Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Ελεύθερος Τύπος, Συνέντευξη στη Γιούλη Τσκάλου

 



Η νέα συλλογή διηγημάτων της Κώστιας Κοντολέων χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη γραφή προκειμένου να επιχειρήσει, άλλοτε υπαινικτικά κι άλλοτε με τρόπο φωτογραφικό, μια διείσδυση στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα τραύματα του παρελθόντος, σε ό,τι μπορεί να σηματοδοτεί μια καθημερινή εικόνα, αλλά και στην ανίχνευση της δυναμικής που διαθέτουν οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Επιλογές θεμάτων που ξαφνιάζουν, καθώς υποκύπτουν σε μια απρόοπτη ανάγνωσή τους και που τελικά επιβεβαιώνουν πως η άξια διαχρονικότητα είναι αυτή που μπορεί και επιβιώνει με τη μοναδικότητά της.

 

-Κώστια Κοντολέων, συγγραφέας, μεταφράστρια, σύζυγος, γιαγιά πως τα καταφέρνετε και τα προλαβαίνετε όλα;

- Όλες αυτές οι ιδιότητες αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους αλλά παράλληλα  έχει η κάθε μια τους την ανεξαρτησία της.  Η ιδιότητα του συγγραφέα επίπονη και απαιτητική συνταιριάζεται με την ιδιότητα του μεταφραστή που απαιτεί ανάλογες και αναγκαίες συμβάσεις δουλειάς.  Η ιδιότητα της συζύγου βασίζεται στην συντροφικότητα και στα κοινά ενδιαφέροντα του ζευγαριού.  Η ιδιότητα της γιαγιάς είναι μια σχέση αγαπησιάρικη αλλά δεν απαιτεί απόλυτη αφοσίωση τουλάχιστον στη δικιά μου περίπτωση.  Ναι, τα προλαβαίνω όλα γιατί βάζω σ’ αυτά προτεραιότητες για να μπορώ να είμαι συνεπής σε όλες μου τις ιδιότητες.

-Οι διακρίσεις για τις μεταφράσεις πολλές αισθάνεστε δικαίωση για τον κόπο σας; Πόσο λυτρωτικά λειτουργούν τα βραβεία στην ανθρώπινη ύπαρξη;

- Την δικαίωση την παίρνω κυρίως από το αποτέλεσμα της δουλειάς μου.  Είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία που καταντά στην πορεία για τον μεταφραστή βίωμα αναγκαίο.  Πολλά τα ξενύχτια, τα κοκκινισμένα από την έλλειψη ύπνου μάτια, η καταπόνηση του αυχένα για την ολοκλήρωση μιας μετάφρασης κι όμως το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές σε αποζημιώνει.  Όσον αφορά εμένα προσωπικά οφείλω να ομολογήσω πως ‘Ναι’, αξιώθηκα πολλές διακρίσεις για την μεταφραστική δουλειά μου και είναι φυσικό να με γεμίζουν αυτοπεποίθηση αλλά πρέπει ειλικρινά να εξομολογηθώ πως για μένα τα όποια βραβεία ακόμη και το ‘Κρατικό’ που έχω πάρει χάνουν την λάμψη τους αν συγκριθούν με τα επαινετικά λόγια του/της ανώνυμου αναγνώστη/στριας μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του μεταφρασμένου από εμένα βιβλίου.

  

 

-To νέο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε με ένα πρωτότυπο  τίτλο «Η Ίμα στη Ville d’Avray» κάτω από καινούργια εκδοτική στέγη, από που αντλήσατε την έμπνευση ;

- Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην εύνοια της τύχης που οδήγησε το συγκεκριμένο βιβλίο να βρεθεί σ’ έναν εκδοτικό οίκο από αυτούς που σέβονται τους συγγραφείς τους κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα βιβλίο πραγματικό κόσμημα από κάθε άποψη.  Τώρα το από που αντλώ τις εμπνεύσεις μου είναι γνωστό γιατί το έχω εξομολογηθεί δημόσια πολλές φορές.  Γεννήθηκα με ένα παράξενο προτέρημα-ελάττωμα όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο αυτό, δηλαδή να παρατηρώ άθελα μου τα πάντα, να βλέπω αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι όχι γιατί δεν είναι ορατά σ’ αυτούς αλλά απλά  δεν τα προσέχουν, χρησιμοποίησα την λέξη ελάττωμα γιατί κάποια από αυτά καταλήγουν να μου γίνονται βιώματα που κι αυτά συνωστίζονται στον   σκληρό δίσκο του μυαλού μου και παραμένουν εκεί, επειδή όμως ο σκληρός δίσκος χρειάζεται κάποια στιγμή να αδειάσει επιλέγω να μετουσιώσω τις εικόνες σε λέξεις και στη συνέχεια με υπαινικτικό τρόπο σε κείμενα.

 

-Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο πυρήνας της ιστορίας σας; Η πεμπτουσία του;

-Ιστορίες διαχρονικές που φωτίζουν λες με φωτογραφικό φακό διαπροσωπικές σχέσεις, τραύματα που έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν όπως και σπαράγματα και εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ιστορίες διαχρονικές που εντέλει επιβεβαιώνουν την όποια μοναδικότητα τους.

 

-Είκοσι διηγήματα για τη χαμένη αθωότητα, τη διαχείριση της μνήμης και τους εφιάλτες του παρελθόντος. Πιστεύετε, ότι ο άνθρωπος για να βιώσει τη λύτρωση πρέπει πρώτα να ματώσει, ώστε να επιφέρει σωτήριες και τελεσίδικες λύσεις;

-Η διαχείριση της μνήμης είναι καθαρά προσωπική διεργασία.  Πιστεύω ακράδαντα πως δεν πρέπει να φοβόμαστε να κοιταζόμαστε συχνά στον καθρέφτη της. Ουσιαστικά εκεί κρύβεται όλη η πορεία της ζωής μας, εκεί η αθωότητα αλλά και η μνησικακία.  Η καλοσύνη και η εχθρότητα, εκεί και τα πεπραγμένα μας καλά ή κακά. Φυσικά θα πρέπει να έρχεται συνεπίκουρη της μνήμης και η εσωτερική μας ψυχική δύναμη για να καταφέρουμε να διώξουμε ότι μας πόνεσε και να αντέξουμε τη σωτηρία μέσω της λύτρωσης. Αυτή καλείται να διαχειριστεί ο εκάστοτε συγγραφέας για να δημιουργήσει έργο.  Ωστόσο, η λύτρωση, εκ φύσεως απαιτητική και φιλάργυρη θα έρθει ανακουφιστική για μας όταν θα είναι σίγουρη πως κοπιάσαμε πολύ για να την αξίζουμε και ως αντάλλαγμα θα μας δείξει τον δρόμο της κάθαρσης.

 

-Η ειλικρίνεια και η αλήθεια σοκάρουν, αλλά είναι ο μόνος δρόμος προς την αλλαγή.

-Η ειλικρίνεια και η αλήθεια πραγματικά σοκάρουν αυτούς που δεν ομνύουν σ’ αυτές τις δυο αρετές, τις τόσο σπάνιες και δυσεύρετες στις ταραγμένες εποχές που ζούμε, αλλά είναι και τα μόνα κλειδιά που μπορούν να ανοίξουν τις πόρτες ενός πιο αισιόδοξου μέλλοντος.

 

-Τι θεωρείτε ότι λείπει σε αυτήν την εποχή σε σχέση με τις προηγούμενες; Θα υπάρξει  κάθαρση, σωτηρία μέσα από τον καθαρμό της αθωότητας που χάθηκε, κάποτε μάλιστα ακαριαία. 

-Πολλά λείπουν στην εποχή μας, πολλά έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, μαζί μ’ αυτά η αθωότητα και η εμπιστοσύνη που κάποτε ήταν κυρίαρχες στις σχέσεις των ανθρώπων. Σήμερα έχουν αντικατασταθεί από την πονηριά και την καχυποψία, τα ζηλόφθονα και εκδικητικά αισθήματα.  Ως εκ τούτου η κάθαρση θα επέλθει μόνο αν επιστρέψουμε στην ειλικρίνεια των αισθημάτων μας και την πίστη πως παρόλα αυτά που μας ταλανίζουν στην καθημερινότητα μας το μέλλον θα είναι  ελπιδοφόρο και ότι θα  συνεχίσουν να υπάρχουν αγαθές προθέσεις αν όχι στην πλειονότητα του κόσμου αλλά σε ένα μεγάλο μέρος του και πως θα τις βρούμε αν τις αναζητήσουμε.  

