Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

Η δουλειά του πατέρα

 “Η δουλειά του πατέρα”

 



Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της καθρέφτης μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες, θα της πει γι’ ακόμη μια φορά την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις.

Άναρχη γκρίζα εισβολή στην ομοιομορφία των κάποτε καστανόξανθων μαλλιών, ρυτίδες στη βάση καστανών ματιών, αυλακιές στο άλλοτε αλαβάστρινο μέτωπο διακριτικά προειδοποιούσαν, ‘κάθε καινούργια δεκαετία κουβαλάει αναπόφευκτα το αποτύπωμα της προηγούμενης.’

Στο κατώφλι της νέας δεκαετίας της, αναζητεί τώρα εκείνη το αποτύπωμα που θα την καθορίσει. Μεγάλη πια για γενέθλια αποφασίζει, για τούρτες με κάλπικα ερωτηματικά εκεί που άλλοτε λαμπύριζαν προδοτικά κεριά. Τηλέφωνο απενεργοποιημένο, υπολογιστής κλειστός. Το φλιτζάνι με τον ζεστό καφέ στο χέρι, επιβάλλει το ημίφως και τη χαλαρωτική μουσική, λένε πως φτιάχνουν σίγουρα ατμόσφαιρα.

Φυλλομέτρημα τώρα παλιών άλμπουμ, κιτρινισμένων φωτογραφιών και φλου περάσματα από θολωμένες παρελθοντικές μνήμες.

Φυλλομετρά αντίστροφα τα χρόνια. Με τις μικρές ή μεγάλες στάσεις τους, στα σημαντικά ή ασήμαντα της ζωής της. Διατρέχει τροχάδην πανεπιστήμια, λύκεια, γυμνάσια, κι η μνήμη κουρασμένη αντιστέκεται τώρα στις άβολες ταχύτητες, κατεβαίνει ακροπατώντας αντίστροφα την κλίμακα της συνειδητοποιημένης γνώσης εντός σχολείου. Με βήματα, διστακτικά, στον περίκλειστο από διαταγές χώρο του, τις απαγορεύσεις και τ’ ακατανόητα φιρμάνια που μπέρδευαν την αλφαβήτα με την μισανθρωπία.

Κι ήταν σε κείνη την πρώτη τάξη, την πρώτη-πρώτη μέρα, που η δασκάλα εξάσκησε πάνω της το προνόμιο της εκπαιδευτικής εξουσίας, εδρασμένο στο τρίπτυχο! «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.»

Κι ο πατέρας της απών στα πρώτα εκείνα βήματα της, μηδέν οι θύμισες του στα απρόσωπα όνειρα της. Μόνο μια φωτογραφία, υποκατάστατο κατασκευασμένης αλήθειας, απεικόνιζε μάζωξη ανδρών, καθισμένων σε βράχο άνυδρο, απότομο, και θάλασσα αγριεμένη στο φόντο. Φωτογραφία λες εντοιχισμένη στο κομοδίνο της μητέρας της, από πάντα και για πάντα. Κάποτε της είχε δείξει μια θολή αρσενική φιγούρα στο κέντρο της φωτογραφίας ανάμεσα σ’ άλλες θολές αρσενικές φιγούρες.

«Ο πατέρας σου», της είχε πει μόνο και την έβαλε ξανά πίσω στο βωμό της.

Όσες φορές είχε αποτολμήσει να μάθει περισσότερα για κείνη τη φωτογραφία και για το μέρος που είχε τραβηχτεί, η απάντηση αόριστη πάντα ήταν: «Στο Νησί».

Κι όμως εκείνο «το Νησί», είχε όνομα, Μακρόνησο το έλεγαν. Λέξη διαγραμμένη από το λεξιλόγιο της οικογένειας, όπως και κάποιες άλλες περίεργες ‘εξορία-εκτοπισμένος-κομμουνιστής.’

Αλήθεια εκείνη η φωτογραφία σε ποιο άλμπουμ να βρίσκονταν καταχωνιασμένη τώρα; Στις αλλεπάλληλες μετακομίσεις της ίσως και να είχε χαθεί.

Κουνά το κεφάλι – Όλα χάνονται τελικά! Κι αναζητά το δικό της άλμπουμ που είχε κλείσει μέσα του στιγμές, όνειρα κι απογοητεύσεις της δικής της ζωής.

Το είδε να εξέχει από τον σωρό των σκορπισμένων ολόγυρα της- το άλμπουμ των μαθητικών της χρόνων.

Φυλλομετρά… Θυμάται…

Τα χρόνια του σχολείου. Την αναγκαστική απομάκρυνση από την ασφάλεια της μητρικής προστασίας. Φοβόταν, μα τα λόγια της μάνας την παρηγορούσαν ή μήπως όχι; Της μιλούσε για το σχολείο της, πως ήταν στην πιο πέρα γειτονιά, εκεί που τα σπίτια είχαν πολλά δωμάτια και όλοι λέγανε πως ήταν πολύ καλό…

Δεν ήξερε η μάνα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, πως σ’ εκείνη την πιο πέρα γειτονιά με τα μεγάλα σπίτια έμενε ένα κορίτσι, που ερχόταν κάπου-κάπου να παίξει στο προαύλιο της εκκλησίας με τα παιδιά της γειτονιάς τους. Το απέφευγε πάντα, γιατί είχε την συνήθεια μόλις την έβλεπε να φωνάζει μπροστά σε όλα τα παιδιά: «Το ξέρετε πως ο μπαμπάς της είναι φυλακή». Για τον δικό της όμως τον μπαμπά πληροφορούσε την ομήγυρη πως ήταν «χασάπης», κι αυτή τον φανταζόταν έντρομη να στέκεται στο μαγαζί του με ματωμένη ποδιά και μπαλτά στο χέρι ανάμεσα σε σφαγμένα αρνιά, μπούτια αγελάδων και γουρουνοκεφαλές.

Ωστόσο, εκείνη η πρώτη μέρα στο σχολείο δεν θα ξεχνιόνταν εύκολα. Η μητέρα είχε φροντίσει να είναι κολλαριστή η πόδια της, ολόλευκος ο γιακάς και καλογυαλισμένα τα παπούτσια της. Πανοπλία εύθραυστη στις έξωθεν επιθέσεις. Καθισμένη στο πρώτο θρανίο περίμενε να μπει η δασκάλα τους στην τάξη, όμορφη και χαμογελαστή. Κι έπαψε να φοβάται…

…Στιγμιαία μόνο, γιατί η δασκάλα ούτε όμορφη, ούτε χαμογελαστή ήταν. Τα σκούρα ρούχα που φορούσε, αντιπαλεύονταν το γκρίζο των μαλλιών της, δεμένων σε σφιχτό κότσο στο πίσω μέρος του λαιμού της, και το διακριτό μουστάκι στο πάνω χείλος της έσπερνε αμφιβολίες για το πραγματικό της φύλο. Σαν εκείνες τις αγέλαστες κυρίες του ‘Κατηχητικού’ στην εκκλησία.

«Καθίστε», είπε μόνο βλοσυρά. Και κρατώντας έναν σιδερένιο χάρακα στο χέρι άρχισε να περιδιαβαίνει τα θρανία κάνοντας συνέχεια ερωτήσεις: πως τις έλεγαν, που έμεναν και κυρίως τι δουλειά έκαναν οι πατεράδες τους. Ακόμα και τώρα τόσα χρόνια μετά βίωσε ξανά εκείνο το τρέμουλο των ποδιών της και την ανατριχίλα στο πίσω μέρος του λαιμού της.

Η κόρη του «Χασάπη» ο εφιάλτης της, στην ίδια τάξη κι εκείνη δεν είχε σταματήσει να την κοιτάζει περίεργα, πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτηση της η δασκάλα αυτή σίγουρα θα φώναζε μπροστά σ’ όλα τα παιδιά πως ο μπαμπάς της ήταν φυλακή…

Οι αγέλαστες ερωτήσεις συνεχιζόντουσαν και η απόσταση από το θρανίο της όλο και μίκραινε, τώρα η δασκάλα στεκόταν μπροστά στο ‘χασαπόπαιδο’, που έλεγε δυνατά πως ο μπαμπάς της ήταν «Κρεατέμπορας.»

Μα όταν ήρθε η σειρά η δική της, η δασκάλα την προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. Πετάχτηκε όρθια να την προλάβει τραβώντας την από το μανίκι.

Θα έδειχνε στο ‘χασαπόπαιδο’ πως ο μπαμπάς ήταν σπουδαιότερος έμπορος από τον δικό της. Κάπου είχε ακούσει τη λέξη, και της άρεσε, έμπορος κι εκείνος, και την ξεφούρνισε…

…«Εμένα ο μπαμπάς μου κυρία είναι σωματέμπορας», στο αθώο της μυαλό είχε έρθει αίφνης η μοναδική φωτογραφία του πατέρα της ανάμεσα σ’ εκείνους τους άλλους άντρες κι έγινε ένα με την εικόνα του χασάπη ανάμεσα στα σφαγμένα ζώα του.

Η δασκάλα σταμάτησε ξαφνικά, το χέρι υψώθηκε υπολογίζοντας με ακρίβεια το σημείο που το χαστούκι θα πονούσε περισσότερο-τα μάτια της άστραφταν από οργή και κακία, «τέτοιες λέξεις απαγορεύονται εδώ μέσα,» ούρλιαξε κι απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας γεμάτη περιφρόνηση…

«Καλά λένε πως και τα παιδιά τους αποκρουστικά σαν τα μούτρα τους τα έχουν κάνει…»

 Διήγημα: “Η δουλειά του πατέρα” • Fractal (fractalart.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου