο καλάθι των σκουπιδιών.

Δεν το χρειαζόταν πια.

Το ημερολόγιο στον τοίχο έγραφε: Μεγάλο Σάββατο των Ψυχών.

Έσκισε τη σελίδα.

Η επιθυμητή λύτρωση της δεν είχε συντελεστεί.

Τώρα ξέρει πως τα κόλλυβα λυτρώνουν τους πεθαμένους, όχι αυτούς που μένουν πίσω!            

      *************************************************

Για το διήγημά μου "Δείπνο" η Βάσω Παπάλη Vassiliki Papali, έγραψε μια εμπεριστατωμένη προσέγγιση του:
Διάβασα το διήγημα σου κ μου άρεσε πολύ! Γ’ ακόμα μια φορά, πήρα την αίσθηση ότι το θέμα της σχέσης των ζωντανών με τους νεκρούς είναι εδώ!
Αυτό καθαυτό άπτεται της ψυχολογίας ( όπως κ άλλων άνθρωπο-επιστημών),όπως τα είπαμε κ στην παρουσίαση του βιβλίου σου, «Άννα, το όνομά της».
Πιο συγκεκριμένα: Η ανώνυμη γυναίκα που φτιάχνει τα κόλλυβα, αναζητά μια δυνατότητα λύτρωσης από την οργή της , προς όλα τα άτομα που «διαφέντεψαν» την παιδική της ηλικία. Με αφορμή αυτήν την τελετουργία του ψυχοσάββατού, τελετουργικά κ εκείνη, τους στήνει εμπρός της, νοητά, σαν να μην ανήκαν στον άλλο κόσμο, αλλά σε τούτον εδώ! Έχει ανάγκη να αποδώσει ευθύνες, για τις κακοποιήσεις που υπέστη από όλους, γονείς, κ θετούς γονείς, θείους κ θείες! Να υπερασπίσει έστω τώρα το μικρό παιδί που υπήρξε, που κάνεις δεν μπόρεσε να προστατεύσει από τόσους ενήλικες!
Κι εκεί βάζεις ένα τεράστιο ζήτημα της ψυχοθεραπείας, που είναι « η κακοποίηση του παιδιού», με ένα σωρό τρόπους. Του παιδιού που μέχρι τον Ρουσσώ, του Γαλλικού διαφωτισμού, αντιμετωπιζόταν σαν όν χωρίς νοημοσύνη! Ο Ρουσσώ για πρώτη φορά δίνει την διάσταση της παιδικής ηλικίας κ συνιστά μια εκπαίδευση, όπου το παιδί θα ακολουθεί τις κλίσεις κ τα ενδιαφέροντα του. Ο Ντίκενς έναν αιώνα αργότερα, περιγράφει με μελανά χρώματα την εκμετάλλευση του παιδιού της βιομηχανικής επανάστασης. Ο Lloyd deMause, Αμερικανός ψυχαναλυτής, του 20ου αι., γράφει ότι πάνω στην κακοποίηση κ εκμετάλλευση του παιδιού ανά τους αιώνες, βασίστηκε η ανακούφιση των ενηλίκων…. κλπ. ( βλ. το διάσημο έργο του, «history of childhood»).
Συγνώμη! Πήρα φόρα, αλλά με ενέπνευσες! Δεν βάζεις απλώς ένα τεράστιο θέμα της ψυχοθεραπείας. Σ΄ ένα μικρό διήγημα αγγίζεις «Το Θέμα» της ψυχολογίας, που δεν είναι άλλο, από την κακοποίηση της παιδικής ηλικίας από εκείνους που θα έπρεπε να την προστατεύουν. Δευτερευόντως κ στο τέλος, η γυναίκα που φτιάχνει τα κόλλυβα, δεν λυτρώνεται, γιατί χρειάζεται κ άλλες τελετουργίες για να το καταφέρει. Π.χ. Να μιλήσει σε κάποιον «τρίτο» ίσως… Αυτή η τελετουργία του μνημόσυνου, όπως το λες, είναι προσφορά στους νεκρούς. Οι ζωντανοί, αν μπορούν, συγχωρούν μέσα απ αυτό. Αν μπορούν…
Βάσω Παπάλη Εκπαιδευτικός και Δραματοθεραπεύτρια

                           

Συνέντευξη στις Σελίδες Λογοτεχνίας

 

14 ερωτήσεις στην Κώστια Κοντολέων


1.                  Ποίηση ή πεζό;

 Λατρεύω την ποίηση!  Υπάρχουν ποιήματα που με έχουν συγκλονίσει στοχεύοντας κατευθείαν στο θυμικό μου.  Δεν γράφω ποίηση, πιστεύω πως υπάρχουν ικανότεροι εμού που διαθέτουν το ταλέντο γι’ αυτό το απαιτητικό είδος λόγου.   Προσωπικά με έχει κερδίσει η πεζογραφία, αφού μέσα από αυτήν μπορώ να δαμάσω τις όποιες ανησυχίες μου, να κατευνάσω τις αγωνίες μου και να αναθεωρήσω την γενικότερη στάση μου απέναντι στη ζωή.

2.                  Τι δεν έχετε γράψει ακόμη που θα θέλατε να γράψετε;

 Στοχεύω πάντα στον εσώτερο κόσμο των ηρώων μου.  Με ενδιαφέρουν οι εναλλαγές των συναισθημάτων τους κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και γι’ αυτό κινούμαι στον πυρήνα των γεγονότων που τους αφορούν και κυρίως στις αντιδράσεις τους.  Εν κατακλείδι, θα μπορούσα να πω πως δεν με έλκει η επιστημονική φαντασία, τα γουέστερν και ότι έχει σχέση με πολεμικά γεγονότα και αιματοχυσίες.  Θα με εξιτάριζε ίσως ένα μυθιστόρημα εποχής.  Ωστόσο, θέλει αρκετό χρόνο έρευνας, και συγκεκριμένη τεκμηρίωση.   

 3.                  Πως ξεκινάει ένα βιβλίο; Υπάρχει τόπος, χρόνος, που έρχεται η έμπνευση;

 Η γέννηση ενός μυθιστορήματος μπορεί να συντελεστεί σε ανύποπτο χρόνο ή τόπο από ένα τυχαίο γεγονός.  Μια κόκκινη ανεμώνη μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ενεργοποιώντας συγγραφικές αλυσιδωτές αντιδράσεις.  Το στιγμιαίο συναπάντημα μ’ έναν άγνωστο στο κόκκινο φανάρι μπορεί να γίνει ο σπόρος που κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες θ’ αποτελέσει την πρώτη ύλη για το ξεκίνημα της περιπέτειας της γραφής.       

 4.                  Τι είναι η έμπνευση για έναν συγγραφέα;

 Θείο δώρο.  Το να μπορείς να μετουσιώσεις μια ιδέα σε γραπτό λόγο που κι αυτός με την σειρά του θα την οδηγήσει στην περιπέτεια της γραφής είναι κάτι που για μας τους γραφιάδες του λόγου εμπεριέχει μια ιδιότυπη μαγεία.

 5.                  Αν θα γράφατε ιστορικό μυθιστόρημα, ποια περίοδος θα σας ενδιέφερε;

Ο Μεσαίωνας.  Άγρια ιστορική περίοδος όπου ο φόβος και η βία καραδοκούσαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων.  Τότε που κάθε απόπειρα προοδευτικής καθοδήγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένων απόψεων, αντιμετωπίζονταν ως προϊόν μαγείας και οι υποστηρικτές τους στέλνονταν στην Ιερά Εξέταση και από εκεί κατευθείαν στην πυρά.

