Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Η Νάντια Τράτα στο fractal

 

«Αυτόνομες ιστορίες ισχυρής αλληλουχίας και συνοχής»

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

 

 

Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray», Εκδόσεις Ευρασία – Στιγμός

 

Η κατοχή, η απόκτηση ή η κατάκτηση της ατομικής ταυτότητας σημασιοδοτεί ένα εντελώς προσωπικό αφήγημα και την ίδια στιγμή οριοθετεί την ετερότητα από τους Άλλους. Ως συναίσθημα, η εδραίωση του εγώ προϋποθέτει την κατανόηση και τον αυτο-προσδιορισμό σε σχέση με το περιβάλλον, τον χρόνο, τον τόπο, ενώ,  συγχρόνως, το αρραγές  οικοδόμημα του προσωπικού μας αφηγήματος  συγκρατείται και υποστηρίζεται σε θεμέλια άλλοτε στιβαρά, άλλοτε σαθρά, κάποτε αξιόπιστα και κάποτε νοθευμένα. Και είναι ακριβώς αυτά τα χωνεμένα στη γη, τα βυθισμένα στη λήθη, τα λαξεμένα με τη μυτερή σμίλη της μνήμης, τα σφυρηλατημένα πάνω στο αμόνι της αν(τ)οχής  μας που θα γίνουν οι οδοθέτες της αφήγησης της Κώστιας Κοντολέων σ’ ετούτο το μεγάλο περίπατο επιστροφής σε χορταριασμένους τόπους και ξεθωριασμένους  χρόνους εκεί όπου έννοιες όπως αθωότητα και παιδικότητα, νιότη, οικογενειακοί δεσμοί, θα γίνουν χίλια κομμάτια πάνω στο σκληρό μπετόν της πραγματικής ζωής.

Με το νέο της έργο, την υπέροχη συλλογή διηγημάτων «Η Ίμα στη Ville d’Avray», η Κώστια θέλει να σπάσει στα δύο το χρόνο και να κατοικήσει στο μεταίχμιο του τότε και του τώρα, να φυσήξει τη σκόνη που καλύπτει φωτογραφίες ξεχασμένες, να ζητήσει τον λόγο από εκείνον που σ’ένα ξεγέλασμα της τύχης έσβησε το φως από τα μάτια του ενώ εκείνη ατάραχα ακόμη κολυμπούσε στα ήρεμα νερά των μητρικών σπλάχνων, ν’αψηφίσει σημάδια, να παρακούσει εντολές, να ταξιδέψει σε ξένη γη, σε παρόχθια καταπράσινα μονοπάτια, να δυναμώσει την ένταση στο πικάπ χορεύοντας  με χάρη και σκέρτσο νεανικό τους στίχους της Yma Sumac “A ti solita te quiero / A ti solita de adoro / A ti solita te entrego / La lllave de mi tesoro….”, να τολμήσει ν’αντικρύσει στο ημίφως της σωτήριας μοναξιάς την ανατολή ενός αισιόδοξου πρωινού, να κλείσει την πόρτα σε όσους αδιάντροπα την πλήγωσαν, να ξορκίσει την αντανάκλαση του κακού στο χιονάτο σεντόνι της αθωότητας, να συ(γ)χωρέσει για να μπορέσει ελεύθερη από τα βαρίδια της μνήμης να πετάξει ελεύθερη προς  μία καινούργια, φωτεινή, αισιόδοξη ζωή, την ολότελα δική της ζωή.