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Τα Σάββατα των ψυχών

 


Τα Σάββατα των ψυχών

Έρχονται και παρέρχονται  τα Σάββατα των ψυχών, γεμάτα παλιούς και νέους τεθνεώτες.  Τα κόλλυβα κέρασμα στη μνήμη τους  με το κερί στη μέση να καίει φωτίζοντας τα σκοτάδια του κόσμου των νεκρών.  Μια  τέτοια μέρα σήμερα  θυμήθηκα κάτι σαν ελεγεία που είχα γράψει κάποτε όταν ακόμη δεν είχαν στεγνώσει τα δάκρυα από την απουσία της  μητέρας του άντρα μου.   Ανακατεύοντας παλιά γραπτά ανακάλυψα τις λέξεις του τότε που σηματοδοτούσαν την μόνιμη απουσία εκείνων που δεν λησμονήθηκαν.

 Αφιερωμένο λοιπόν σ’ εκείνη τη ‘Μαγική Μητέρα’ και σε όσους προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.

 ******************************

Δεν είχαν στεγνώσει ακόμη τα δάκρυα από την απουσία της, δεν είχε σβήσει ο ήχος από τις οπλές του αλόγου του πανώριου καβαλάρη που την έπαιρνε μακριά μας.  ‘‘Μη…’’ ψίθυρος είχε βγει η φωνή μου, ενώ ο καβαλάρης γελούσε, είχα απλώσει το χέρι να την πιάσω μα εκείνη γαντζώθηκε πιο σφικτά πάνω του και σήκωσε το χέρι της, δεν ξέρω αν ήταν για να  χαϊδέψει τα μαλλιά της ή να μου γνέψει, κι ύστερα έγιναν ένα με τον άνεμο, ένα με το σκοτάδι…

 

… Κι εγώ στέκομαι, τώρα, μπροστά στο μνήμα σου και κοιτάζω το φρεσκοσκαμμένο χώμα, τη ραγισμένη πλάκα κι εκείνο τα ματσάκι τα ζουμπούλια που τόσο αγαπούσες, πλάι στο σταυρό με τις μαργαρίτες, και την λευκή κορδέλα με τα χρυσά γράμματα που έλεγε στη ‘‘Μαγική Μητέρα’’  και το αλουμινένιο στενόχωρο κασελάκι στα πόδια σου, εκεί που χωμένος λουφάζει καιρό τώρα ο πατέρας σου ο Γιάγκος και κάνει πως δεν ακούει όσα του λες, για τη μικρή Τουρκάλα την Αϊσέ, τότε που σ’ έπαιρνε κοριτσάκι ακόμα μαζί του στα ταξίδια του κι έπαιζες μαζί της, και για εκείνον τον πανώριο άντρα, καβάλα στ’ άλογο του, με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και το πελώριο στήθος του ζωσμένο τα φισεκλίκια, θυμόσουν πάντα το χάδι του στις ξανθές κοτσίδες σου, καθώς σε ρωτούσε, ‘πως σε λένε μικρή πεντάμορφη;’  ‘Αγνή, Αγνή με λένε’  του απάντησες κοκκινίζοντας, κι εκείνος είχε γελάσει δυνατά και το γέλιο του το πήρε ο άνεμος, και το έφερε ως τη λαγκαδιά, να τ’ ακούσει η λάμια στις καλαμιές και να γελάσει κι αυτή, και τα ξωτικά, και η Αϊσέ, κι εσύ Αγνή, κι ύστερα εκείνος κάλπασε μακριά, πιο γρήγορος και από τον άνεμο, ‘‘ο Τσακιτζής, ήταν ο Τσακιτζής’’ σου είχε πει η Αϊσέ , κι εσύ χρόνια μετά καμάρωνες, καμαρώνεις-τι λέω τώρα-για τούτο το χάδι, και να που ο πανώριος εκείνος άντρας καβάλα πάντα στο άλογο του, στέκεται τώρα πλάι στο νιόσκαφτο μνήμα σου, φωνάζοντας γελώντας τ’ όνομα σου, ‘‘Αγνή’’, ενώ τ’ άλογο του χτυπάει ανυπόμονο την οπλή του στο χώμα κι εσύ ανεβαίνεις στα καπούλια του, το χέρι σου χαϊδεύει τα μαλλιά σου, κι ύστερα πιάνεσαι σφικτά από τον καβαλάρη, ‘‘έτοιμη’’ , λες , ‘‘έτοιμη από καιρό’’, κι ο καβαλάρης πάλι γελάει, και ‘‘πάμε Αγνή, ήρθε η ώρα’’, λέει.  Και μαζί καλπάζετε για τη μικρή Τουρκάλα την Αϊσέ και για τα ευλογημένα χώματα της Ιωνίας που τόσο αγάπησες…      

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Εκεί που καθρεφτίζονταν ο Νάρκισσος

 


Εκεί που καθρεφτίζονταν ο Νάρκισσος

Οι βαθιές αυλακιές των ρυτίδων της όλο και βάθαιναν στη σπουδή του χρόνου.

Κι εκείνη… Αχ, εκείνη είχε μια σχέση μίσους στα όρια της εμμονής με τους ‘παραμορφωτικούς’ όπως ισχυρίζονταν καθρέφτες του σπιτιού της, σπάνια άφηνε το βλέμμα της να εστιαστεί εντός τους, απέφευγε όλους τους φωτογράφους επαγγελματίες και μη και αμφισβητούσε την αλήθεια των φωτογραφιών τους, που δεν συμφωνούσε ποτέ με την προκατασκευασμένη δική της αλήθεια.

Κι όσο πλησίαζε στην αυγή μιας καινούργιας δεκαετίας, ίσως της τελευταίας της, προσπαθούσε ασθμαίνοντας να βρει τρόπο ν’ ακινητοποιήσει τον χρόνο, με συχνές επισκέψεις σε κέντρα αισθητικής ακριβοπληρώνοντας αδιαμαρτύρητα κρέμες ημέρας, νυκτός και αντιηλιακές, μάσκες ανόρθωσης ρυτίδων, μασάζ απέλπιδης ελπίδας  σύσφιξης στο χαλαρωμένο ανεπιστρεπτί σώμα, με την ψευδαίσθηση πάντα πως θα κατάφερνε να γυρίσει τον χρόνο πίσω ή έστω πως θα μείωνε την ανεξήγητη γι αυτήν βιάση του.  Επέμενε πεισματικά σ’ όλα αυτά κι ας βάθαιναν κι άλλο οι ρυτίδες και οι γκρίζοι κύκλοι κάτω από τα μάτια σκούραιναν ακόμη περισσότερο.

Όταν θα γεράσω μονολογούσε συχνά θα… Μα ήταν με το ένα πόδι ήδη εκεί κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί.  Απέφευγε τις παρέες με συνομήλικες της, τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτές γελούσε ειρωνικά κι επέλεγε πάντα παρέες νεότερων γυναικών κι ας ήταν σαν την μύγα μες στο γάλα ανάμεσα τους.

Συχνά κατέφευγε στην ταξινόμηση παλιών φωτογραφιών της, τότε που η φρεσκάδα της αυθάδικης νιότης δεν εύρισκε ποτέ τον λόγο να σκεφτεί το μετά.

Οι άσπρες τρίχες είχαν κάνει την απρόσκλητη εισβολή τους στα πυρόξανθα μαλλιά της, μα λίγο την ένοιαζε, είχε τα δικά της όπλα άμυνας, οι βαφείς στα κομμωτήρια έκαναν πια θαύματα στα μεσήλικα κεφάλια, με ειδικότητα στις παντός είδους αποχρώσεις του ξανθού, και τα γυαλιά πρεσβυωπίας σπάνια έβγαιναν από τη θήκη τους παρουσία άλλων γυναικών.

Εκείνη έπαιρνε τα μέτρα της και εθελοτυφλούσε κατά πόσον ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο πίστευε όλα αυτά στα οποία κατέφευγε.  Μέχρι…

Μέχρι εκείνο το βράδυ σε μια από τις συχνές μοναχικές της αναδρομές στο παρελθόν μέσα από φωτογραφίες που σηματοδοτούσαν το τότε, βρέθηκε μπλεγμένη ανάμεσα σ’ ένα σωρό πολυχρησιμοποιημένους φακέλους και άχρηστα πια φιλμ, με έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.  Κόντευε να τελειώσει πια με τις θύμησες της ηλικιακής της άνοιξης, όταν έπιασε στα χέρια της ένα φάκελο που εξωτερικά δεν της θύμιζε κάτι.  Τα δάχτυλα της βυθίσθηκαν βιαστικά εντός του και σαν δαγκάνες άρπαξαν έναν πάκο φωτογραφίες και τις έβγαλαν ανυπόμονα στο φως του σήμερα.

Ήταν μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες από την καλλιτεχνική ωριμότητα της.  Τραβηγμένες και πάλι από επαγγελματία φωτογράφο για να διαφημιστεί η συμμετοχή της ως πρώτο βιολί σε μια σημαντική συναυλία.  Έπιασε τον εαυτό της να σιγομουρμουρίζει νότες καθώς αποκάλυπτε την μια μετά την άλλη φωτογραφία.   Όταν…

Όταν ξαφνικά σταμάτησε στην τελευταία. Σαν να είχε  ανακαλύψει, αίφνης, το φίλτρο της αιώνιας νεότητας στο πρόσωπο που την κοίταζε μέσα από την φωτογραφία.  Με βλέμμα που μαγνήτιζε άθελα του,  ανεπαίσθητο χαμόγελο, και έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη.  Έμεινε να κοιτάζει την αποτύπωση μιας τυχαίας στιγμής σε μια φωτογραφία του εαυτού της απρόσμενα μαγεμένη από εκείνον.

Αύριο θα της αγοράσω κορνίζα, μονολόγησε αποφασιστικά.

Αύριο θα την βάλω δίπλα μου στο γραφείο.

Αύριο θα σκεπάσω όλους τους καθρέφτες στο σπίτι, και θα γίνει εκείνη ο καθρέφτης μου.  Σ’ αυτόν θα βλέπω εμένα χωρίς ρυτίδες, χωρίς μαύρους κύκλους στα μάτια, χωρίς θαμπά ξεθωριασμένα από τις βαφές μαλλιά.

Συνέχισε να ζει κοιτάζοντας ώρες το είδωλο της ερωτευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό.  Περιμένοντας μάταια να συμβεί το ανείπωτο που λαχταρούσε, να γίνει ένα με τη φωτογραφία της ανεπίστρεπτης άνοιξης του ειδώλου της. Ένα είδωλο κι αυτή πριν το φθινόπωρο αποχωρήσει, αφήνοντας ελεύθερη την εισβολή του χειμώνα έξω από άψυχες φωτογραφίες και υποκατάστατα είδωλα.

Οι άυπνες νύχτες των προσπαθειών της νομοτελειακά θα τέλειωναν χωρίς ποτέ να το πετύχει, κι ο χειμώνας ήδη καραδοκούσε. Έπρεπε να τον προλάβει, να μην τον αφήσει να θαμπώσει την δισυπόστατη εικόνα της. Έπρεπε να βιαστεί.

Σηκώθηκε, πήγε προς το μπάνιο βγήκε κρατώντας ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι, ύστερα άνοιξε τη θήκη του βιολιού της, και γύρισε πάλι εκεί που δεν αξιώθηκε την ανίερη ένωση του έμψυχου με το άψυχο.  Έπαιξε κρατώντας με τρεμάμενο χέρι το δοξάρι μια μελωδία αποχαιρετισμού, το μικροσκοπικό μπουκαλάκι κύλισε άδειο πια στο πάτωμα.

Την βρήκαν την άλλη μέρα να κρατάει αγκαλιά στο άψυχο κορμί της την κορνίζα.

Σε μια τελευταία προσπάθεια να ενωθεί μαζί της νικώντας τον χρόνο σε μια μόνιμη άνοιξη.

https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-ekei-pou-kathreftizontan-o-narkissos/