 6.                  Παίζει ρόλο ο τόπος που γεννήθηκε κανείς;

 Γεννήθηκα στην Αθήνα.  Μια Αθήνα που τότε ήταν η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι της γης.  Μια Αθήνα που δεν υπάρχει πια.  Απωθητική, όμοια με ξεπεσμένη αρχόντισσα που με φτιασίδια αμφιβόλου ποιότητας προσπαθεί να πείσει για την απολεσθείσα αίγλη της.  Αντίθετα το χωριό στο Πήλιο προσφέρει γνήσιες εμπειρίες, εμπνεύσεις και την έωλη ελπίδα πως θα συνεχίσει να είναι ο Παράδεισος μου.

 7.                  Επινοείτε χαρακτήρες για τα βιβλία σας ή κάπου σκιαγραφείτε τον εαυτό σας ή κάποιον γνωστό, φίλο;

 Λένε πως όσα βιβλία και να γράψει ένας συγγραφέας το ίδιο πάντα βιβλίο γράφει επικεντρωμένος στην σκιαγράφηση του εαυτού του με πολλαπλές μορφές ώστε να μην αναγνωρίζεται, εντέλει.  Για μένα κύριο λόγο παίζει η έμπνευση της στιγμής που την έχει προκαλέσει κάποιο προσωπικό γεγονός προσδοκώντας μέσω αυτής την επίλυση του, η ιστορία που κάποιος φίλος ή γνωστός μου διηγήθηκε κάποτε, ένα απλό γεγονός στο δρόμο που έτυχε να είμαι παρούσα.  

 8.                  Το λοκ ντάουν, και γενικά όλη η παράξενη κατάσταση που βιώνουμε πως σας επηρέασε; Ήταν σημείο αναστοχασμού για τον ψυχισμό σας, για τις σχέσεις σας με άλλους ανθρώπους;

 Το πρώτο λοκ ντάουν, για το οποίο βρεθήκαμε όλοι απροετοίμαστοι, μας ενεργοποίησε ένα φάσμα δραστηριοτήτων ώστε να παραμείνουμε ενεργοί μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.  Ασχοληθήκαμε με την καθαριότητα του σαν νοικιασμένοι καθαριστές από αόρατο εργοδότη.  Ανασυντάξαμε τις βιβλιοθήκες μας.  Αφιερώσαμε περίσσιες ώρες διαβάσματος στην καθημερινότητα μας.  Ξεκινήσαμε την συγγραφή κάποιου  καινούργιου μυθιστορήματος.  Με λίγα λόγια ήταν υπερδραστήρια περίοδος για μένα.  Ωστόσο μου έλειψε η δια ζώσης επαφή αγαπημένων φίλων, αυτή κυρίως.  Αλλά με επηρέασε αρκούντως αρνητικά η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά της εννιά.  Όπου την απόλυτη εξωτερική ησυχία κατακερμάτιζαν τα γαυγίσματα των σκύλων.

 9.                  Υπήρξε κάτι, κάποιος που στάθηκε αποκούμπι αυτή την δύσκολη περίοδο;

 Ο ίδιος μου ο εαυτός και η συνύπαρξη με τον σύντροφο μου.  Οι κουβέντες μας πάνω σε αξιόλογα θέματα, οι απόψεις μας με κριτική διάθεση για τα αναγνώσματα μας εκείνης της περιόδου, οι ταινίες που παρακολουθήσαμε στην ηρεμία του σπιτιού μας.  Η φύση που μας περιτριγύριζε στις πρωινές μας βόλτες. 

 10.              Θα γράφατε ποτέ με ψευδώνυμο;  Το έχετε κάνει;

 Ναι.  Το έχω κάνει.  Το ξεκίνησα με το πρώτο μου βιβλίο, «Τα Χρόνια του Δράκου» στις εκδόσεις «Ρόπτρο».  Όντας σύντροφος φτασμένου συγγραφέα ήθελα να δοκιμάσω αν θα μπορούσα να βρω μια θέση στο αναγνωστικό κοινό ως άγνωστη συγγραφέας.  Αν θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου με τις δικές μου δυνάμεις μόνο.  Για να μην εισπράξω την τυχόν ειρωνεία, πως τάχα λόγω του συντρόφου μου ήθελα να το παίξω κι εγώ συγγραφέας.  Επέλεξα έτσι ως ψευδώνυμο τα ονόματα των παιδιών μου, έγινα η άγνωστη «Άννα Δομηνίκου».  Το πρώτο πόνημα μου, η πρώτη μου προσπάθεια πήρε πολύ καλές κριτικές.  Ωστόσο, και στο δεύτερο βιβλίο μου διατήρησα το ψευδώνυμο μου, την ανωνυμία μου.  Είχα ανάγκη μια ακόμη επιβεβαίωση.  Ήταν στο τρίτο μου βιβλίο που αντέδρασε ο ίδιος ο εκδότης και με ανάγκασε να αποκαλυφθώ, ήμουν άλλωστε από τότε γνωστή ως μεταφράστρια.      

 11.              Το γράψιμο θεωρείτε πως είναι για λίγους; Όλοι μπορούν να γράψουν;

 Θα ήταν φοβερά εγωιστικό να δηλώσω κάτι τέτοιο.  Ωστόσο, η συγγραφή δεν είναι χόμπι όπως κάποιοι αδαείς λένε σαρκαστικά.  Δεν μαθαίνεται η γραφή μέσα από κανόνες, το χωρίς ψυχή κείμενο θα δηλώνει πάντα την ανεπάρκεια του.  Πρέπει να υπάρχει πάθος και κυρίως ταλέντο, για να μετουσιωθεί ο λόγος σε τέχνη και ν’ αγγίξει τον αναγνώστη, τον τελικό αποδέκτη.

 12.              Υπήρξε κάποιο συμβάν στη ζωή σας το οποίο έχετε μεταφέρει και σε βιβλίο σας;

 Ναι.  Στο βιβλίο μου «Μέσα από τις ζωές των άλλων» εκδόσεις «Ψυχογιός», μια σάγκα και συγχρόνως μια τοιχογραφία του εικοστού αιώνα και μιας Ελλάδας που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μεταπολεμικά.  Θέλησα μ’ αυτό το μυθιστόρημα να διατηρήσω στη μνήμη μια τόσο σημαντική και πλούσια σε γεγονότα χρονική περίοδο, μέσα από την δική μου οπτική.

 13.              Τι οραματίζεστε για το μέλλον του βιβλίου στην Ελλάδα; Υπάρχει μέλλον;

 Θα μου επιτρέψετε να είμαι απαισιόδοξη.  Παρά το γεγονός πως η πεζογραφία, η ποίηση, τα εικαστικά και τα μουσικά δρώμενα βρίσκονται σε αξιοσημείωτη άνθιση, το ίδιο το κράτος απουσιάζει, η πολιτική του βιβλίου μακράν αδιάφορη.  Επειδή είμαι φύση αισιόδοξο άτομο θέλω να πιστεύω έστω και κοροϊδεύοντας συνειδητά τον εαυτό μου, πως κάτι θ’ αλλάξει επιτέλους προς το καλύτερο στο μέλλον.

 14.              Ετοιμάζετε κάτι αυτόν τον καιρό;

 Αρκετά πρόσφατα κυκλοφόρησε το καινούργιο μου βιβλίο, «Άννα, το όνομα της», από τις εκδόσεις «Κλειδάριθμος».  Όπως είναι φυσικό βρίσκομαι στον αστερισμό του αυτό το διάστημα.  Παράλληλα, ωστόσο, καταγίνομαι και με τη συγγραφή διηγημάτων που είναι εξίσου αγαπημένο μου λογοτεχνικό είδος.

 Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία σας.

Η Μαρία Σφυρόερα στην EPT News

 Η μοίρα παίζει συχνά άσχημα παιχνίδια στις ζωές των ανθρώπων.

Τα πάθη του κόσμου αμέτρητα μπορούν να γεμίσουν απίστευτους τόμους βιβλίων αλλά και να επιδράσουν στις ζωές τους.

Ο δικός μου ήρωας, σημαδεμένος από ένα τραγικό γεγονός, βιώνει την επίδρασή του όχι μόνο στη δική του ζωή αλλά και στις ζωές των απογόνων του.

Μια λέξη επαναλαμβανόμενη «Φωτιά. Φωτιά. Φωτιά!» θα σιγοκαίει πάντα μέσα του καψαλίζοντας τις προσπάθειές του να αποδεσμευθεί από το βιωμένο χθες του και να περάσει στο άδηλο αύριο του. Και άθελά του σε μια τέτοια περιδίνηση θα παρασύρει και τους αγαπημένους δικούς του.

Συμβαίνει κάποτε οι απουσίες κάποιων ανθρώπων καίτοι τελεσίδικες να λειτουργούν ως παρουσίες και να καθορίζουν τα συναισθήματα και τις πράξεις τους. Και η αντιπαράθεση στον έρωτα μ’ εκείνον που έχει τελεσίδικα αποχωρήσει και εκείνον που έχει πάρει τη θέση του είναι η αδιέξοδη έκφραση της ερωτικής ζήλιας.

Η ιστορία που θέλησα να αφηγηθώ έχει ως αρχή της το τέλος της δεκαετίας του 30 και ξεκίνησε με μια πυρκαγιά στο νησί της Λήμνου.

Πολλά τα θύματα και το γεγονός για την εποχή του –μια εποχή όχι και τόσο συνηθισμένη σε μαζικές καταστροφές όπως είναι πλέον η δική μας− έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα.

Χρόνια αργότερα, βρέθηκα να ζω πολύ κοντά με πρόσωπα που είχαν άμεσα ή έμμεσα βιώσει εκείνη την τραγωδία. Το καθένα από αυτά με τον δικό του τρόπο.

Ζώντας δίπλα τους για τόσα χρόνια, κάποια στιγμή αισθάνθηκα κι εγώ ως να ήμουνα ένα από εκείνα τα πρόσωπα που η πυρκαγιά της Λήμνου σημάδεψε τη ζωή του.

Μα δεν είχα ποτέ σκεφτεί να σταθώ απέναντι σε όλο αυτό με την ιδιότητα της συγγραφέα.

Ως τη μέρα που διάβασα σε κάποιο έντυπο τον τρόπο που ένας άλλος συγγραφέας −με τη μορφή διηγήματος− περιέγραφε την τραγωδία.

Ήταν ένας τρόπος βέβηλος − το δράμα τόσων οικογενειών εκείνος το περιέγραφε με μια σαρκαστική διάθεση κριτικής της τάχα μου υψηλής κοινωνίας.

Και τότε πλέον αποφάσισα να γράψω κι εγώ το ίδιο θέμα − με τη μορφή που του άξιζε. Ως μυθιστόρημα.

Αλλά ένα μυθιστόρημα μπορεί να αυθαιρετεί, όχι ως προς την ουσία των γεγονότων, αλλά, ως προς τα πρόσωπα που ο συγγραφέας του τα κάνει ήρωές του.

Έτσι, λοιπόν, το έργο μου στηρίχτηκε σε ένα αληθινό γεγονός (που για λόγους δομής αναγκάστηκα να το μεταθέσω κατά ένα χρόνο). Χρησιμοποίησα και κάποια ντοκουμέντα από το οικογενειακό αρχείο της οικογένειας του συντρόφου μου.

Αλλά από εκεί και πέρα λησμόνησα ανθρώπους με τους οποίους έζησα και αφέθηκα στην παντοδυναμία μου ως συγγραφέα. Δημιούργησα τα δικά μου πρόσωπα.

Φυσικά, δεν θα μπορούσα να παρακάμψω τα μεγάλα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα αφού άλλαξαν τη μοίρα του λαού και την πορεία της χώρας. Ωστόσο, στο μυθιστόρημά μου θέλησα να περιγράψω το πώς αυτά διαμόρφωσαν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων.

Τελικά αυτό που νομίζω χαρακτηρίζει αυτήν την τελευταία μου συγγραφική δουλειά είναι το πώς το παρελθόν μπορεί να επεμβαίνει καθοριστικά στο μέλλονόταν αφήσουμε εκείνους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν φύγει να στέκονται απέναντί μας και έτσι εμείς, οι εναπομείναντες, αντί να τους ζητήσουμε να μας συντροφεύσουν, τους περιορίζουμε στη λήθη επειδή τους φοβόμαστε.

Δεν θέλω να κρύψω πως συχνά, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, έφερνα στο νου μου τη Ρεβέκκα της Δάφνης Ντι Μωριέ, όχι βέβαια για να συγκρίνω το έργο μου με το δικό της, αλλά για να πάρω δύναμη από την πρωτοπόρα και αξεπέραστη δική της στάση πάνω στην καταπιεστική σχέση που μπορεί να συνδέει έναν ζωντανό με έναν νεκρό.


Στο instagram

xtiti.reads
#xtitireads | •Πού πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν; Ποσο επηρεάζουν τη ζωή όσων έμειναν πίσω;
Είμαστε αυτό που κουβαλάμε, είμαστε οι άνθρωποί μας, είμαστε αυτοί που μας αγάπησαν και που αγαπήσαμε. Η ζωή μας έχει σκαμπανεβάσματα. Μια καλή στιγμή επισκιάζεται από μια κακή και το αντίστροφο. Κι εμείς καλούμαστε να προχωρήσουμε, να παλέψουμε, να ζήσουμε.
Όπως ο Δημήτρης και η Αννα.
Ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που πεθαίνουν και το αποτύπωμα που αφήνουν. Για τους ανθρώπους που ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους και συνεχίζουν. Για τους ανθρώπους που έζησαν τον προηγούμενο αιώνα αλλά τελικά δεν απέχουν και πολύ από εμάς.
Ενα βιβλίο που η πλοκή του κυλάει σαν νερό.•
.
@ekdoseisklidarithmos γλυκό ευχαριστώ
..
1 εβδ.
Εικόνα προφίλ του χρήστη ioanniskousathanas
ioanniskousathanas
Ένα εξαιρετικό ψυχογραφημα του συνόλου των ηρώων αυτής της ιστορίας που αγγίζει την Κόλαση αλλά ταυτόχρονα και τον Ουρανό. Η νεοελληνική λογοτεχνία στην καλύτερη στιγμή της, με ένα γραπτό που θυμίζει την αριστουργηματική "Ρεβέκκα" της Δάφνης Ντι Μωριε, όπου το "φάντασμα" της προηγούμενης ζωής μας απειλεί την σημερινή και για να το ξορκίσει κανείς πρέπει να βουτήξει στο πιο σκοτεινό βυθό της ψυχής του και να καταφέρει να αναδυθεί σιγά σιγά στην επιφάνεια. Η Κώστα Κοντολέων έγραψε ένα, ήδη, κλασικό μυθιστόρημα ❤️
1 εβδ.Απάντηση
Εικόνα προφίλ του χρήστη sophies.mom.is.reading
sophies.mom.is.reading
Φαίνεται πολύ ενδιαφέρον... Και πολύ όμορφη φωτογραφία!
1 εβδ.Απάντηση
Εικόνα προφίλ του χρήστη stelios_travel_blogger
stelios_travel_blogger
Νομίζω ότι μόλις βρήκα το βιβλίο του καλοκαιριού μου!!! ❤️👏
1 εβδ.Απάντηση