Στα είκοσι διηγήματά της, τόσα όσα και το άριστα (20) που οι αναγνώστες της ολόκαρδα της χαρίζουμε για όλα της τα έργα, είκοσι φωνές ζητούν ν’ακουστούν και η Κώστια αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τους μονολόγους με έναν απόηχο που φθάνει στ’αυτιά μας σαν διαθλώμενο ηχητικό κύμα από τα βάθη της αβύσσου όπου συναντώνται η αλήθεια με τη μυθοπλασία, το βίωμα με την αθέατη όψη της ψυχής, ένας κωδίκελλος με τη χρήση του οποίου επιχειρείται μία ψυχωμένη αλλαγή σε μία διαμορφωμένη κατάσταση: Τα διηγήματα της Κώστιας τείνουν να έχουν ένα βαθύ συναισθηματικό αντίκτυπο. Οραματίζεται, θυμάται, ανασκαλεύει το παρελθόν, ακούει ξανά λόγια ξεχασμένα, αρνείται επιθετικούς προσδιορισμούς που αβασάνιστα προτάσσουν το «Α» της ανίκανης στη θέση του «Α» της άριστης. Η συγγραφέας γράφει τολμηρά για τα πλέον σκοτεινά θέματα με εκπληκτική δύναμη στέλνοντας στον αναγνώστη, την ίδια ακριβώς στιγμή, ένα υπόγειο μήνυμα, μία σημαίνουσα υποσημείωση: στο ημίφως της εγκατάλειψης, τα σκόρπια τεκμήρια μίας παράδοξης ζωής αναδεικνύονται μέσα από την ασυνήθιστη ματιά της Κώστιας, σε πείσμα κάθε εύκολης κατηγοριοποίησης της ανθρώπινης συνθήκης, διατηρώντας στο ακέραιο την αυθυπαρξία τους και γνωρίζοντας πώς να προφυλάσσονται από τις κακοτοπιές κάθε βεβιασμένης προσέγγισης.

Γράφει κάπου ο Vilém Flusser (τσέχος φιλόσοφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, 1920-1991) πως τα περιβάλλοντα, τα πραγματικά και τα εικονικά, δεν είναι ιδιωτικές εσοχές αλλά δημόσιοι χώροι για κοινωνική αλληλεπίδραση. Η αφηγηματική virtuosité της Κώστιας Κοντολέων προκαλείται όχι μόνο από καταστάσεις ιδεατές και ήρωες φανταστικούς αλλά και από ντοκουμέντα. Λογοτεχνικοί μηχανισμοί παίρνουν μπροστά για να δημιουργήσουν σχέσεις ισχυρές με τον αναγνώστη ο οποίος ως επίμονος συν-αφηγητής στην μυθοπλαστική δομή γίνεται το καταλληλότερο μέσο για την διάσωση και τη μετάδοση του βαθύτερου νοήματος, της ουσιώδους αλήθειας κάθε ιστορίας αφού πίσω από τις λέξεις βρίσκεται κρυμμένη μία οδύσσεια πολλαπλών αποκαλύψεων.

Λογοτεχνικά ορθογραφημένη και στυλιστικά στιβαρή, η συλλογή διηγημάτων «Η Ίμα στη Ville d’Avray» περιδιαβαίνει ιχνηλατώντας σημάδια μικρά, βαθιές ουλές, ανοίγει τα καλά σφαλισμένα συρτάρια, ψαχουλεύει θαρρετά έως ότου  φθάσει στην καρδιά του τραύματος, περιγράφοντας με τρόπο διεισδυτικό, ρεαλιστικό και την ίδια στιγμή ψυχολογικά ευαίσθητο και κοινωνικά πανοραμικό, θέματα όπως τα γηρατειά, ο φόβος του θανάτου, η ορφάνια, η παιδική κακοποίηση παντί τρόπω, η ερωτική παραζάλη, η ανέξοδη αγάπη στους αδύνατους, το διαγενεακό τραύμα, οι οικογενειακές σχέσεις, οι καθημερινές απλές απολαύσεις της ζωής, η αναζήτηση ταυτότητας, η μνήμη και η ασίγαστη ανάγκη για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό.

Με αργό, τρυφερά τελετουργικό και συνάμα αυθεντικά ειλικρινή τρόπο, η συγγραφέας περιγράφει τολμηρά μία παιδική ηλικία στην οποία ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Εκεί ακριβώς που τέμνονται η μυθοπλασία και το βίωμα, αλήθειες βιωμένες, εμπειρίες χωρίς την ανάγκη να υπηρετήσουν κάποιο κύριο όνομα, συναισθήματα που ξεπλένονται στο θολό νερό της λησμονιάς, παραμένουν ζωντανά, αντικαθιστώντας τις έννοιες της αθωότητας και της ευτυχίας στα χρόνια της παιδικής ηλικίας που μεταφέρονται σαν εύφλεκτο υλικό καθώς η σχεδόν παντελής απουσία τους πυροδοτεί το ανομολόγητο συχνά δράμα σε κάθε ενήλικη ζωή.

Οι ήρωές της έχουν φωνή, η Κώστια ακούει και κρατά σημειώσεις, τίποτε δεν αφήνει να της ξεφύγει, για πόσα προφθαίνει να πρωτομιλήσει: Τι θέση άραγε έχουν σε αυτόν τον κόσμο παιδιά που δεν έχουν συμπληρωμένα όλα τα πεδία σε ένα δελτίο ταυτότητας, αγκαλιές που έμειναν άδειες σαν αποσκευές στα αζήτητα και απολεσθέντα, χάδια τρυφερά που δεν τόλμησαν να πετάξουν από το νου ως τ’ακροδάχτυλα, αγάπη άδολη που βολοδέρνει έρημη σαν ανεπίδοτη επιστολή, όνειρα παιδικά πάνω στα οποία η αθωότητα φυγαδεύτηκε κρυφά, πλάσματα που στερήθηκαν πατρικό φιλί, μητρικό χάδι, πεντάρφανα μα κυρίως ψυχικά τραυματισμένα, τους αρνήθηκαν άτεγκτα  κάθε υποστήριξη, χωρίς κατανόηση, χωρίς αποδοχή….  Η πανάξια συγγραφέας μετατρέποντας τα στερεότυπα δεκαετιών και το «γραφικό» όσο και άγονο τοπίο των συγγενικών και οικογενειακών δεσμών σε (συμ)πρωταγωνιστές του έργου της, απαντά σοφά μέσα από τα ανθρώπινα δράματα ημιτονίων  πως παντού και πάντα αυτό που μένει είναι το πώς ο καθένας από εμάς θα (ανα)διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα, πώς θα σταθεί απέναντι στο σπασμένο είδωλο της παιδικής ηλικίας σε πείσμα κάθε παγιωμένης και, αλίμονο, καθεστηκυίας  αντίληψης, πώς θα βρει διέξοδο μέσα από το λαβύρινθο των, τάχα, ελεύθερων επιλογών.

Σώματα που φαντάζουν άγνωστα στους υδρατμούς ενός καθρέφτη, μία πρόσκληση σε δείπνο οι καλεσμένοι του οποίου ξεχνούν να φέρουν το πολύτιμο δώρο της συγγνώμης, άδειες αγκαλιές και τούλια που καίγονται ενώ δάκρυα γεμίζουν τα μάτια ενός ταξιδιώτη, ένα πρωινό μετακόμισης σε τόπους όπου η ανατολή θα ξεπροβάλλει από τη δύση, λέξεις απαγορευμένες εντός της σχολικής τάξης, κενά πεδία σ’ένα δελτίο ταυτότητας, πήλινα αγάλματα σμιλεμένα στην πλάνη του χρόνου, ο έρωτας που σε αρπάζει απ’τα μαλλιά, μία γλυκόλαλη φωνή που γεμίζει τα κενά σε μία συνοικία ξεχασμένων ονείρων, κούκλες κουκλοθέατρου συντροφεύουν το μεσιανό σπίτι-φωτογραφία σε ένα κινητό, δώδεκα γράμματα – έξι άλφα και έξι νι – θα πλέξουν στεφάνι που θα συνοδεύσει μία βαρκούλα καθώς απαλά θα γλιστρήσει στο νερό, μία φωτογραφία ψαλιδισμένη που θα σταδιοδρομήσει ως θραύσμα μνήμης αλλοτινών καιρών, ένα λεύκωμα που γίνεται μάρτυρας πρώιμου ερωτικού σκιρτήματος, κούκλες παιδικές που γίνονται τεκμήριο άλωσης της παιδικής αθωότητας, υπόγεια που κρύβουν ανομολόγητα μυστικά, μενεξέδες και ζουμπούλια που ανθίζουν στους πάγκους μίας λαϊκής αγοράς, ένα συρτάρι που αναδίνει τη μυρωδιά της μουχλιασμένης ψυχής, η γεύση της εκδίκησης είναι πάντα γλυκειά….

 

Κώστια Κοντολέων

 

Η Κώστια Κοντολέων με την τελευταία συλλογή διηγημάτων της, αυτόνομες ιστορίες, παρόλα αυτά, ισχυρής αλληλουχίας και συνοχής, διευρύνει στιβαρά και ουσιαστικά το  αφηγηματικό της ύφος. Διανύοντας την απόσταση από το ατομικό στο συλλογικό, φέρνει στο φως ατόφια τη δύναμη της ευθύνης στον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα ταξίδι ενηλικίωσης με αντίστροφη πορεία, που όμως προχωρά μακρύτερα, σ’ένα συναρπαστικό τοπίο αναγνωστικής απόλαυσης όπου η μνήμη έρχεται στο φως για να καθαγιαστεί,  να εξαγνιστεί για να επανέλθει ως εμπειρία, ως μοχλός ψυχικής ενδυνάμωσης, ωριμότητας και σοφίας. Η ανθρώπινη τραγωδία γράφεται με μικρά γράμματα…..

Η συγγραφέας υπερασπίζεται την αλήθεια της φαντασίας και τη δύναμη της μνήμης, στοιχεία μαγικού ρεαλισμού στολίζουν την αφήγησή της και κάθε διήγημα συμπυκνώνει με αξιοθαύμαστη λογοτεχνική οξυδέρκεια και χορογραφημένες συναισθηματικές διαδρομές μία περιπετειώδη πορεία, εμπόδια που έγιναν προκλήσεις, μία συγκινητική περιπέτεια συνειδησιακής αφύπνισης και απόκτησης ταυτότητας όπου όλα εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες: βλέμματα, σκέψεις, εικόνες, παλιές φωτογραφίες, πρόσωπα χαμένα μα όχι ξεχασμένα, μουσικές της αξέχαστης Ima Sumac που ηχούν σε μακρινούς παράλληλους και περίπατοι στους ρομαντικούς υγρότοπους της Ville d’Avray, εκεί όπου ακούγεται το τραγούδι του κοκκινολαίμη, στιγμές που μοιάζουν αιώνες και το υπογάστριο μίας εποχής που σαν ώχρα ξεφτίζει σε τοίχο κατασκευής artificiel.

Ένα έργο-μινιατούρα, γεμάτο διαμαντάκια λογοτεχνικά, πολλαπλών αναγνώσεων και αφόρητα οικείων αναμνήσεων, η στοχαστική συλλογή διηγημάτων «Η Ima στη Ville d’Avray» εκκινεί από κόσμους νεφελώδεις για να καταλήξει θριαμβευτικά σε τόπους φωτεινούς, αισιόδοξους, μοιραία σημαίνοντες. Η μοναδική Κώστια Κοντολέων μοιράζεται θαρραλέα μία πνευματική ενδοσκόπηση που σε κάποια μάλιστα σημεία (εκτός από τις απόλυτα προσωπικές καταγραφές), αγγίζει σημάδια και κρυφές πληγές για τους περισσότερους εξ ημών, ταυτόχρονα όμως είναι και μία δήλωση χειραφέτησης, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, μα πάνω απ’ όλα, επικύρωσης της ατομικής, ιδιαίτερης και ξεχωριστής δυναμικής ενός ατόμου που τόλμησε να βαδίσει χέρι-χέρι με φαντάσματα του παρελθόντος τα οποία όμως στην πορεία θα αποχαιρετήσει μεγάθυμα, έχοντας κατακτήσει μία καρδιά λυτρωμένη, νήφουσα που αντικρίζει απελευθερωμένη πια τη νέα ημέρα που ανατέλλει.

 

Απρίλιος 2024

 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

 


Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray»

 Διώνη Δημητριάδου  Δημοσιεύτηκε 12 Απριλίου 2024 στο www.diastixo.gr

Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω της. Τα βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι ομπρέλες μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και λύκους στα δάση του κόσμου που παραμονεύουν κοκκινοσκουφίτσες. («Αθώες φωτογραφίες», σ. 76)

 

Η Κώστια Κοντολέων ανοίγει το τοπίο, η Ίμα ανοίγει τα μάτια και κυκλοφορεί μέσα στις σελίδες. Ξέρει πως ό,τι γράφτηκε βαθιά μέσα της εξακολουθεί να ζει, να πληγώνει, να διαμορφώνει αισθήματα και αντιδράσεις, να κινητοποιεί τη σκέψη· κυρίως τη σκέψη. Και είναι η ώρα που η μνήμη θα ξεχυθεί, με όποιον τρόπο θα βρει καλύτερο, συχνά στερεωμένη στο παρόν, με ρεαλιστική σκευή, συχνά πάλι σε πλήρη απογείωση, ανάμεσα στο τότε και το τώρα – κι αν το μπορεί, να αγγίζει τα μελλούμενα. Είκοσι ιστορίες, μικρές ή και πολύ μικρές (δύο από αυτές μόλις με έκταση μιας σελίδας), δημιουργούν, η καθεμία με το δικό της βάρος –σε λέξεις και σε βιωμένο χρόνο– μια «τοιχογραφία», ένα σκηνικό, όπου όλα φαίνονται υπαρκτά και αναμενόμενα, μέχρι τη στιγμή που θα ανατρέψουν την εικόνα. Και τότε όλα τα απίθανα ξετυλίγονται μπροστά μας. Μυθοπλασία σε μια από τις πιο ευφάνταστες εκδοχές της; Ναι, όμως, πόσο γίνεται να απέχει από προσωπικά βιώματα ή, το πιο ενδιαφέρον, από έναν ολόκληρο κόσμο συσσωρευμένων παρατηρήσεων; Η συγγραφή εκκινεί από την παρατήρηση, κατόπιν έρχεται η επεξεργασία των αποθηκευμένων εικόνων με την αρωγή των βιωμάτων. Κι έτσι γεννιέται το λογοτεχνικό σύμπαν, που όλο κάτι θα θυμίζει, όλο και κάπου θα παραπέμπει, ενώ ταυτόχρονα όλο και θα μοιάζει εντελώς καινούργια ζωή, επινοημένη.

 

Μια τέτοια αίσθηση έχω διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές. Διαφορετικές εντελώς μεταξύ τους, ως αφορμή της εξιστόρησης, ως εξέλιξη πλοκής, ως χαρακτηρολογία. Κι όμως, κάτι τις ενώνει.

 

Αρχικά η γραφή, που προσεγγίζει τόσο τα γεγονότα όσο και τα πρόσωπα με μια κοινή ματιά. Είναι ο «παρατηρητής» που καταγράφει ό,τι βλέπει, προσδίδοντας ιδιαίτερη αξία στο χτίσιμο του σκηνικού της ιστορίας, να μη μένουν μετέωροι οι χαρακτήρες, να έχουν τόπο να σταθούν. Κι έπειτα, ο τρόπος που διαμορφώνονται οι χαρακτήρες. Η συγγραφική ματιά πέφτει επάνω τους από τη μια με κατανόηση, με συμπάθεια, συχνά έως και ιδιότυπη «σύμπλευση», από την άλλη, όμως, ανυποχώρητη στην έκδηλη αρχική διάθεση να φθάσει η γραφή μέχρι το κόκαλο, να βρει την πηγή του πόνου, την ουλή του τραύματος, να μιλήσει γι’ αυτό χωρίς προσχήματα.

 

Χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τους καθρέφτες. Δίνει από τη μια το είδωλο, όπως φαίνεται μέσα τους, το ανατρέπει από την άλλη, προσφέροντας την άλλη όψη της ζωής.

 

Νήμα σύνδεσης διαφαίνεται και στην υπόρρητη θεματική, όχι σε ό,τι επιφανειακά αρχικά προβάλλεται, αλλά σε ό,τι υποκρύπτεται υποδηλώνοντας την αρχική συγγραφική πρόθεση – αν επιτρέπεται, με εικασία και μόνον, να την προσεγγίσουμε. Έχω την εντύπωση πως καθόλου τυχαία η πρώτη ιστορία έχει τον τίτλο «Ασύμμετρο παιχνίδι». Μοιάζουν οι ήρωες όλων των ιστοριών να αντιλαμβάνονται το ασύμμετρο της παρουσίας τους μέσα σε έναν κόσμο που θα τον ήθελαν αλλιώς, να μην τους θυμίζει διαρκώς το προσωπικό τους τραύμα, να μη χρειάζεται σκηνικό θανάτου το κάθε κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών με το παρελθόν, οι αθώοι να μην είναι φταίχτες και οι φταίχτες αθώοι, οι λύκοι να μη φοράνε προσωπείο, οι «κοκκινοσκουφίτσες» να μην έχουν ανάγκη το παραμύθι τους για να σωθούν, η Ίμα Σουμάκ να κελαηδά σε κάθε φτωχική αυλή, οι λαϊκές αγορές να μεταμορφώνονται σε χώρους αγαλλίασης και ακουστικής ευωχίας, η ενηλικίωση να μην απαιτεί αίμα ψυχής, οι καθρέφτες, επιτέλους οι καθρέφτες, να μη λένε πάντα την αλήθεια, θρυμματίζοντας τις ιαματικές και ζωογόνες ψευδαισθήσεις.

 

Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της καθρέφτης, μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες, θα της πει γι’ ακόμη μια φορά την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις. («Η δουλειά του πατέρα», σ. 23)

 

Επειδή, όμως, δεν είναι έτσι ο κόσμος, έρχονται οι ιστορίες με τον παραμυθητικό τους ρόλο να παρηγορούν, να φτιάχνουν ένα διαφορετικό σκηνικό, καταργώντας –έστω και αιφνιδιαστικά στο τέλος τους– το υπαρκτό, το δυσβάστακτο. Η Κοντολέων χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τους καθρέφτες. Δίνει από τη μια το είδωλο, όπως φαίνεται μέσα τους, το ανατρέπει από την άλλη, προσφέροντας την άλλη όψη της ζωής. Άριστο παράδειγμα «Η πασαρέλα του πηλού», με τη μετάπλαση του υπαρκτού (σώματος) σε ιδεατή εικόνα έργου τέχνης, με την αναγκαία μεσολάβηση της γης, του ταπεινού πηλού· μια επιστροφή στην αρχική μορφή, μια πορεία από την οδυνηρή πραγματικότητα σε μια άλλη διάσταση, όπου όλα αλλάζουν την εικόνα τους. Το «φαίνεσθαι» καμιά φορά ισχυρότερο του «είναι».

 

Κι εκείνη δεν έβλεπε πια λασπωμένους βούρκους, μήτε κορμιά που λαχταρούσαν την ένωσή τους με το υγρό χώμα σε συνουσία παράξενα ηδονική. Έβλεπε μόνο τη μάνα γη, μήτρα ορθάνοιχτη να την καλεί στο υγρό της σκοτάδι, κι ως μια χθόνια ύπαρξη χωρίς ντροπή ή φόβο άφησε πίσω της τα ρούχα και το ενήλικο σώμα της κι ως έμβρυο εισήλθε σ’ εκείνη τη μήτρα από λάσπη και χώμα για να γεννηθεί ξανά. («Η πασαρέλα από πηλό», σ. 33)

 

Η γραφή της Κοντολέων όλα τα καθιστά δυνατά, στο όνομα μιας έξοχης μυθοπλασίας. Στο κάτω κάτω η γραφή αυτό καλείται να κάνει (μακάρι στα χέρια ικανών γραφιάδων, όπως εδώ), να μεταπλάθει την εικόνα, να μεταποιεί το απλό σε θαυμαστό, το επαχθές σε υποφερτό, να δημιουργεί ένα νέο επινοημένο σύμπαν, να μας προσκαλεί μέσα του, να μας δείχνει τον κόσμο από μια προνομιούχο θέση θέασης. Ακόμη κι όταν μιλάει για τα πιο σκοτεινά τοπία, όπως η μνήμη και η λήθη, στη δυναμική τους η καθεμία.