Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Τα Σάββατα των ψυχών

 


Τα Σάββατα των ψυχών

Έρχονται και παρέρχονται  τα Σάββατα των ψυχών, γεμάτα παλιούς και νέους τεθνεώτες.  Τα κόλλυβα κέρασμα στη μνήμη τους  με το κερί στη μέση να καίει φωτίζοντας τα σκοτάδια του κόσμου των νεκρών.  Μια  τέτοια μέρα σήμερα  θυμήθηκα κάτι σαν ελεγεία που είχα γράψει κάποτε όταν ακόμη δεν είχαν στεγνώσει τα δάκρυα από την απουσία της  μητέρας του άντρα μου.   Ανακατεύοντας παλιά γραπτά ανακάλυψα τις λέξεις του τότε που σηματοδοτούσαν την μόνιμη απουσία εκείνων που δεν λησμονήθηκαν.

 Αφιερωμένο λοιπόν σ’ εκείνη τη ‘Μαγική Μητέρα’ και σε όσους προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.

 ******************************

Δεν είχαν στεγνώσει ακόμη τα δάκρυα από την απουσία της, δεν είχε σβήσει ο ήχος από τις οπλές του αλόγου του πανώριου καβαλάρη που την έπαιρνε μακριά μας.  ‘‘Μη…’’ ψίθυρος είχε βγει η φωνή μου, ενώ ο καβαλάρης γελούσε, είχα απλώσει το χέρι να την πιάσω μα εκείνη γαντζώθηκε πιο σφικτά πάνω του και σήκωσε το χέρι της, δεν ξέρω αν ήταν για να  χαϊδέψει τα μαλλιά της ή να μου γνέψει, κι ύστερα έγιναν ένα με τον άνεμο, ένα με το σκοτάδι…

 

… Κι εγώ στέκομαι, τώρα, μπροστά στο μνήμα σου και κοιτάζω το φρεσκοσκαμμένο χώμα, τη ραγισμένη πλάκα κι εκείνο τα ματσάκι τα ζουμπούλια που τόσο αγαπούσες, πλάι στο σταυρό με τις μαργαρίτες, και την λευκή κορδέλα με τα χρυσά γράμματα που έλεγε στη ‘‘Μαγική Μητέρα’’  και το αλουμινένιο στενόχωρο κασελάκι στα πόδια σου, εκεί που χωμένος λουφάζει καιρό τώρα ο πατέρας σου ο Γιάγκος και κάνει πως δεν ακούει όσα του λες, για τη μικρή Τουρκάλα την Αϊσέ, τότε που σ’ έπαιρνε κοριτσάκι ακόμα μαζί του στα ταξίδια του κι έπαιζες μαζί της, και για εκείνον τον πανώριο άντρα, καβάλα στ’ άλογο του, με τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και το πελώριο στήθος του ζωσμένο τα φισεκλίκια, θυμόσουν πάντα το χάδι του στις ξανθές κοτσίδες σου, καθώς σε ρωτούσε, ‘πως σε λένε μικρή πεντάμορφη;’  ‘Αγνή, Αγνή με λένε’  του απάντησες κοκκινίζοντας, κι εκείνος είχε γελάσει δυνατά και το γέλιο του το πήρε ο άνεμος, και το έφερε ως τη λαγκαδιά, να τ’ ακούσει η λάμια στις καλαμιές και να γελάσει κι αυτή, και τα ξωτικά, και η Αϊσέ, κι εσύ Αγνή, κι ύστερα εκείνος κάλπασε μακριά, πιο γρήγορος και από τον άνεμο, ‘‘ο Τσακιτζής, ήταν ο Τσακιτζής’’ σου είχε πει η Αϊσέ , κι εσύ χρόνια μετά καμάρωνες, καμαρώνεις-τι λέω τώρα-για τούτο το χάδι, και να που ο πανώριος εκείνος άντρας καβάλα πάντα στο άλογο του, στέκεται τώρα πλάι στο νιόσκαφτο μνήμα σου, φωνάζοντας γελώντας τ’ όνομα σου, ‘‘Αγνή’’, ενώ τ’ άλογο του χτυπάει ανυπόμονο την οπλή του στο χώμα κι εσύ ανεβαίνεις στα καπούλια του, το χέρι σου χαϊδεύει τα μαλλιά σου, κι ύστερα πιάνεσαι σφικτά από τον καβαλάρη, ‘‘έτοιμη’’ , λες , ‘‘έτοιμη από καιρό’’, κι ο καβαλάρης πάλι γελάει, και ‘‘πάμε Αγνή, ήρθε η ώρα’’, λέει.  Και μαζί καλπάζετε για τη μικρή Τουρκάλα την Αϊσέ και για τα ευλογημένα χώματα της Ιωνίας που τόσο αγάπησες…      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου