Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Ο Αιμίλιος Σολωμού στο Fractalart για το "Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου"


 

Κώστια Κοντολέων, Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου, εκδ. ΑΩ, 2025

 

Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου είναι ένα βιβλίο αληθινό. Είναι η εξομολόγηση μιας γυναίκας που θα εμφανίσει καρκίνο του στήθους. Κι εμείς παρακολουθούμε τη διαδρομή της από την παιδική της ηλικία μέχρι την αναπηρία της (μαστεκτομή), τη θεραπεία και τη μεταθεραπευτική περίοδο, τις σκέψεις, τις αλλαγές, τα διλήμματα, τη ζωή της ως έφηβης και κόρης, ως ενήλικης και μητέρας, ως συζύγου και ιατρού. Παρά τη σχετικά μικρή έκτασή του, το βιβλίο είναι βαθύ και συμπυκνωμένο, διαστρωμένο σε πολλά επίπεδα, χωρίς να παραμένει στο προφανές. Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο εξομολόγησης μιας ασθενούς με καρκίνο του στήθους, για ένα τόσο εξαιρετικά ευαίσθητο και σύγχρονο θέμα. Θα το αδικούσε πολύ αυτός ο ισχυρισμός. Είναι ταυτόχρονα μια νουβέλα για τη γυναικεία φύση, το σώμα, τη φθορά και τη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Είναι ένα κείμενο για τη μητρότητα και την πατρότητα, τη διαχρονική θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ένα κείμενο για την ίδια τη συγγραφική δημιουργία.

Η Ήρα εμφανίζει καρκίνο, νέα, στα σαράντα πέντε της. Ως γυναίκα γνωρίζει το σώμα της, πολύ περισσότερο το γνωρίζει ως ιατρός. Όμως, θα ζήσει οκτώ χρόνια με τον «εισβολέα», όπως τον αποκαλεί, στο στήθος, πριν πάρει την απόφαση ν’ ακολουθήσει την ενδεδειγμένη ιατρική, θεραπευτική διαδικασία. «Τώρα, είμαι εγώ, η Ήρα, η μάνα, η σύζυγος, η γιατρός που επιλέγει τη σιωπή», θα πει η αφηγήτρια (38). Και στη συνέχεια θα προσθέσει: «[...] ξέρω πως αυτό που κάνω βρίσκεται στα όρια ιδιότυπης αυτοκτονίας, μιας ανεπίτρεπτης λογικά και ιατρικά αυτοκτονίας κι όμως αρνούμαι να πράξω τα δέοντα, κι ας το χρωστάω στο παιδί και στον Ρήγα, στους γονείς μου, στον εαυτό μου-γιατί όχι και σ’ αυτόν;». (39-40, 41).

Μπορεί μια τέτοια συμπεριφορά πράγματι να οδηγούσε σε μια ιδιότυπη αυτοκτονία, ωστόσο αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι τής πρόσφερε την ευκαιρία να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο, να επανεξετάσει το σύνολο της ζωής και τις σχέσεις με τους γύρω της. Πρώτα πρώτα με τον ίδιο τον εαυτό της. Η Ήρα θα ανατρέξει στο παρελθόν της, θα στοχαστεί, το σώμα θα ξυπνήσει τις μνήμες, γιατί «το σώμα θυμάται και περιμένει». Το στήθος είναι το μέσο που θα αφυπνίσει την παιδική-εφηβική μνήμη. Τότε που καθώς το σώμα της μετασχηματιζόταν, και η Ήρα μεγάλωνε με ενοχές, τις συμβουλές, τη χριστιανική ηθική και το άγρυπνο μάτι της μητέρας της, σε μια υποκριτική, από σεμνοτυφία, πατριαρχική κοινωνία. Κι έπειτα ήταν το στήθος μιας 16χρονης που γνώριζε την ηδονή και το ανδρικό χάδι του Ρήγα, του μετέπειτα συζύγου της. Ύστερα ήταν ο ερχομός της Ήβης, της κόρης της. Το στήθος της θα γίνει πια η πηγή ζωής και κατά συνέπεια θα το αγαπήσει οριστικά ως κάτι «ακριβό και πολύτιμο». Και είναι εν τέλει η έλευση του εισβολέα στο στήθος, στα σαρανταπέντε, ο φόβος, ίσως η ενοχική σχέση με το σώμα και την αμαρτία, η απειλή που επιστρέφει, καθώς χρόνια πριν η μητέρα της βρέθηκε στην ίδια θέση. Τότε που η Ήρα ως έφηβη την τσάκωσε να ψαχουλεύει το στήθος της. Αντιλαμβανόταν πως κάτι της έκρυβαν στο σπίτι, η συμπεριφορά όλων άλλαξε. Κι έπειτα ήταν το τηλεφώνημα που ξεκαθάριζε ότι η βιοψία ήταν καθαρή, αλλά ο θυμός και οι συγκρούσεις με τη μητέρα της παρέμεναν. Ο πατέρας, για να εκτονωθεί η κατάσταση, έστειλε την Ήρα ταξίδι στην Ευρώπη. Όμως όλα αυτά δημιουργούν φοβίες. Άρχισε και η ίδια να ψάχνει το στήθος της, οδηγήθηκε σε εμμονή, σε νευρώσεις και ψυχωτικές καταστάσεις. Τώρα ήρθε η σειρά της Ήρας να αποκρύψει την αλήθεια, ίσως γιατί ήθελε να προστατεύσει τη δική της κόρη. Η Ήρα θα υποψιαστεί πως η Ήβη διαισθάνεται ότι κάτι συμβαίνει κι έχει κλειστεί στον εαυτό της, γίνεται επιθετική. Η μνήμη της αφυπνίζεται και πάλι, γιατί τα έχει ξαναζήσει όλα αυτά από την ανάποδη, εκείνη έφηβη, η μητέρα της μπροστά στην αγωνία του καρκίνου μέχρι την αρνητική βιοψία.

Μέχρι που φτάνουν στα χέρια του Ρήγα οι εξετάσεις του τεστ παπ. Κι όλα θα πάρουν τη σειρά τους: γιατροί, ακτινογραφίες, μαστογραφία, χειρουργείο, μαστεκτομή-αναπηρία του γυναικείου σώματος, χημειοθεραπεία, πτώση των μαλλιών, χρήση της περούκας. Ωστόσο, τα προηγούμενα χρόνια την προετοίμασαν, η μνήμη τη βοήθησε, η Ήρα συμβιβάστηκε με τον εισβολέα, τον αποδέχτηκε, είναι πια ψύχραιμη. Και δεν υπάρχει θλίψη.

Αυτή η διαδρομή θα τη βοηθήσει να κλείσει τους λογαριασμούς που άφησε ανοικτούς λόγω της απόκρυψης της αλήθειας. Έτσι μια νέα ζωή αρχίζει, γεμάτη ελπίδα και αισιοδοξία, παρά τις παλινδρομήσεις της ασθένειας και τις θεραπείες. Θα παρακολουθήσει μαθήματα σημειολογίας της λογοτεχνίας και θα κάνει νέους φίλους. Με τον Ρήγα θα αποκαταστήσει τη σεξουαλική τους σχέση, θα αγοράσουν την ίδια μέρα νέα αυτοκίνητα, θα ταξιδέψουν στην Ισπανία. Οι αμφίδρομες εξομολογήσεις με την Ήβη θα οδηγήσουν τη σχέση τους σε μια νέα αφετηρία βασισμένη στην ειλικρίνεια, θα επισκεφθούν την Κίνα και θα αρθούν οριστικά οι όποιες σκιές υπήρχαν. Κι έτσι φυσιολογικά θα καταλήξει σοφότερη, σε αντίθεση με τη στάση του Ρήγα («το τραυματισμένο εγώ του»), όταν πια θα έρθει η ώρα να «απογαλακτιστεί» η Ήβη, για να σπουδάσει υποκριτική στο Λονδίνο (ουσιαστικά απηχώντας τον εμβληματικό Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν), «πως το τρυφερό πλασματάκι δεν ανήκε σε κανένα μας ολοκληρωτικά, πως θα έπρεπε να ζήσει ελεύθερο χωρίς μητρικές ή πατρικές εξαρτήσεις και χωρίς ασφυκτικές συναισθηματικές δεσμεύσεις».

Ο αναγνώστης θα φτάσει στο τελευταίο κεφάλαιο: η Ήρα μπροστά στον κεντημένο πίνακα της γιαγιάς της σε ένα δωμάτιο του σπιτιού. Ο πίνακας λειτουργεί σαν καθρέφτης που θα τη βοηθήσει να δει την αλήθεια. Παρουσιάζει τη Σταύρωση και η Ήρα θα παρατηρήσει πρώτη φορά πως στο στήθος του Χριστού υπάρχει μια κόκκινη γραμμή, μια κόκκινη βελονιά, όπως την ουλή στο δικό της στήθος. Ο συμβολισμός θα την ταυτίσει με τον Εσταυρωμένο, και κατ’ επέκταση με τον Αναστηθέντα Χριστό. Είναι η προσωπική της Ανάσταση και η λύτρωση. Και αμέσως μετά καθισμένη στο γραφείο της θα γράψει στον υπολογιστή τις πρώτες έξι λέξεις ενός βιβλίου εξομολόγησης: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου. Η εξομολόγηση γίνεται τελικά η δημιουργική κάθαρση, η γέννηση ενός βιβλίου, και η ηρωίδα θα οδηγηθεί στον εξαγνισμό.

Ένα από τα κυρίαρχα θέματα του βιβλίου είναι η μητρότητα -και η πατρότητα- και ο τρόπος που μεγαλώνουμε σήμερα τα παιδιά μας. Η συγγραφέας αναρωτιέται ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος. Όλοι μας ως γονείς δεν είμαστε και ίσως δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι. Θα πρέπει να πετάξουμε στο πυρ το εξώτερον τον τρόπο που μεγάλωναν οι προηγούμενες γενιές ή θα πρέπει να ασπαστούμε όσα οι σύγχρονοι ψυχοπαιδαγωγοί υποστηρίζουν; Η συγγραφέας πολύ εύστοχα σημειώνει: «Κι εμείς οι δύο, η Ήρα και ο Ρήγας, σε διαδικασία «διά βίου μάθησης» μεγαλώνουμε μαζί της στο καινούργιο σχολείο της ενήλικης ζωής μας. Γράφουμε και σβήνουμε συνέχεια τα «πρέπει και δεν πρέπει» της ανατροφής της, αντικαθιστώντας τα με άλλα πιο σύγχρονα, καθώς πιστεύουμε πως ο αναχρονισμός της παλιάς γενιάς των γονιών μας δεν πρέπει να βρει αφύλακτες τις πόρτες της νέας γενιάς και να εισβάλει. Υποστηρίζουμε με πάθος τις όποιες επιλογές της, ακόμα και όταν διαφωνούμε μαζί τους από φόβο μη χαρακτηριστούμε οπισθοδρομικοί από τους σύγχρονους ψυχοπαιδαγωγούς που μας γεμίζουν ενοχικά συναισθήματα γονικής ανεπάρκειας». Τελικά, η αφηγήτρια θα αποφανθεί: ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και θα υποστηρίξει: «[...] το γονικό ένστικτο είναι ικανό να υπερκεράσει τα όποια προβλήματα της ανατροφής ενός παιδιού, με ισότιμη αντιμετώπιση, κατανόηση και κυρίως αλήθειες, αλήθειες προτιμότερες ακόμη και από τα επιβεβλημένα μασκαρεμένα ψέματα. Μεγαλώνουμε εν τέλει την κόρη μας με τις δικές μας αρχές του ενστίκτου σε μια ιδανική ισορροπία αλληλοκατανόησης» (36-37). Παρά τις όποιες ενδεχομένως ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος, πράγματι συναντούμε τον εαυτό μας στη θέση αυτή: τα γονικά ένστικτα είναι αυτά που καθοδηγούν την ανατροφή των παιδιών μας. Η ηρωίδα του βιβλίου το επιβεβαιώνει. Βίωσε ως κόρη τους καταναγκασμούς και την πουριτανική ηθική μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Ως μητέρα έζησε εν τέλει την ανατροφή με άξονα την αλήθεια και την ειλικρίνεια. Η ζωή είναι ένας κύκλος-και διδάσκει. Όσα βίωσε η Ήρα ως κόρη, θα τα ζήσει και ως μάνα. Αυτή είναι εν τέλει το κλειδί για να φτάσει στη λύση.

Δευτερεύον -αλλά ουσιαστικό- ζήτημα που διαπερνά το βιβλίο είναι το ζήτημα της ηθικής στην ιατρική. Πώς προσεγγίζει ο ιατρός τον ασθενή; Ως πελάτη προς εκμετάλλευση ή έναν συνάνθρωπο που υποφέρει; Η απάντηση είναι αυτονόητη.

Επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο βιβλίο σε μια σχετική αντίστιξη με τη μνήμη και το πληγωμένο σώμα, είναι η Ήρα μπροστά στον καθρέφτη της. Η Ήρα μόνο με τον εαυτό της αναζητά απαντήσεις, παρατηρεί το σώμα της, αλλά το μόνο που αντιλαμβάνεται είναι πως ο καθρέφτης δεν έχει μνήμη, αυτό που αντανακλάται είναι μια εφήμερη στιγμή. Καθώς προσπαθεί να κατανοήσει το δυσυπόστατο του εαυτού της: την Ήρα που καθρεφτίζεται μέσα της και την Ήρα που στέκεται μπροστά της, αντιλαμβάνεται πως δεν πρέπει να εμπιστεύεται τους καθρέφτες. Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως ο καθρέφτης είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα βιβλία της συγγραφέως. Στο προηγούμενο H Ίμα στη Ville dAvray (Στιγμός, 2023) είχε ήδη σημειώσει: «Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή».

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, συνήθως μίας δύο σελίδων. Αυτό δίνει ανάσα στον αναγνώστη να στοχαστεί, να διεξέλθει με άνεση το εξομολογογητικό κείμενο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η εναλλαγή ανάμεσα σε χρόνο ενεστώτα, παρατατικό ή αόριστο, συντείνουν στον άκρως αληθοφανή και εξομολογογητικό τόνο της εσωτερικής αφήγησης. Αρετή του βιβλίου αποτελεί και η γλώσσα η οποία συμβάλλει στο ιδιότυπο ύφος του κειμένου. Ποιητική, αφαιρετική και συχνά τόσο συμπυκνωμένη που περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα της καταγραφής μιας σκηνής ή εικόνας σε ελλειπτικές προτάσεις, ορισμένες φορές θυμίζει κινηματογραφικό ή θεατρικό σενάριο. Ενίοτε το ύφος τρέπεται σε σύντομες δοκιμιακές παραγράφους, όταν π.χ. η συγγραφέας θέλει να αναφερθεί στην ανατροφή των παιδιών ή να στηλιτεύσει την πατριαρχία: «Η αρσενική παρθενία δεν περιορίζεται από ηθικούς κανόνες, δεν θεωρείται «ό,τι πολυτιμότερο» έχει ένας άντρας. Εξωμότες του φύλου τους θεωρούνται όσοι ομνύουν σ’ αυτήν. Αιώνες σκοταδισμού και δοξασιών κόντρα στην ανθρώπινη φύση κατασυκοφάντησαν την υπέρτατη ένωση των σωμάτων και την ηδονή που αυτή προσφέρει εγκλωβίζοντάς την στον ασφυκτικό ιστό της αμαρτίας και τον φόβο της κολάσεως» (14-15).

Είναι φανερό πως η συγγραφέας κατάφερε στο σύντομο αυτό βιβλίο να αναπτύξει ένα δύσκολο, σύγχρονο και ευαίσθητο θέμα και κυρίως όχι μονόπλευρα, καθώς απλώνεται σε ποικίλα επίπεδα που προσδίδουν αφηγηματικό ενδιαφέρον. Και κάτι τελευταίο. Είναι προφανές πως ο τίτλος και το εξώφυλλο, κυρίως το κόκκινο χρώμα, παραπέμπουν στον καρκίνο του μαστού. Όμως, θα μπορούσε να έχει και μια δίσημη σημασία. Να εννοείται την ίδια στιγμή και ο Αστερισμός του Καρκίνου. Οι αρχαίοι αστρονόμοι πίστευαν ότι ο συγκεκριμένος αστερισμός επηρέαζε το στήθος και το στομάχι του ανθρώπου. Να που και τα δύο καταλήγουν στο ίδιο σημαινόμενο και επομένως ο τίτλος αποδεικνύεται εξαιρετικά εύστοχος για ένα βιβλίο τόσο αληθινό, πειστικό και εν τέλει αισιόδοξο.

 

 https://www.fractalart.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinou/

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

Ο Γιάννης Παπαδάτος για το "Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου"

 

«Άλμα πάνω από τη φθορά» (γράφει ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος)

https://www.oanagnostis.gr/alma-pano-apo-ti-fthora-grafei-o-giannis-s-papadatos/

 

Η Κώστια Κοντολέων είναι πολυβραβευμένη μεταφράστρια και συγχρόνως αποτελεί μια σημαίνουσα παρουσία στην πεζογραφία. Με την πρόσφατη νουβέλα της  Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου, αφηγείται με έναν δυναμικό ρεαλισμό [1] μια διαδρομή σε μονοπάτια θανάτου προκειμένου να κατισχύσει η ζωή. Ο  Κεφαλονίτης ποιητής Μικέλης Άβλιχος σημείωνε «Με πίσσα και με θειάφι γράφω», [2] υπονοώντας ότι καταπιάνεται με θέματα που κυριολεκτικά καίνε. Κάπως έτσι ένιωσα την Ήρα, την πρωτοπρόσωπη ηρωίδα, η οποία με τη φωνή του συγγραφικού προσωπείου, σημειώνει στις ακροτελεύτιες φράσεις του βιβλίου: «…Η οθόνη του υπολογιστή παραμένει λευκή. Κάτι με σπρώχνει να πατήσω το πρώτο πλήκτρο κι ύστερα να γράψω αυτές τις έξι πρώτες λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου» (σ. 115).

 

Οι γυναικείοι χαρακτήρες της Κοντολέων από το προηγούμενο βιβλίο της Η Ίμα στη Ville d’ Avray, με διηγήματα, είναι πολύμορφοι. Ανάμεσά τους αναδύονται γυναίκες οι οποίες: αναζητούν την ταυτότητά τους, εσωτερικεύουν δραματικά την εμφάνισή τους, εκδικούνται δικαιολογημένα, δεν διστάζουν να θέσουν τους άλλους προ των ευθυνών τους, πυροδοτούν έναν ανείπωτο πόνο, εν τέλει γυναίκες οι οποίες μέσα από τις εμπειρίες τους κερδίζουν τον χώρο που τους αρμόζει. Θα έλεγα πως η μορφή της Ήρας, στο νέο βιβλίο της συγγραφέως, έχει μέσα της βιωμένα σπαράγματα από τους γυναικείους χαρακτήρες των διηγημάτων της προπάντων από εκείνους, που ξεπερνούν τα εμπόδια και βγαίνουν θριαμβευτές.

 

Η συγκεκριμένη νουβέλα δεν αφήνει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να σκεφτούν τίποτε περισσότερο από το γεγονός του θανάτου. Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο τούς υποψιάζει για ό,τι θα ακολουθήσει. Έχει καρκίνο στο στήθος, είναι υποψήφια για μαστεκτομή και αρνείται να πάρει ένα χάπι χαλάρωσης.  Αποφασίζει να αγγίξει για ύστατη φορά το τμήμα του σώματός της, το οποίο καθορίζει και την ταυτότητά της, θέλοντας να συμφιλιωθεί στην ουσία με εκείνο. «Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε» [3] είχε πει ο αυτόχειρας της Πρεβέζης. Η Ήρα περιγράφει τη σπαρακτική της κίνηση: «…Σκύβω και το φιλάω, φιλί αποχωρισμού, τελευταίος ασπασμός, τα μαχαίρια ιδιότυπης γκιλοτίνας ήδη ακονίζονται, γκιλοτίνας που δεν κόβει μόνο κεφάλια…» (σ. 8).

 

Πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, στη μέση της πορείας της προς τη ζωή ή τον θάνατο, που αυτούσιο θα επαναληφθεί, αργότερα, στην ακολουθία των γεγονότων, αφού έχουν προηγηθεί περιστατικά τα οποία δείχνουν ότι η ηρωίδα, περνώντας μια σειρά ψυχοσυναισθηματικών διακυμάνσεων υποψιάζεται την αλήθεια, αλλά την αντιμετωπίζει, υιοθετώντας ακόμη και αντιεπιστημονικές απόψεις. Αναφέρεται σε έναν παλαιό τραυματισμό της, στον Ρήγα, τον εφηβικό έρωτα και σύντροφό της αργότερα, στις συμβάσεις της παραδοσιακής οικογενειακής ατμόσφαιρας του σπιτιού  και τις αποτυχημένες προσπάθειές της προκειμένου να τον ξεχάσει, στις σπουδές της ως γιατρού, τέλος στον γάμο της και το πρώτο παιδί τους, την Ήβη, που σε όλη την πορεία της περιπέτειάς της δεν θα πάψει να ασχολείται με το μεγάλωμά της. Ωστόσο, η ίδια για αρκετά χρόνια, απόφευγε να μιλάει για ό,τι αφορούσε τις υποψίες της. Ώσπου κάποιες αναλύσεις έδειξαν πως ήταν βάσιμες. Από εκείνο το σημείο αρχίζει ο Γολγοθάς. Εγχειρήσεις, επιπλοκές οι προαναφερόμενες μεταπτώσεις συνεχίζονται, αλλά τώρα προστίθεται και η αισιοδοξία που κάθε φορά τονώνεται με ταξίδια αναψυχής, αγορά αυτοκινήτων ή άλλες δραστηριότητες όπως π.χ. σεμινάρια σημειολογίας.

 

Ο αναγνώστης και η αναγνώστρια παρακολουθούν το παλίνδρομο των συναισθημάτων της ηρωίδας, στη λειτουργία μιας ασθμαίνουσας αφήγησης. Η Κοντολέων δεν την οδηγεί σε μελοδραματισμούς και κούφιες συγκινήσεις. Μένει στα καίρια σημεία της εξέλιξης της περιπέτειας της  ηρωίδας της η οποία λέει την πάσα αλήθεια. Η Ήρα είναι σαν να τους πιάνει από το χέρι για να τους δείξει στη συνέχεια την επικράτεια του θάρρους και της αισιοδοξίας, προκειμένου να εγκαθιδρύσει θριαμβεύτρια τη ζωή. Είναι ως εάν, υπερβαίνοντας την ατομικότητά της, να έχει τη συνείδηση ότι κουβαλά στους ώμους της τη μοίρα μιας «κοινότητας» [4] την οποία «εκπροσωπεί» και παράλληλα την αγκαλιάζει αποκαθαίροντάς τη, πραγματοποιώντας συνάμα ένα άλμα ζωής πάνω από τη φθορά [5].  Προς τούτο συμβάλλει αποτελεσματικά η συγγραφική ικανότητα με τον χειρισμό ενός λόγου λιτού, ρεαλιστικού και στοχαστικού. Με κινηματογραφική ροή προσφέρεται μια ψυχαναλυτικής υφής γενναία αφήγηση ζωής: «Τη θεραπεία μου αποφασίζω να την ορίσω εγώ. Κανείς άλλος εν γνωρίζει τόσο καλά την αχίλλειο πτέρνα των ψυχωτικών δράκων που αλωνίζουν εντός μου. Έχω αρχίσει ήδη να στοχεύω…!» (σ. 79).

 

Η γραφή της Κοντολέων  έχει και άλλες  διαστάσεις στο ύφος της. Η ηρωίδα σε κρίσιμα σημεία της πορείας της μετέρχεται μια υφέρπουσα ειρωνική διάθεση που πολύ συχνά εγκλείει μια ύψιστη αισιοδοξία: «…Γιατί εγώ; Γιατί όχι άλλες; “Πιστεύεις στα θαύματα;”, με ρωτάει ο εσώτερος εαυτός μου. “Δεν γίνονται θαύματα”, απαντάει ο ξεχασμένος επιστήμονας μέσα μου. “Τότε τι;”, ξαναρωτάει. Κι εγώ δεν έχω απάντηση. Μόνο κάθε 25 του Νοέμβρη προσθέτω έναν ακόμη χρόνο κι ένα κερί από συνήθεια…» (σσ. 109-110).

 

Καθ’ όλη την αναγνωστική διαδικασία διατηρείται μια ιδιότυπη απόλαυση που ακροβατεί ανάμεσα στο πιθανό αναπόφευκτο γεγονός και στο θετικό ανέλπιστο με κορυφαίες στιγμές ποιητικού συνταιριάσματος φράσεων: «…Μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του ικέτιδα του παραλόγου προσπαθώ να διαχωρίσω εκείνη που καθρεφτίζεται μέσα του με την άλλη που στέκεται εμπρός του. Ανήκουν στην ίδια γυναίκα τα δυο πρόσωπα; Τα δυο σώματα; Το λαβωμένο στήθος; Μπορεί να μου δώσει την απάντηση η αντανάκλασή του εντός μου; Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τους καθρέφτες, είχα διαβάσει κάπου κάποτε. Δεν σου δείχνουν το παρελθόν, ούτε το μέλλον, μόνο μια φευγαλέα αποτύπωση της στιγμής μπορούν να σου δώσουν, που ακόμη μια απειροελάχιστη κίνηση μπορεί να την αλλοιώσει…» (σ. 45).

 

Ο καθρέφτης είναι ένα κεντρικό σύμβολο και στα διηγήματα της προαναφερθείσας συλλογής. Η συγγραφέας τον χρησιμοποιεί όχι για τις αλήθειες του, τις μαγικές των παραμυθιών, αλλά για τις πραγματικές, τις ωμές αλήθειες που όμως θα ανατραπούν στην πραγματική ζωή. Ακριβώς ό,τι συνέβη με την περίπτωσή της.

 

Το όνομα «Ήρα» και ετυμολογικά, παραπέμπει στη λέξη «ηρωίδα» [6] με την έννοια της αντοχής απέναντι στην απειλή που ακόμη και το όνομά της προκαλεί φόβο. Η Ήρα, η μυθολογική θεά, αναφέρεται στη μυθολογία ότι την καταβροχθίζει ο Κρόνος, ως κυρίαρχος του πεπρωμένου. Στη νουβέλα η συνονόματή της, αρνούμενη την ήττα, συμβολικά αναμετριέται μαζί του ακριβώς όπως στην Τιτανομαχία, όταν οι ολύμπιοι θεοί, μαζί τους κι η Ήρα, βγήκαν νικητές [7]. Η διακειμενικότητα λειτουργεί στη δομή του κειμένου μέσα από τον κύριο χαρακτήρα, την Ήρα, που παραπέμπει στη θηλυκότητα, έναν από τους συμβολισμούς της θεάς αλλά και από την ’Ηβη την  κόρη της, που παραπέμπει στη νεότητα και τη ζωντάνια. Θηλυκότητα και νεότητα, είναι δυο έννοιες στενά δεμένες με την υπόθεση της νουβέλας και τον συμβολισμό της. Τα κείμενα, αναφέρει η Kristeva, αποκτούν νόημα κυρίως ευρισκόμενα σε αλληλεξάρτηση με άλλα κείμενα [8]  και η αναγνώριση αυτή από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, στην ουσία, διασώζει την ιδιαιτερότητα του κειμένου [9].

 

Υπάρχουν σε όλο το κείμενο, κορυφαίες στιγμές που μόνο μια λέξη δείχνει το μέγεθος των συναισθημάτων τα οποία εναλλάσσονται ανάμεσα στις εικόνες του παρελθόντος, στις φοβίες, στον έρωτα, την πίστη, το θάρρος και γιατί όχι, την πραγματική ίαση. Ο Ρήγας, είναι ένας ήρωας που στέκεται ισότιμα και με ακλόνητη πίστη δίπλα στην Ήρα, ακόμη κι όταν εκείνη κάποιες στιγμές αμφιταλαντεύεται, για παράδειγμα, σχετικά με την  αποκατάσταση του στήθους της. Εμβληματική η στάση του, όταν η Ήρα, πηγαίνοντας με το φορείο στο χειρουργείο για την επέμβαση, θα πει για εκείνον : «προλαβαίνει να μου σφίξει το χέρι, να με κοιτάξει βαθιά στα μάτια, “αμαζόνα μου”, ψιθυρίζει» (σ.61). Είναι μια απλή έκφραση, με ένα θαυμαστικό σύμβολο, που εγκλείει εκείνη τη δύναμη η οποία είναι ικανή όχι μόνο να δώσει θάρρος μα και να προσφέρει στην ασθενή τη βεβαιότητα για την επιθυμητή έκβαση.

 

Κοντολογίς, πρόκειται για ένα βιβλίο-έπος αισιοδοξίας, ένα «θεραπευτικό» κείμενο υπέρτατης ελπίδας για όλους και όλες, γραμμένο από μια συγγραφέα που με δεξιοτεχνία  πραγματεύεται ένα γεγονός που αποτελεί μόνιμη απειλή για τον άνθρωπο…

 

 https://www.oanagnostis.gr/alma-pano-apo-ti-fthora-grafei-o-giannis-s-papadatos/

(1444 λέξεις)

 

 (*) Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι συγγραφέας, κριτικός βιβλίου, τ. πανεπιστημιακός

 

 

 

———————————————–

 

Σημειώσεις:

 

 

 

Βλ. σχετικά: Μπασκόζος, Γ. (1990). «Ρεαλισμός σε αναζήτηση του πραγματικού» στο περ. Διαβάζω, αρ. τ. 250, σσ. 18-25.

Από τον στίχο «Γι’ αυτό με πίσσα και με θειάφι γράφω…» στο ποίημα «Η Πινακοθήκη της Κολάσεως», βλ. στο: Ρουχωτάς, Αρ. (1976). Τα Άπαντα Μικέλη  Άβλιχου. Αθήνα, σ. 128.

Καρυωτάκης, Κ.Γ. (1977). Ποιήματα και Πεζά. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, σ. 62.

Βλ. σχετ. Γκέοργκ, Λ. (1978). Η θεωρία του μυθιστορήματος. Μτφρ. Σ. Βελέντζας. Αθήνα: Άκμων, σσ. 55 κ.ε.

Παραλλαγή του αποφθέγματος «Κάνε άλμα πιο γρήγορα από τη φθορά»: Ελύτης, Οδ. (2002, 9η έκδ.). Μαρία Νεφέλη. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 87.

To όνομα Ήρα παράγεται από το «ήρως» ή και το «ώρα». Βλ. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, σ. 738

Κερένυϊ, Κ.(1984, 3η έκδ.). Η μυθολογία των Ελλήνων. Μτφρ. Δ. Σταθόπουλου. Αθήνα, Εστία.

Kristeva, J. (1969). Sèméiotikè: Recherches pour une Sémanalyse. Paris: Seuil, p. 146.

Riffaterre, M. (1990), “Compulsory reader response: the intertextual drive” in Theories and practices. Worton, M & Still, J. [eds]. Manchester: UK Manchester University Press, p. 57.

 

(1444 λέξεις)

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

"Ένα κοστούμι αδειανό" -διήγημα


 

                    Ένα κουστούμι αδειανό

 

 

 

 

Την αφή της σάρκας σου δεν αξιώθηκαν τα δάχτυλα μου.

Μόνο τις χάρτινες παλλαϊκές φωτογραφίες  σου άγγιζαν, βουβές εκείνες πάντα, αποτυπώσεις της στιγμής, κι εγώ αναρωτιόμουν αν υπήρξες ποτέ στ’ αλήθεια. 

Από πιο σπέρμα σου τυχαίο δόθηκε σ’ εμένα η ζωή που σε εμπεριείχε;

Κληρονομιά χωρίς αντίκρισμα στην ασχημάτιστη ακόμη ζωή μου.

Κι όμως, εκείνη -η μητέρα- σε άγγιζε όσο κράτησε…  Ανάσαινε την μυρωδιά του κορμιού σου, τον ιδρώτα σου, την κολόνια που φορούσες.   

Κι ύστερα στην ανυπόφορη τελεσίδικη απουσία σου, έβγαζε συχνά από την ντουλάπα τις ξύλινες κρεμάστρες με τα κομψά σακάκια σου, τα κολλαριστά πουκάμισα, τα κασμιρένια κουστούμια σου, φευ άδεια πια από σάρκα μα γεμάτα πένθιμες αναμνήσεις.  Και συχνά άπλωνε τρυφερά στο κρεβάτι σας το γαμπριάτικο κουστούμι σου στη θέση που εσύ  πάντα κοιμόσουν.  Την ζήλευα κρυφά κι ακόμη την ζηλεύω γιατί είχε πάρει το μερίδιο της από εσένα, τις ανεξίτηλες μυρωδιές σου, την αίσθηση της παρουσίας σου. 

Εγώ; 

Εγώ έχω μείνει με τις κιτρινισμένες από τα χρόνια φωτογραφίες σου που μυρίζουν πια  πολυκαιρισμένο χαρτί.

Και κάποιες κουβέντες σου, τυχαία ειπωμένες σε χρόνους αισιόδοξους, που άκουσα άλλους να τις επαναλαμβάνουν.  Έλεγαν πως ήθελες να γεννηθεί -να γεννηθώ, δηλαδή- κορίτσι και να καμαρώνεις πλάι του -πλάι μου σα να λέμε…

Επιθυμίες με μισό αντίκρισμα, θανάτου και ζωής.  Κόρη, ναι, που ούτε καμάρωσε ποτέ  δίπλα σου.  Που ούτε τη θέση πλάι στο αδειανό κουστούμι σου μου παραχώρησε ποτέ η μητέρα.       

Και καθώς τα χρόνια περνούσαν όλο και πιο σπάνια σε θυμόμουν.  Πεισματικά αρνιόμουν τις επισκέψεις στο νεκροταφείο που ήσουν θαμμένος, τα μάρμαρα των τάφων ψυχρά απωθούν τα όποια αγγίγματα σηματοδοτούν μόνο την υπαρκτή απώλεια.   Κι όσο μεγάλωνα δεν εύρισκα λόγια  αγάπης να σου χαρίσω μόνο εκείνο το πελώριο αναπάντητο ‘ΓΙΑΤΙ’ έσπαγε το τείχος των δοντιών μου για να εγκλωβιστεί κι αυτό στο σφίξιμο των χειλιών μου.

Μισούσα τη γιορτή του πατέρα δεν είχα βρει τρόπους να σχηματοποιήσω τη νοερή έστω παρουσία σου σε μια τέτοια γιορτή. 

Να το πω ή το ξέρεις ήδη;

Δεν ήρθες στον ύπνο μου ποτέ να μου χαϊδέψεις τρυφερά τα μαλλιά, να με αποκαλέσεις ‘κόρη μου’…

Το υποψιάζεσαι πόσο πολύ μου έλειψε αυτή η λέξη; Οπότε και θες από πείσμα, θες από απελπισία και η λέξη ‘πατέρα’ αρνήθηκε έστω για μια φορά να ειπωθεί.

Και συνέχισα να μεγαλώνω και τα χρόνια να πορεύονται τελεσίδικα πια προς την τελευταία ωριμότητα της ζωής μου.  Κι είναι τώρα που άρχισα πάλι και ανεξήγητα ξαφνικά, να σ’ αναζητώ, να μου λείπεις σαν παρουσία, τι κι αν πέτυχα κάποια πράγματα στη ζωή μου, θέλω έστω και τώρα, έστω κι αργά, τη δική σου τελεσίδικη απάντηση στην ερώτηση που κουβαλούσα ενδόμυχα σ’ όλη μου τη ζωή. 

 ‘Είσαι περήφανος για μένα μπαμπά;’        

      


(443 λέξεις)

https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-ena-koustoumi-adeiano/

 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Η Ελένη Πριοβόλου για το "Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου"

 

Κώστια  Κοντολέων

«Η Ήρα στον Αστερισμό του Καρκίνου»

ΑΩ Εκδόσεις

 

            «Οι καθρέφτες δεν αποθηκεύουν τα είδωλα, δεν έχουν μνήμη, ποτέ δεν είχαν, εφήμερες αντανακλάσεις μόνο προσφέρουν, αντανακλάσεις της στιγμής, λήθη του αύριο..»

Με το βιβλίο της αυτό, η Κώστια Κοντολέων κάνει καταβύθιση στην γυναικεία ύπαρξη, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στο μέρος εκείνο του θηλυκού σώματος που ούτως ή άλλως πρωταγωνιστεί στην σωματική όσο και συναισθηματική ανάπτυξη της γυναίκας. Γι’ αυτό σοφά, η συγγραφέας παρακολουθεί την διαδικασία ενηλικίωσης από τα άγουρα μέχρι τα ώριμα χρόνια.

            Γυμνόστηθη μπροστά στον καθρέφτη η ηρωίδα, φιλοσοφεί με αναδρομή στην προσωπική της ιστορία, με κέντρο πάντα το στήθος της ως ταυτότητας του θηλυκού, κόσμημα αλλά και κατάρα. Και όπως γράφει η Αν Σέξτον στο ποίημα της «το στήθος», «….Αυτό είναι το κλειδί που τ’ ανοίγει όλα μονάκριβα».

            Η Ήρα αφηγείται με διάθεση στοχασμού αλλά και κριτικής την πορεία ενηλικίωσής της μέσα από τα στάδια ωρίμανσης τους στήθους της, από τα «κυπαρισσόμηλα» της πρώιμης εφηβείας, μέχρι να γίνουν μαστοί, και να δεχτούν την επίθεση του ύπουλου εισβολέα που έρχεται απρόσμενα να διασαλεύσει την αρμονία που χάρισε η φύση.

            Η νουβέλα της Κώστιας Κοντολέων αποτελεί μια βαθειά γυναικεία, υπαρξιακή αλλά και εξόχως ποιητική πρόζα. Λόγος βραχύς, μεστός, με την κάθε λέξη καίρια τοποθετημένη.

            Παιδική ηλικία. Η τρυφερή σάρκα του στήθους, ευάλωτη στα τραύματα των ανέμελων παιχνιδιών.

            Εφηβεία. Το στήθος βαραίνει, εγκιβωτίζεται στον στηθόδεσμο, το σώμα σε ηδονική παράκρουση, με το στήθος πηγή πάθους αλλά και αδιόρατων φόβων, αγκυλώσεων, μιας κοινωνίας στερεοτύπων. Κι η συμβουλή της μάνας, «πρόσεχε το στήθος σου».

            Ενήλικη ζωή, γάμος, μητρότητα. Η συμφιλίωση με το στήθος.

            «Η συμφιλίωση με το στήθος μου, με ελευθερώνει από τις παλιές εμμονές μου, με κάνει να το αγαπήσω σαν κάτι ακριβό και πολύτιμο. Οι ώρες του θηλασμού μού προκαλούν μια ανεξήγητη ηδονή, μια ηδονή που δεν μοιάζει μ’ εκείνη  της σαρκικής ένωσης δυο σωμάτων, είναι κάποιο άλλο δυσερμήνευτο αίσθημα που με καλεί να ανιχνεύσω την προέλευσή του…» (σελ. 33)

            Ο θηλασμός παρουσιάζεται σαν μια ιεροτελεστία, όπως και το μεγάλωμα της νεογέννητης κόρης, που μοιάζει λες και ενθυλακώνεται η μια μέσα στην άλλη. Ο κύκλος της ζωής γράφεται σαν ένα έξοχο ποίημα όπως είναι εξάλλου και η ίδια η ζωή. Το στήθος, δίνει την εντύπωση ενός ανεξάρτητου όντος και συνάμα εξαρτημένου από το σώμα που το κουβαλά. Το στήθος συνομιλεί, εγείρεται, σιωπά, υποψιάζεται, καθοδηγεί και τέλος μάχεται σκληρά και επιβιώνει.

            «Έχω μόλις ξυπνήσει από το τράνταγμα του φορείου. Είσοδος στην αίθουσα ανάνηψης. Το χέρι αγγίζει διστακτικά το δεξιό μου στήθος. Είναι εκεί. Φασκιωμένο με γάζες. Αλλά είναι εκεί. Η Αμαζόνα έχει κερδίσει τη μάχη…»(σελ. 90)

            Η Κώστια Κοντολέων συγκρατεί το συναίσθημα, αλλά ο αναγνώστης εισπράττει την τρυφερότητα από μια ανάγνωση ιλαρή, χωρίς εξάρσεις παρά την πληγή που διχοτομεί τη ζωή της ηρωίδας και συνάμα του πλήθους των γυναικών που βρέθηκαν στον «Αστερισμό του Καρκίνου».  

https://www.literature.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinoy-tis-kostias-kontoleon-katavythisi-stin-gynaikeia-yparxi-kritiki/

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Η Τέσυ Μπάιλα στην 'Καθημερινή' για το 'Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου'

Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου, της Κώστιας Κοντολέων συνιστά μια ιδιότυπη λογοτεχνική τοιχογραφία της ανθρώπινης αντοχής, ένα υπαρξιακό χρονικό μιας ολέθριας πορείας που καταλήγει σε εσωτερικό φως. Με σπάνια αφηγηματική εγκράτεια και ύφος σχεδόν δωρικό, η συγγραφέας δεν υποκύπτει στη ρητορική της θυματοποίησης ή στο συναισθηματικό εκβιασμό. Δεν γράφει για να προκαλέσει τη συγκίνηση ή το δάκρυ. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει τον καρκίνο του μαστού με έναν σχεδόν ασκητικό ρεαλισμό, ανασκάπτοντας τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής και του σώματος. Γράφει αυτό το βιβλίο για να αναδείξει πόσο σημαντικό είναι να «δηλώνεις παρούσα στη ζωή που σφύζει γύρω σου», ακόμα και μόλις έχεις σηκωθεί από το κρεβάτι της χημειοθεραπείας. Στο αφηγηματικό επίκεντρο τοποθετείται η Ήρα, μια γυναίκα που φέρει το αρχαϊκό βάρος του ονόματός της. Όμως, η Κοντολέων δεν αρκείται σε έναν εύκολο συμβολισμό· παρουσιάζει την ηρωίδα της ως ενσάρκωση μιας σύγχρονης Αμαζόνας, που ακρωτηριάζεται σωματικά όχι όμως ψυχικά, για να επανασυνθέσει τον εαυτό της εκ νέου. Ο καρκίνος εδώ δεν λειτουργεί απλώς ως απειλή ζωής, αλλά ως μηχανισμός αποδόμησης που πλήττει τις στερεότυπες ταυτότητες της γυναίκας, της μητέρας, της επαγγελματία, και αναγκάζει την ηρωίδα να αναμετρηθεί μαζί του, δεν μπορεί να αηηίξει, όμως τα όνειρά της. Η Κοντολέων μετατρέπει τον καρκίνο από καθολικό φόβο σε εργαλείο δύναμης. Αν και δεν αποσιωπά τη φρίκη της διάγνωσης, τις χημειοθεραπείες, την ψυχική κατάρρευση, εντούτοις το βλέμμα της προσηλώνεται πάντα στη χαρά της ζωής. Παραμένει αισιόδοξο και αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου. Στο πλαίσιο αυτό, η αισιοδοξία της δεν είναι επιφανειακή ή εξαγγελτική. Δεν υπόσχεται φρούδες ελπίδες, αλλά βαθιά υπαρξιακή αποδοχή. Η Ήρα «νικά» τον καρκίνο συνυπάρχοντας μαζί του, συνομιλώντας με τον φόβο, ωριμάζοντας μέσα από τη συντριβή. Και δεν του εκχωρεί κανένα απολύτως δικαίωμα. Η αφήγηση, ευθύβολη, απερίφραστη, με υποδόρια ειρωνεία, στηριγμένη σε σύντομα και σφιχτοδεμένα κεφάλαια, λειτουργεί ως πλοηγός μιας εσωτερικής διαδρομής. Ο μονόλογος της Κοντολέων, πυκνός, με σύντομες φράσεις γεμάτες υπονοούμενα και εσωτερική ένταση, ελίσσεται ανάμεσα στο λυρικό και το ωμά ρεαλιστικό, επιτυγχάνοντας μια σπάνια μορφή στοχαστικότητας. Η διείσδυση στις ενδόμυχες σκέψεις της Ήρας και η σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν αποδίδουν τη νόσο ως χρονικό και ως δοκιμασία ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού. Κρίσιμο στοιχείο της αφήγησης είναι η απουσία κάθε μελοδραματικής έξαρσης. Αντ’ αυτής, η συγγραφέας επιλέγει μια οδό εγκράτειας, αφήνοντας τον αναγνώστη να βιώσει την πυρακτωμένη σιωπή, τις βαθιές ανάσες και τους εσωτερικούς μονολόγους. Ο αναγνώστης δεν λυπάται την Ήρα· συμπορεύεται μαζί της, αγγίζει τη μεταμόρφωσή της, νιώθει το ρίγος της επιβίωσης. Και χαίρεται κάθε φορά που καταφρονώντας την απειλή πετυχαίνει «δαγκωνιές του θανάτου», για να θυμηθούμε τον Ποιητή. Η σχέση της Ήρας με τον Ρήγα, έναν σύντροφο που την αγαπά το ίδιο, ολόκληρη ή ακρωτηριασμένη, φέρνει στο προσκήνιο την ανθεκτικότητα της αγάπης στην αναμέτρηση με την απώλεια. Η γραφή μετατρέπεται από καταγραφή σε κάθαρση. Η Ήρα αποφασίζει να γράψει, να μιλήσει για την ακρωτηριασμένη της φύση. Η λογοτεχνία αναλαμβάνει, όχι απλώς να εξιστορήσει, αλλά να εξορκίσει. Σε μια εποχή που ο καρκίνος εξακολουθεί να περιβάλλεται από φόβο, η Κοντολέων τολμά να γράψει ένα βιβλίο που νοηματοδοτεί και απενοχοποιεί κάθε φόβο, κυρίως, όμως, παρηγορεί και εμφυσά την ελπίδα. Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου είναι ένα μάθημα αξιοπρεπούς επιβίωσης. Μια υπόμνηση ότι η ζωή, ακόμη και στην πιο εύθραυστη μορφή της, παραμένει πολύτιμη, αρκεί να τη βιώσουμε με αλήθεια, με κατανόηση, με ευπρέπεια και κυρίως με όραμα την προσωπική άνοιξη. (550 λέξεις) Καθημέρινή 8/7/2025

Σάββατο 31 Μαΐου 2025

Η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου στο Περί Ου

 


Η Κώστια Κοντολέων, άνθρωπος του πολιτισμού με παρουσία διακριτή για την τόλμη της γραφής της στο χώρο της λογοτεχνίας και για την εξαίρετη μεταφραστική δουλειά της για την οποία έχει επανειλημμένα βραβευθεί, μας ξαφνιάζει ευχάριστα για άλλη μια φορά με το τελευταίο της μυθιστόρημα Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου.

Ήδη ο τίτλος, καθώς και ο πίνακας του εξωφύλλου με την ημίγυμνη γυναίκα με την κόκκινη φούστα και τα χέρια απλωμένα στο κενό του Egon Schiele προϊδεάζουν για τη γυναικεία θεματική που απασχολεί τη συγγραφέα σ΄αυτό το βιβλίο.

Το μυθιστόρημα ξεκινά in medias res εστιάζοντας στο σημαντικότερο γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας, στην αφαίρεση του στήθους που αποτελεί το κατ’ εξοχήν σύμβολο της γυναικείας θηλυκότητας και του ερωτισμού.

Το μυθιστόρημα αυτό με αναδρομές περιγράφει τη ζωή της Ήρας από την παιδική και στη συνέχεια εφηβική ηλικία, φθάνοντας ως την ωριμότητα, περιλαμβάνοντας το γάμο, τη γέννηση και την ανατροφή της κόρης της Ήβης . Θα μπορούσε κανείς να το κατατάξει στο εξελικτικό μυθιστόρημα, καθώς στην πορεία προς την ωρίμανση η Ήρα εξελίσσεται μέσα από συγκρούσεις σε διάφορα επίπεδα: οικογενειακό, κοινωνικό, κυρίως όμως ατομικό. Οι μεγαλύτεροι αγώνες που δίνει η ηρωίδα είναι αυτοί με τον εαυτό της, όπως αυτός έχει δομηθεί από εξωγενείς παράγοντες και από την ψυχοσύνθεσή της.

Το μεγάλωμά της καταδεικνύεται από το στήθος της και τις μεταβολές του στη διάρκεια των χρόνων: «Εγώ, η Ήρα, το κοριτσάκι με το βαμβακερό κιλοτάκι, τα κυπαρισσόμηλα στο στήθος…»(σ.11), «εγώ, η Ήρα μεγαλώνω. Δαντελωτοί στηθόδεσμοι συγκρατούν τώρα το βάρος των μαστών μου. Το εμβρυικό χεράκι του ονείρου δίνει τη θέση του στο αρσενικό χάδι. Μαστοί προορισμένοι να χαρίζουν ηδονή».(σ.13)Και στα σαρανταπέντε της χρόνια : « Γυμνό το κορμί αποκαλύπτει ώριμους μαστούς. Σ’ έναν από τους δυο φωλιάζει ύπουλος εισβολέας. […]η χούφτα κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος».(σ.60)  Λίγο αργότερα «η λαβωμένη σάρκα ενός κάποτε περήφανου μαστού βρίσκεται ήδη πεταμένη ανάμεσα σε λαβωμένες σάρκες αλλότριων σωμάτων»(σ.63),ενώ στο τέλος η «χρήση της πρόθεσης μαστού σιλικόνης» (σ.77) συμβάλλει  μαζί με την περούκα στην fake εκδοχή της ηρωίδας.

Η πορεία των μεταβολών του στήθους συνιστά την πορεία ζωής της Ήρας και ταυτόχρονα τη σπονδυλική στήλη του μυθιστορήματος. Στην πορεία αυτή πολλές οι συγκρούσεις αρχικά με το οικογενειακό συντηρητικό περιβάλλον, στη συνέχεια όμως με έναν εν δυνάμει εξωτερικό κίνδυνο, τον εαυτό της(σ.45). Συγκρούεται κυρίως η φοβισμένη η γυναίκα που υιοθετεί για ένα μεγάλο διάστημα αντιεπιστημονική στάση με την επιστήμονα γιατρό. Συγκρούεται η άγνοια με τη γνώση. Όλη η αφήγηση βασίζεται στο εκκρεμές μεταξύ συναισθήματος και λογικής, μεταφυσικής και ρεαλισμού  που τόσο έντεχνα αποδίδει με ένα κρίσιμο ερώτημα: «Θαύμα ή Θάνατος;»(σ.44)ο απόηχος του οποίου επιτείνεται αισθητικά με την παρήχηση του θ.

Στην όλη πορεία της ζωής της   Ήρας σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο καθρέφτης που ως άλλος εαυτός σε κάθε χρονική περίσταση και διαφορετική κατάσταση την οδηγεί σε διάλογο με τον εαυτό της  χωρίς όμως να δίνει λύσεις  αλλά αφορμές για συνεχείς προβληματισμούς. «Μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του (μπάνιου) ικέτιδα του παράλογου προσπαθώ να διαχωρίσω  εκείνη που καθρεφτίζεται  μέσα του με την άλλη που στέκεται εμπρός του» (σ.45).Ο διάλογος μεταξύ της Ήρας και του ειδώλου της διατρέχει όλο το κείμενο, αποκαλύπτοντας δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις της ηρωίδας, και με ανάκληση γεγονότων μνημειώνει περιστατικά της σύνολης ζωής της, που δεν είναι όμως τίποτε άλλο παρά «φευγαλέες αποτυπώσεις της στιγμής» (σ.45). Γιατί «οι καθρέφτες δεν αποθηκεύουν είδωλα, δεν έχουν μνήμη, ποτέ δεν είχαν, εφήμερες αντανακλάσεις μόνο προσφέρουν, αντανακλάσεις της στιγμής, λήθη του αύριο».(σ.59).Ο εσωτερικός κατ’ ουσίαν μονόλογος της Ήρας, διασκορπισμένος σε όλο το κείμενο, αναδεικνύει  τη διαρκή αναζήτηση του εαυτού της ηρωίδας, την προσπάθειά της να επιλέξει την λογικά ορθή προσέγγιση του προβλήματος που θα οδηγήσει και στην αισιόδοξη γι αυτήν λύση.

Η μετάβαση από τον ανορθολογισμό στην ρεαλιστική αντιμετώπιση του προβλήματός της γίνεται με θαυμαστό από άποψη λογοτεχνικότητας τρόπο. Η αποτύπωση της ψυχολογικής κατάστασης της Ήρας επί οκτώ χρόνια, από την αποκάλυψη και επιβεβαίωση της αρρώστιας της ως  τις θεραπείες και τα αισιόδοξα εντέλει αποτελέσματα, γίνεται με ρεαλιστικές και λεπτομερείς περιγραφές του περιβάλλοντος (νοσοκομείο, φως ασθενικό, σκοτάδι, κρεβάτι) που σηματοδοτούν τη διάθεση του ψυχικού της κόσμου. Η εικονοπλαστική δύναμη της Κώστιας Κοντολέων είναι άκρως ρεαλιστική και ποιητική συγχρόνως.

Η περιγραφική της δεινότητα και η τέχνη της εικονοπλασίας λαμβάνουν ποικίλες υφολογικές  μορφές. Παράδειγμα  η συγκλονιστική περιγραφή αποχαιρετισμού του μαστού με ασθματικό λόγο, με ανεξάρτητες προτάσεις και παραθέσεις  εικόνων,  λιτών  και υποβλητικών που αποκαλύπτουν συγχρόνως όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις της Ήρας. « Η χούφτα κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος, ιδιότυπο σύντροφο δύσκολης οκταετίας, μέσα από μυστικά  και ψέματα, μισές αλήθειες. Σκύβω και το φιλάω, φιλί αποχωρισμού, τελευταίος ασπασμός, τα μαχαίρια ιδιότυπης γκιλοτίνας που δεν κόβει μόνο κεφάλια».(σ.60). Στο κεφάλαιο «Ανακτώντας τον χαμένο χρόνο» με λόγο πυκνό, με μια μόνο μεταφορά, αυτή με τα ζάρια, αποδίδει εικονιστικά το νόημα όλου του κινηματογραφικής υφής  μυθιστορήματος, ενώ η μετάβαση στη νέα ζωή συμβολίζεται με την κατεύθυνση πορείας που δίνει στο νέο αυτοκίνητο η οδηγός του. «Κι εγώ, καθώς κρατάω σφιχτά το τιμόνι, αναρωτιέμαι προς τα πού θα πρέπει να το στρίψω, δεξιά, αριστερά, πρόσω ολοταχώς ή αναπόδραστα όπισθεν»(σ.85).Η αδημονία της μετάβασης από την ακινησία στην κίνηση, στη ζωή είναι ολοφάνερη.

Η Κώστια Κοντολέων με τον συμβολικό, λιτό και πυκνό λόγο,  τις αντιθέσεις, τις ψυχολογικές εναλλαγές, την εσωτερικότητα της γραφής μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα με μικρά κεφάλαια, φανερώνοντας την δύναμη της γραφής της και την ανάδειξη της λογοτεχνικότητας σε ένα  συμπυκνωμένο μυθιστόρημα ,όπου καμιά λέξη δεν είναι περιττή.

 

https://www.periou.gr/anta-katsiki-gkivalou-kostia-kontoleon-i-ira-ston-asterismo-tou-karkinou-ekdoseis-ao-2025-isbn-9786185845360/

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Η Χρύσα Φάντη στο fractal

 

Κώστια Κοντολέων. «Η Ήρα στον Αστερισμό του Καρκίνου». Εκδ. ΑΩ, 2025. Σελ. 120. ISBN: 978-618-5845-36-0

 

 Γράφει η Χρύσα Φάντη

https://www.fractalart.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinoy/

Στο πιο πρόσφατο πεζογράφημά της, Η Ήρα στον Αστερισμό του Καρκίνου, η βραβευμένη συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων μας παραδίδει ένα σπαρακτικό αφήγημα για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τον φόβο, την ασθένεια και την ευθύνη. Στο βιβλίο της, μέσα από τη φωνή της Ήρας, μιας μητέρας και γιατρού στο επάγγελμα, αναδεικνύει ─σε συνάρτηση με αυτές τις δύο ιδιότητες─ το ζήτημα της γυναικείας σωματικότητας και σεξουαλικότητας, και την αντιπαράθεση ανάμεσα στο «παρήγορο» ψέμα και την σκληρή αποκάλυψη της αλήθειας.

Μεγαλωμένη σε σπίτι που τηρούσε απαρέγκλιτα τις χριστιανικές τελετουργίες και εντός αυτού, υποχρεωνόμουν σε νυχτερινές προσευχές και ικεσίες άφεσης των ημερήσιων αμαρτημάτων μου. Απέφευγα τις εντολές εξομολόγησης στην εκκλησία της ενορίας μας, τρέμοντας την τιμωρία του εξομολογητή ως απάντηση στις βέβηλες περιγραφές των συνευρέσεών μου με τον Ρήγα.

(Κεφ: Ό,τι πολύτιμο έχει μια γυναίκα. Σελ. 16)

Η πρωτοπρόσωπη κατάθεση της Ήρας ξεκινά με ύφος εξομολογητικό, με έντονα ποιητικά στοιχεία και ζωντανές εικόνες, με παρομοιώσεις και μεταφορές που κεντούν τον ψυχισμό της ηρωίδας πάνω στο σώμα της. Η χρήση του χρόνου, κυκλική και ρευστή, διαπλέκει το παρόν με το παρελθόν, μέσ’ από μια σύνταξη συχνά αποσπασματική, που αντανακλά τη ροή της συνείδησης και την αμφισημία των συναισθημάτων. Η Ήρα εγκλωβίζεται στο δίπολο «μητέρα – ερωμένη» και τελικά δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ως το ένα ούτε ως το άλλο. Η γέννηση της κόρης της, έρχεται σε μια στιγμή που, αν και θα έπρεπε να σηματοδοτεί την αρχή, για την Ήρα λειτουργεί ταυτόχρονα ως ήττα. Η απόρριψη του φυσικού τοκετού, η «ήττα από τους φόβους», συνιστά το πρώτο ρήγμα στην αίσθηση της παντοδυναμίας της.

Η Ήρα δεν γεννά θριαμβευτικά, αλλά ηττημένα, αποκαλύπτοντας έτσι την εσωτερική της πάλη με την έννοια της γυναικείας πληρότητας, όπως αυτή ορίζεται κοινωνικά και συμβολικά. Καθώς η καθημερινότητα της μητρικής ζωής επισκιάζεται από τη σιωπηρή παρουσία ενός καρκίνου του μαστού, η κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται με ιατρική γνώση αλλά με ενοχή και άρνηση. Το σώμα της Ήρας καθίσταται το βασικό πεδίο όπου συγκρούονται Εγώ, Υπερεγώ και Εκείνο. Το στήθος της, ως πηγή θηλασμού και σεξουαλικής ηδονής, βρίσκεται στο επίκεντρο. Είναι σύμβολο μητρότητας, αλλά και το όργανο που την προδίδει, την «καταδικάζει». Η αναβλητικότητα της στην αντιμετώπιση της ασθένειας, η προσφυγή σε δεισιδαιμονίες, η χρήση της ιατρικής της ταυτότητας ως εργαλείο εξαπάτησης, είναι μορφές απόδρασης, αλλά και αυτοτιμωρίας.

Ο Ρήγας και η κόρη της λειτουργούν ως καθρέφτες της ίδιας της ύπαρξής της: ο Ρήγας, σύζυγος και πατέρας, παραμένει στο σκοτάδι, δέσμιος της αγάπης αλλά και της άγνοιας. Η κόρη, στην εφηβεία της, διαισθάνεται αλλά δεν γνωρίζει. Αυτή η σιωπηλή τριγωνική σχέση γίνεται το ηθικό και ψυχολογικό φορτίο που η Ήρα κουβαλά. Η επιθυμία της να προστατεύσει τους δικούς της οδηγεί σε μια βαθιά διάσπαση του εαυτού, όπου η επιστήμων καταρρέει μπροστά στη γυναίκα που ελπίζει σε θαύματα.

Γιατί εγώ;

Γιατί όχι άλλες;

«Πιστεύεις στα θαύματα;», με ρωτάει ο εσώτερος εαυτός μου.

«Δεν γίνονται θαύματα», απαντάει ο ξεχασμένος επιστήμονας μέσα μου.

«Τότε τι;», ξαναρωτάει.

Κι εγώ δεν έχω απάντηση.

Μόνο κάθε 25 του Νοέμβρη προσθέτω έναν ακόμη χρόνο κι ένα κερί από συνήθεια.

(Κεφ: Όταν χάνεις το μέτρημα… Σελ. 110)

Μεταξύ ελπίδας και άρνησης

Το σώμα, πανταχού παρόν, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης και εσωτερικής πάλης. Οι λεπτομερείς περιγραφές του κορμιού, οι σκηνές με το μπουρνούζι, το γυμνό, ο καθρέφτης, δεν πρόκειται για ναρκισσιστικές εικόνες αλλά για τελετουργία θανάτου. Παρακολουθούμε μια γυναίκα να θρηνεί τον ίδιο της τον εαυτό όσο είναι ακόμα ζωντανή. Κάθε λουτρό, κάθε μαγιό, κάθε άγγιγμα από τον Ρήγα, είναι ένας υπαινιγμός για το τέλος. Το πιο συνταρακτικό, ωστόσο, είναι η έντονη αντίφαση: όσο πιο πολύ φοβάται, τόσο πιο πολύ προσποιείται την κανονικότητα. Θηλάζει, αγκαλιάζει, οργανώνει διακοπές. Είναι εκεί. Και ταυτόχρονα δεν είναι. Αυτή η ψευδοζωή, η παλινδρόμηση μεταξύ ελπίδας και άρνησης, συνιστά ένα είδος υπαρξιακής παράνοιας – όχι με την ψυχιατρική έννοια, αλλά με τη φιλοσοφική. Η αφηγήτρια ζει μια ζωή όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ούτε καν η ίδια της η ύπαρξη.

Το ηφαίστειο ως παγκόσμιο σύμβολο θανάτου και αναγέννησης χρησιμοποιείται εδώ ειρωνικά ως τόπος «θαυματουργής ίασης». Η Ήρα, γυμνή, με την ασθένεια φωλιασμένη στο σώμα της, εναποθέτει τις ελπίδες της σε χημικά στοιχεία, σε νερά «σκουριάς», σε φυσικά τοπία που δεν έχουν τίποτα να της προσφέρουν, πέρα από την αντανάκλαση του ψυχικού της χάους. Κι όμως. Παραμένει εκεί, μετέωρη ανάμεσα στον θάνατο και την προσδοκία για ένα θαύμα. Κι αυτό ακριβώς το μετέωρο κάνει τα συναισθήματά της σπαρακτικά δυνατά και ανθρώπινα. Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που επιτέλους, θα αντιδράσει. Τα ταξίδια με την οικογένειά της και η σχέση της με την Ήβη, την κόρη της, θα είναι η δικιά της ψυχοθεραπεία.

Είπαμε ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, δώσαμε απαντήσεις στα μέχρι τότε αναπάντητα ερωτήματα. Διώξαμε τα όποια εμπόδια είχε βάλει ανάμεσά μας η αλλοπρόσαλλη κι ανεύθυνη συμπεριφορά μου. Της μίλησα για τη γιαγιά της που άθελά της έριξε τον πρώτο σπόρο για να γιγαντωθεί μέσα μου το δέντρο των εμμονών με τα όποια παρακλάδια του και οι εξομολογήσεις πήραν επιτέλους τέλος και άφεση αμαρτιών από την Ήβη.

(Κεφ. Ταξίδια μακρινά σε απαγορευμένες πόλεις. Σελ. 97)

 

Το βιβλίο της Κοντολέων είναι ένας ειλικρινής εσωτερικός μονόλογος για τη ζωή και τον θάνατο, που περνά μέσ’ από τη μητρότητα, όχι στην ειδυλλιακή της εκδοχή, αλλά ως βίωμα απογύμνωσης, αγωνίας, και υπαρξιακού αδιεξόδου. Με συνεχείς φραστικές και νοηματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της ιδιότητας της γιατρού και της γυναίκας-μητέρας ─και κατ’ επέκταση μεταξύ της ενσυναίσθησης και της επιστημοσύνης─ καθώς και της πραγματικότητας σε σχέση με το μασκαρεμένο ψέμα ─ή αλλιώς: την αναγκαία, «προστατευτική» αποσιώπηση─ με γλώσσα που ρέει ─γλώσσα καθημερινή, ανεπιτήδευτη, αλλά και με ποιητικά στοιχεία: μεταφορές, προσωποποιήσεις, εμφατικές επαναλήψεις, αναδιπλώσεις, αντιστίξεις─ δημιουργεί ένα δραματικό παρόν, που υποδηλώνει ταυτόχρονα και μια μνημονική αναδρομή βαθύτερης κατανόησης.

Είναι ένα βιβλίο που καταγγέλλει ευθέως τις πατριαρχικές κοινωνικές νόρμες, τον τρόπο με τον οποίο η θηλυκότητα ελέγχεται, περιορίζεται και ενοχοποιείται. Εκτός από το αμιγώς λογοτεχνικό του βάρος αποτελεί και ένα γενναίο αφήγημα για τη γυναικεία ταυτότητα, ένα θερμό, φεμινιστικό σχόλιο για τη θέση της γυναίκας ως μητέρας, επαγγελματία και ανθρώπου που καλείται να διαχειριστεί μια απώλεια μέσα από τη σιωπή και τη φροντίδα των άλλων. Η Ήρα βιώνει τη σεξουαλικότητά της υπό το βάρος κοινωνικών προσδοκιών, θρησκευτικών αντιλήψεων και οικογενειακών προσταγών. Η «παρθενία» αναγορεύεται σε «ό,τι πολυτιμότερο» της γυναίκας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται η κοινωνική υποκρισία: οι άντρες απολαμβάνουν την ελευθερία χωρίς ηθικές συνέπειες. Η τιμή, η ηθική αναδεικνύονται ως καταπιεστικά εργαλεία ελέγχου πάνω στο γυναικείο σώμα, το οποίο τελικά γίνεται πεδίο αγώνα και επανάκτησης.

Τέρμα οι απεικονίσεις του λαβωμένου σώματος στους καθρέφτες του σπιτιού. Τι περίμενα να μου πουν που δεν το ήξερα; Η τεθλασμένη γραμμή στη θέση του ανύπαρκτου πια αριστερού μου στήθους, κόντρα στην υπεροψία της ολότητας του δεξιού. Θα είναι πάντα εκεί, όμοια με τα όρη και τις χαράδρες γεωγραφικού χάρτη.

(Κεφ: Το αύριο αφήνει πίσω του το χτες. Σελ. 80)

Πρόκειται για μια σωματικότητα που εκφράζεται με σεβασμό, αλλά και με μια θαρραλέα πρόθεση αποδόμησης των ταμπού. Η αφηγήτρια οικειοποιείται το σώμα της με λέξεις, το ονοματίζει, το εξηγεί, το διεκδικεί. Μιλά μέσ’ από ένα σπαρακτικό κείμενο γεμάτο συμβολισμούς ─οι λευκοντυμένες νοσοκόμες ως «λευκά περιστέρια», η «πρώτη μου έμψυχη» κούκλα — που γεφυρώνουν το προσωπικό με το αρχέγονο, το ατομικό με το συλλογικό τραύμα της γυναικείας ύπαρξης. Η Ήρα, στην εξομολόγησή της, δεν είναι μόνο μία γυναίκα∙ είναι όλες οι γυναίκες. Κουβαλά πάνω της την ενοχή της Εύας, τις φοβίες της μητέρας, τις σιωπές της συζύγου, τα βλέμματα της κοινωνίας. Το «εμβρυϊκό χεράκι» που επανέρχεται στα όνειρά της είναι ένα σύμβολο πρωταρχικής μνήμης, αλλά και ψυχικού τραύματος που επιμένει στο ασυνείδητο. Το σώμα της γίνεται το ημερολόγιο της ζωής της, αποτυπώνοντας τη χαρά, την ηδονή, την ενοχή, τη βία και την απώλεια.

Χειρουργείο.

Έντονα φώτα.

Χαμηλόφωνες κουβέντες.

Γαλάζιες μάσκες και σκουφιά.

 

Η βελόνα μπαίνει στη φλέβα.

Το υγρό της λήθης εισέρχεται στο σώμα.

«Μετρήστε ως το δέκα», λέει η ακτινολόγος.

Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε, σκοτάδι.

(Κεφ: Εκείνο το ξεχασμένο «πάλι τα ίδια» επανέρχεται. Σελ. 90)

Η εμπειρία του πόνου (ο καρκίνος του μαστού) συνδέεται βαθιά με το παρελθόν και τις σχέσεις της Ήρας — σωματικές, οικογενειακές, ερωτικές. Η μνήμη δεν είναι γραμμική, αλλά κβαντική∙ επιστρέφει με αισθητηριακά ερεθίσματα, με φαντάσματα, με εικόνες. Υπερβαίνει το ατομικό και γίνεται συλλογική γυναικεία εμπειρία, βαθιά ανατρεπτική, χωρίς να υψώνει τη φωνή, αλλά με την ήσυχη δύναμη της μνήμης και της εξομολόγησης.

«Να γράψεις ένα θεατρικό έργο», απαντά ο διχασμένος άλλος μου εαυτός. «Δες το σαν άσκηση».

«Με τι θέμα;», ρωτάω.

«Το δικό σου», απαντάει.

«Το δικό μου;» Ανατριχιάζω.

«Πώς;»

«Τον μονόλογο μιας ακρωτηριασμένης γυναίκας».

Το φως του ήλιου που μπαίνει πια από το παράθυρο με βρίσκει ακόμη καθισμένη δίγνωμη στην άβολη καρέκλα του γραφείου μου. Η οθόνη του υπολογιστή παραμένει λευκή. Κάτι με σπρώχνει να πατήσω το πρώτο πλήκτρο κι ύστερα να γράψω αυτές τις έξι πρώτες λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου.

(Κεφ: Η πληγή μιας εικόνας. Σελ. 114)

Η Ήρα δεν ζητά δικαιοσύνη∙ τη διεκδικεί με την αφήγηση της ιστορίας της, μια αφήγηση που δίνει φωνή στο γυναικείο σώμα και το επανατοποθετεί στη θέση του υποκειμένου.

https://www.fractalart.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinoy/

(1495 λέξεις)

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Η Γεωργία Γαλανοπούλου γράφει στο www.bookpress.ge για το "Η Ήρα στο αστερισμό του Καρκίνου"

 


Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου

 

Για το ομότιτλο βιβλίο της Κώστιας Κοντολέων, εκδόσεις ΑΩ ,2025

 

Γράφει η Γεωργία Γαλανοπούλου

 

Στο δοκίμιό της Πώς είναι να είσαι άρρωστος (1926), η Βιρτζίνια Γουλφ έγραφε  ότι η αρρώστια δεν έχει αποτελέσει κύριο θέμα της λογοτεχνίας όπως ο έρωτας, ο πόλεμος ή η ζήλια.  Βεβαίως, υπάρχει σήμερα άφθονη εξαιρετική γραφή για την αρρώστια και μάλιστα σε αυξανόμενο βαθμό, αλλά με τη μορφή μυθιστορήματος σε μικρότερο ποσοστό.    

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι συγγραφείς έχουν μια βάσιμη δικαιολογία: ότι η ασθένεια «καταστρέφει» τη γλώσσα, όπως αναφέρει η δοκιμιογράφος Ελέιν Σκάρι στο The Body in Pain (1985).  Κι όμως. Αυτή την άποψη ένας καλός λογοτέχνης μπορεί να την ανατρέψει.   

Η Κώστια Κοντολέων, διαθέτει και τη φαντασία και τα λογοτεχνικά εργαλεία. Δεν φοβάται, δεν κρύβεται, δεν συμμερίζεται καμιά δικαιολογία.  Καταπιάνεται με το δύσκολο αυτό θέμα χωρίς δισταγμό και το ξεδιπλώνει με μαεστρία σε 115 μόνο σελίδες, αρκετές για να σε τραβήξουν μέσα τους σαν μικροσκοπικές δίνες. 

Η αφήγηση ξεκινά με έναν ιδιαίτερο αποχαιρετισμό.  Στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, γυμνή μπροστά στον καθρέφτη, η κεντρική ηρωίδα, σκύβει και αποχαιρετά τον αριστερό της μαστό.  « Τελευταίος ασπασμός, τα μαχαίρια ιδιότυπης γκιλοτίνας ήδη ακονίζονται […] ο καθρέφτης θολώνει, οι αποχαιρετισμοί οδεύουν νομοτελειακά στο επερχόμενο τέλος».  Η φωνή της, συναισθηματική, αλλά χωρίς να προκαλεί οίκτο, εκπέμπει την ίδια ένταση με την  ημίγυμνη γυναικεία φιγούρα στο εξώφυλλο του βιβλίου.  Η φιγούρα, εξπρεσιονιστική έκφραση της ανθρώπινης ευθραυστότητας, είναι έργο του Έγκον Σίλε.  Η αφηγηματική φωνή, είναι της  Ήρας του τίτλου.   Η επιλογή του ονόματος της θεάς δεν μοιάζει τυχαία.  Η Ήρα, άλλωστε, είναι η προστάτιδα της γυναικείας φύσης.

Αντιμέτωπη με τον αποχωρισμό του αρχέγονου γυναικείου συμβόλου και την ευαλωτότητα του σώματός της, η αφηγήτρια στοχάζεται πάνω σε ζητήματα που στιγμάτισαν τη νεότητά της.  Την πολυκύμαντη σχέση της με την καρκινοφοβική μητέρα της, τις εμμονές της με την αντανάκλαση του σώματός της μπροστά στον καθρέφτη, τις σπουδές της πάνω στην ιατρική επιστήμη.  Αναπολεί τον έρωτά της με τον Ρήγα, τον γάμο τους, την γέννηση της κόρης τους, που και σε αυτή η συγγραφέας δίνει το όνομα μιας άλλης θεάς, της αιώνια έφηβης Ήβης. 

Μα, να που ανάμεσα στις φωτεινές αναλαμπές της μητρότητας και της οικογενειακής θαλπωρής ελλοχεύει το απευκταίο:  Ένα «στραγαλάκι» στον  αριστερό μαστό της.  Η επιβεβαίωση του μύχιου φόβου της την ακινητοποιεί, της στερεί την ενόρμηση της αντιμετώπισης.  Η ζωή της κυλά ανάμεσα σε σιωπές και μυστικά ενώ είναι σε θέση να γνωρίζει, με την ιδιότητα της γιατρού, πως «παίζει με τη φωτιά» πλησιάζοντάς την «όπως οι νυχτοπεταλούδες».  Ως τη στιγμή που οι σιωπές και οι μισές αλήθειες φτάνουν στο τέλος.  Άλλος δρόμος διαφυγής δεν υπάρχει παρά μόνο «η ιδιότυπη γκιλοτίνα που δεν κόβει μόνο κεφάλια». 

Η αφαίρεση του γυναικείου συμβόλου γίνεται στο εξής η αντανάκλαση του φόβου της εγκατάλειψης μπροστά στον καθρέφτη, η λεπτή γραμμή μεταξύ αυτονομίας και εξάρτησης.  Ευάλωτη απέναντι στον Ρήγα, ερευνά την πιθανότητα της αποκατάστασης.  Μα πριν προχωρήσει, στέκεται γυμνή μπροστά του --κίνηση αποφευκτέα  όσο οι σιωπές διαρκούσαν-- και του ζητά να διαλέξει «ανάμεσα στο ένα στήθος και την ψευδαίσθηση της αφύσικης συνύπαρξης με ένα άλλο».  

Σαν άλλος Δίας εκείνος της απαντά:  «Πάντα αναρωτιόμουν πώς μπορεί να είναι ο έρωτας με μια Αμαζόνα, κι εγώ είμαι ο τυχερός που του δόθηκε η ευκαιρία να το μάθει τώρα».

Η συγγραφέας είναι γνωστή για τις δυνατές σκηνές τόσο στα διηγήματά της όσο και σε προηγούμενά της μυθιστορήματα.  Ωστόσο, εδώ κατορθώνει κάτι πιο εντυπωσιακό λόγω της λεπτότητάς της και της εστίασής της στις μικρές, αλλά μεγάλες σε ένταση στιγμές.  Είναι σε αυτές τις λεπτομέρειες, που η γραφή της διαπρέπει. Βεβαίως και στην αμεσότητά της.  Την ικανότητα να μας βυθίζει στον κόσμο των χαρακτήρων της και να μας κάνει να συμπάσχουμε χωρίς οίκτο.  Γιατί εκεί έγκειται η δύναμη της λογοτεχνίας.  Να αγγίζει χωρίς να πληγώνει. 

Αλλά το εκπληκτικής οικονομίας μυθιστόρημα της Κώστιας Κοντολέων δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για τον καρκίνο.  Σε αντίθεση με άλλα του είδους --αυτοβιογραφίες ως επί το πλείστον-- δεν υιοθετεί μια αφηγηματική προσέγγιση μάχης. Δεν υπάρχει το μακρύ ταξίδι της ηρωίδας με την ισχυρή θέληση που πολεμά ένα σώμα σε εξέγερση, ούτε κάποιος προσωποποιημένος εχθρός που πρέπει να νικηθεί. Αντίθετα, είναι η ιστορία της Ήρας στο σύνολό της και όλων όσων φέρει το σώμα της: αναμνήσεις, φοβίες, εμμονές, μεταμέλειες, αγάπη, εμπειρίες – με τον καρκίνο να είναι ένα από αυτά. Ναι, είναι η ιστορία της φθοράς ενός σώματος, αλλά και η ιστορία μιας γυναίκας, που ώριμη πιά, ξέρει τι θέλει και τραβά μπροστά για μια νέα αρχή. 

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Συνέντευξη στον 'Ελεύθερο Τύπο'




 https://eleftherostypos.gr/politismos/kostia-kontoleon-i-ira-ston-asterismo-tou-karkinou?fbclid=IwY2xjawKBwcxleHRuA2FlbQIxMABicmlkETBpOTlVdFUzTnFsRlcxNm5JAR4CxsWBBGeZ7tNMPfDoRIoKeMYnJw6k3rglmMqRdrdNi1ixOdKnsWRlZDP-yg_aem_8QLGWb_T9sb0ioZbFHhTPg

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Οι κούκλες της

 


Οι κούκλες της

 

Μια πάνινη -ολότελα μουλιασμένη- κούκλα, αντιπροσωπευτική της δεκαετίας του ’50, κρεμόταν από το σχοινί της μπουγάδας στην αυλή τους, σε μια από τις πολλές πανομοιότυπες αυλές εκείνης της εποχής.  

Το χώμα από κάτω δεχόταν τις ρυθμικές σταγόνες που σχημάτιζαν μια υποψία λιμνούλας, μα που κι αυτή εξατμίζονταν σταδιακά από την καλοκαιρινή λαύρα του μεσημεριού. Το άτεχνο πρόσωπο της κούκλας από φτηνή πάστα, έλειωνε σταδιακά αλλοιώνοντας την αδιάφορη έκφραση της.

Κι εκείνη -οχτάχρονο κορίτσι- με ανασηκωμένο το κεφάλι παρακολουθούσε ανέκφραστη την εκούσια δολοφονία μιας από τις πολλές κούκλες θύματα της.

Δεν είχε αγαπήσει καμιά τους, από την πρώτη έως τούτη την τελευταία. Εφήμερα  παιχνίδια  που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς ν’ αφήνουν κανένα προσωπικό αποτύπωμα πίσω τους.

Γι’ αυτό ήταν αρνητική πάντα στα βαρετά επαναλαμβανόμενα καλέσματα των φιλενάδων της να παίξουν τις κουμπάρες ως ασυνείδητα προϊούσες μελλοντικές μαμάδες με παιδιά ακούνητα, αμίλητα και υπάκουα… Ψευδεπίγραφες παγίδες μιας αλλότριας πραγματικότητας.

Κι έπειτα -εκεί περίπου στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής της -οι πάνινες κούκλες έχασαν την όποια υποτιθέμενη αίγλη τους καθώς στη θέση τους εισέβαλαν κάποιες νέες… Κοκάλινες -αυτή τη φορά- πανομοιότυπες κούκλες με χαζοχαρούμενα γελαστά πάντα πρόσωπα.  Κι οι πάνινες κατέληξαν άδοξα πια να πουλιούνται στα πανηγύρια των ναών στις επετειακές γιορτές των αγίων τους, στολισμένες όπως και πριν με φανταχτερά τούλινα φορέματα και στρας εφήμερης λαμπρότητας.  

Μα ούτε και οι κοκάλινες κούκλες που θεωρήθηκαν νεοτερισμός της εποχής τότε  κατάφεραν να τραβήξουν το ενδιαφέρον της.

Εντελώς τσίτσιδες κουνούσαν πόδια και χέρια υποχείρια της άτσαλης χρήση τους από ανυπόμονα παιδιά για να καταλήξουν αναπόφευκτα σε πολλαπλές εξαρθρώσεις όταν τα λαστιχάκια που τα συγκρατούσαν έσπαγαν ηθελημένα ή ακούσια από την πολλή χρήση. Για να καταλήξουν εντέλει…

Στο νοσοκομείο των κούκλων, από τις ελάχιστες καινοτομίες της εποχής.

Κι όμως μήτε κι  αυτές κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα της το μητρικό ένστικτο.

 ‘Παράξενο παιδί’ έλεγαν καταμόνας οι γεννήτορες όταν την έβλεπαν να τραβάει με μανία τα χέρια και τα πόδια στις κοκάλινες κούκλες της ως  να ακουστεί  ο χαρακτηριστικός ήχος του λάστιχου που έσπαγε.

Ίσως αυτή η μανία εξαρθρώσεων να είχε την πηγή της στις συχνές οικογενειακές επισκέψεις στο κουκλονοσοκομείο καταγμάτων για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις. Την διασκέδαζε αφάνταστα να βλέπει τους κουκλογιατρούς επί το έργο.   Μα ίσως ήταν και ένας βαθύτερος ασυναίσθητος φόβος της να μην υποκύψει άθελα της σ’ αυτό που εντέχνως η κοινωνία προετοίμαζε από πολύ μικρά τα θήλεα σε ρόλους δοτούς στην ‘αγία οικογένεια’ και στην ‘διαιώνιση’ του είδους.

Με δούρειο ίππο πάντα τις κούκλες εξαρτημένων από αυτές παιδιών, οι ελέγχοντες τις κοινωνικές νόρμες κατάφερναν να περάσουν το μήνυμα τους : τα θήλεα ανέκαθεν να είχαν φυτεμένες στο ασυνείδητο τους τις θεωρίες διαφοροποίησης των δύο φύλλων. 

Έτσι οι υποβολιμαίες αναγκαίες ανανεώσεις του δολώματος για να γίνει πιο ελκυστικό, είχαν εξοστρακίσει τις πάνινες και στη συνέχεια τις  κοκάλινες κούκλες στη λήθη, όλες τους πλέον  θεωρούντο passe, η διάδοχη κουκλοφυλή που τις αντικατέστησε ήταν τώρα οι μαρκησίες, σύμβολα της φαντασιακής ευμάρειας της μεταπολεμικής κοινωνίας.

Κούκλες με ξενόφερτη καταγωγή και τίτλο αριστοκρατικότητας, έγιναν γρήγορα της μόδας προϊούσης της ξενομανίας και της ανάγκης επίδειξης.  Προορισμένες να κοσμούν τους καναπέδες των σαλονιών, μα ωστόσο απαγορευμένο παιχνίδι των παιδιών, για να μην τις χαλάσουν -‘απαραβίαστη’ γονική εντολή-  επόπτευαν παράλληλα την ζωή της οικογένειας με έναν αέρα ανωτερότητας που επέβαλε η καταγωγή τους.  

Όλα αυτά τότε…. Που και τελικά οι κοινωνικοί σχεδιασμοί την είχαν υποτάξει.

Όμως τώρα…

Μεσήλικη πια, δεν εντυπωσιάζονταν από την ροζ φτηνιάρικη οργαντίνα και τα λουστρινένια γοβάκια της μαρκησίας τους,  ξεχασμένης τώρα σε κάποιους χώρους της οικογενειακής μονοκατοικίας.  Μετά την αμετάκλητη φυγή των γεννητόρων,  την είχε μετακομίσει από τον καναπέ του σαλονιού στα ορεινά του πιάνου της μητέρας  -εκείνο με το ξεθωριασμένο πια μαύρο λούστρο.  Κίνηση ηθελημένη για να μην έχει άμεση επαφή μαζί της και να μην βλέπει το αρυτίδωτο πρόσωπο, ούτε τα πλούσια μαλλιά της. 

Είχε ωστόσο εξοστρακίσει ηθελημένα και τους καθρέφτες του σπιτιού για να μην υποκύπτει στις σύντομες έστω πλάγιες ματιές στα δικά της αραιωμένα και ξεθωριασμένα από τις πολλές βαφές μαλλιά ή τις ρυτίδες που αυλάκωναν πια το πρόσωπο και τα διάστικτα από καφετιούς λεκέδες χέρια. 

Ζούσε τώρα μόνη στο πατρικό της, ένα σπίτι όπου ακόμη αντηχούσαν οι συνεχείς γονικές προτροπές, για ευτυχισμένους γάμους και τσούρμο παιδιών.  Εκείνη είχε ορίσει τη ζωή της ελεύθερη από δεσμεύσεις κάθε είδους και την είχε ζήσει όπως αυτή ήθελε… 

Ευτυχισμένη;

Σιωπή.

Μόνη;

Σιωπή.

Η μαρκησία αυτόπτης πάντα μάρτυρας την κοίταζε όπως πάντα ειρωνικά από τα ορεινά του μαύρου πιάνου της μητέρας.          

Θυμήθηκε τις κούκλες που εκούσια βασάνιζε. Ήταν η ασπίδα της, κι ας είχε ζήσει με κίβδηλες αλήθειες για να μην ξεστομίσει την μόνη αλήθεια, για να μην ομολογήσει ούτε στον πανικό της πως λόγω οικίας ανατροφής και πλύσεως εγκεφάλου ήταν ανάπηρη να παίξει τον φυσικό ρόλο της μάνας…

Έτσι ήταν;

Έτσι είναι;      

Και η μαρκησία πάντα εκεί να την κοιτάζει ειρωνικά.

Άπλωσε το χέρι και την άρπαξε από το πόδι. Η κίνηση ως τελευταία πράξη βίας, έμεινε μετέωρη, λίγο πριν διαλύσει το κεφάλι της μαρκησίας στο σκαμπό του πιάνου.  Ο χρόνος έγινε άχρονος…

Κι έπειτα η βία έγινε χάδι.  Τα χέρια αρωγοί αγάπης γύμνωσαν το κοκάλινο κορμί από τα περιττά φτιασίδια.  Κι έτσι γυμνό σαν νεογέννητο βρέφος εκείνο ψέλλισε μια λέξη μόνο -

Μαμά

Παιδί μου… -είπε εκείνη…

   https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-oi-koukles-tis/

Απρίλιος 2025

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Ο Πάνος Τουρλής στο https://www.vivliokritikes.com/

 

Μια γυναίκα παλεύει με τον καρκίνο και θυμάται τις στιγμές της ζωής της. Οι πρώτοι έρωτες στην εφηβεία, η οικογένεια που δημιούργησε, οι γονείς της, η επαγγελματική της πορεία και τώρα η μάχη. Πώς θα ανταπεξέλθει στην περιπέτειά της και ποιος θα νικήσει; Τι συμβαίνει στο σώμα και στην ψυχοσύνθεσή της;

 

Βιβλίο Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου

Συγγραφέας Κώστια Κοντολέων

Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα

Εκδότης ΑΩ

Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

 

Η Κώστια Κοντολέων έγραψε ένα χρονικό πάλης, μάχης και αγώνα ενάντια σ’ έναν αόρατο μα και απτό εχθρό με σύντομες προτάσεις, μικρά κεφάλαια και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. «Γυμνό το κορμί αποκαλύπτει ώριμους μαστούς. Σ’ έναν από τους δυο φωλιάζει ύπουλος αόρατος εισβολέας… Η χούφτα κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος, ιδιότυπο σύντροφο δύσκολης οκταετίας…» (σελ. 8). Αυτά τα στήθη, εφηβικά κυπαρισσόμηλα κάποτε, στητά γλυκολέμονα τώρα, δίνουν το έναυσμα της ιστορίας. Γραφή κοφτή, γρήγορη, μόνο με τις βασικές λέξεις που μπορούν να σχηματίσουν μια πρόταση, κείμενο που κυλάει γρήγορα, με επιθετικό ρυθμό που δε με άφησε να πάρω ανάσα ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων παίζουν και κουμπώνουν ή ντύνουν με λυρισμό τα περιστατικά που αφηγούνται το καθένα τους. Μέσα από αυτά τα κεφάλαια-σφηνάκια φωτίζονται διαφορετικά και ποικίλα στιγμιότυπα από τη ζωή της Ήρας, η οποία μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι που τηρεί απαρέγκλιτα τις χριστιανικές τελετουργίες. Η κοπέλα γυρίζει την πλάτη στις νουθεσίες περί κόλασης, παραδίδεται στην αγκαλιά του Ρήγα και μετά το ρίχνει στις γονυκλισίες και τις μετάνοιες, παραπαίοντας: «…ο πρώτος μου έρωτας ή αντίβαρο αντίδρασης στα ηθικοπλαστικά τσιτάτα της ενοχικής μάνας μου»;

 

Είναι μια γυναίκα που χλευάζει τόσους αιώνες σκοταδισμού που κατασυκοφάντησαν την ένωση των σωμάτων και την ηδονή που προσφέρουν και χαράζει τη δική της πορεία. Κι όταν μπαίνει στην εφηβεία: «Τα πεζοδρόμια που διεκδικούσαν τα ξυπόλητα τρεχαλητά μου κι η αθωότητα της παιδικής ηλικίας δεν υπάρχουν πια» (σελ. 11). «Εγώ, η Ήρα, προσφέρω μα και αντιστέκομαι» όταν αρχίζουν οι σχέσεις με το άλλο φύλο. Τελικά, αναγκάζεται να ακολουθήσει τα χνάρια του παθολόγου πατέρα της μόνο και μόνο για να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον της, αδιαφορώντας για την έτοιμη ιατρική πελατεία. Πιάνει δουλειά σε νοσοκομείο για να αποκτήσει ευρύτερες ιατρικές γνώσεις έχοντας πάντα στο πλάι της τον Ρήγα, τη «βακτηρία» της. Η επιλογή των σπουδών της τη βοηθάει να αντιμετωπίσει κατάματα τις νευρώσεις της, μιας και οι επιστημονικές αναλύσεις δεν αφήνουν περιθώρια παρανοήσεων. Μέσα από μια εκπληκτική γραφή ταξιδεύουμε από τα χρόνια της μεταπολίτευσης ως σήμερα, περνάμε από την εφηβεία στην ωριμότητα, από την αδιαφορία για τα οικογενειακά θέσφατα και την ηδονή του έρωτα στον αναμενόμενο ως έναν βαθμό πόλεμο με τον αόρατο εχθρό.

 

Εθελοτυφλεί όταν δέχεται την ακάλεστη επίσκεψή του, έχει κάνει πλέον τη δική της οικογένεια, έχει τακτοποιήσει τους φόβους της, τους έχει κρύψει καλά, μόνο που «Το σώμα θυμάται και περιμένει». Το χεράκι της πάντα εκεί, στο αριστερό στήθος, λες και ήξερε, σα να περίμενε αυτό που τώρα ήρθε. Κορίτσι, σύζυγος, μάνα, ασθενής μα πάνω απ’ όλα γυναίκα. Αρχικά το κρατάει μυστικό, παλεύει μόνη της, βιώνει παράνοια και λογική σε αμφίδρομες αλληλοεπιδράσεις, «Ό,τι πάνω στο σώμα μου έχει χαραχτεί δεν τους αφορά… Ή μήπως όχι;» (σελ. 40). Σα να ετοιμάζει μια ιδιότυπη αυτοκτονία κρατώντας την οικογένειά της στο σκοτάδι και ταυτόχρονα χωρίς η ίδια να το παλεύει. Τι περιμένει,  Θαύμα ή Θάνατο; Πώς και γιατί θ’ αλλάξει στάση ζωής; Θα προλάβει να παλέψει; Πώς θα αντιδράσουν οι δικοί της; Πώς θα νιώσει όταν ένα σώμα με φανερή ανορθογραφία τη μετατρέψει σε Αμαζόνα; Πόσο δυνατή νιώθει όταν ψάχνει τη δύναμη σε τέτοια λόγια: «…η πραγματική ζωή δεν είναι η ζωή των αγαλμάτων με τις όποιες φθορές τους…η πραγματική ζωή είναι εκείνη των ανθρώπων, με τα ρίσκα και τις αποφάσεις που καθορίζουν την καθημερινότητά τους» (σελ. 70);

 

«Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου» είναι ένα δυνατό, ρεαλιστικό μυθιστόρημα με ηρωίδα μια γυναίκα που περνάει από πολλές ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις όσο παλεύει με την επάρατη νόσο. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κορυφώνεται η αγωνία για την επιτυχή ή μη έκβαση αυτού του αγώνα δρόμου, που καθυστέρησε να εκκινήσει με δική της υπαιτιότητα. Χωρίς διδακτισμούς, χωρίς κατακραυγές και ακρότητες, με διακριτική ισορροπία ανάμεσα στο «γιατί σε μένα» και στο «γιατί όχι», ξεδιπλώνεται μια ιστορία που βιώνουν πολλές γυναίκες σε κάποια στιγμή της ζωής τους και η συγγραφέας θέλησε με το βιβλίο της να κρατήσει νοερά το χέρι της κάθε μίας από αυτές, να προσπαθήσει με τον δικό της τρόπο να τις εμψυχώσει και να τις στηρίξει όσο γέρνουν το «φυλλοβόλο κεφάλι» τους σε γνώριμες μυρωδιές για μια ανάσα ακόμη. Την Ήρα τη λοιδορούσα για τα λάθη της, τη συμπονούσα για τις επιλογές της, την κατανοούσα για τη στάση της κι αυτά τα συναισθήματά μου εναλλάσσονταν με τον ίδιο ρυθμό που άλλαζε και η ηρωίδα του βιβλίου. Δε συνάντησα ούτε μια περιττή ή φλύαρη σκηνή, αντίθετα, απόλαυσα μια λιτά γραμμένη μάχη εναντίον του εισβολέα που μπορεί να μεταμορφώσει από τη μια στιγμή στην άλλη μια γυναίκα είτε σε φοβισμένο και υποταγμένο αντίπαλο είτε σε μαχητή είτε και τα δυο μαζί σε μια διαρκή ανταλλαγή θέσεων. Τελικά, πόσο λαμπερός είναι αυτός ο αστερισμός και πόσο πολύ στηρίζεται στον φόβο για να φέγγει πάνω από αυτόν που θα επιλέξει για να εξαπλωθεί; Η Κώστια Κοντολέων χαρίζει αισιοδοξία και δύναμη μέσα από ένα μυθιστόρημα που κυλάει σα νερό και είναι γραμμένο με άφθαστο ρεαλισμό και δύναμη.


Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo

 


Κώστια Κοντολέων: «Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου»

 Διώνη Δημητριάδου  Δημοσιεύτηκε 02 Απριλίου 2025 (diastixo.gr)

 

Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που η λογοτεχνική γραφή επιχειρεί να αποδώσει την τραυματική συνάντηση με τον καρκίνο, τον «εισβολέα», που εισχωρεί αθόρυβα στο σώμα μας και συν τω χρόνω εγκαθίσταται και προχωρεί σε έναν ανεξέλεγκτο καταστροφικό πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Τις περισσότερες φορές η γραφή μεταμφιέζεται, χρησιμοποιεί προσωπεία, στην προσπάθεια να ειπωθεί το ανείπωτο, το βαρύ κι ασήκωτο φορτίο της ασθένειας, με τις μάσκες όμως να υποχωρούν, μόλις αποκαλυφθεί ο συγγραφικός «τρόπος», μόλις η υπαινικτική ή μεταφορική επένδυση καταπέσει μπροστά στην αναγνωστική πρόσληψη.

 

Η γραφή της Κώστιας Κοντολέων, ιδιαίτερη, ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη ανάμεσα στις πολλές, ακολούθησε την ευθεία οδό, λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους. Η ιστορία που αφηγείται, κι ας έχει την πρωτοπρόσωπη φωνή, αφορά την κάθε ομοειδή περίπτωση. Δεν αυτοβιογραφείται εξομολογούμενη, αλλά επιλέγει τη λογοτεχνική γλώσσα που όλα τα σκεπάζει με το μαγικό της «ψεύδος», ώστε όλα να φαίνονται αληθινά όσο και επινοημένα, χωρίς πραγματικά να ενδιαφέρει η διάκριση μεταξύ τους· άλλωστε, η αληθοφάνεια κερδίζεται με τον συγγραφικό τρόπο και, τελικά, αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει εδώ.

 

Επειδή στις καλές εκδόσεις τίποτα δεν είναι τυχαίο, κοιτάζω το έργο του Egon Schiele (Seated female nude back view with red skirt, 1914) στο εξώφυλλο του βιβλίου και νομίζω ότι βλέπω την ηρωίδα της Κοντολέων, την Ήρα, με την ένταση της απόγνωσης στο βλέμμα, την τραγικότητα της κίνησης της εξπρεσιονιστικής φιγούρας να απλώσει τα χέρια της στο «κενό» του πίνακα. Από πού να πιαστεί; Σκέφτομαι πόσο η εικόνα και ο λόγος εδώ αλληλοερμηνεύονται. Αποτυπώνει η φιγούρα της γυναίκας του πίνακα την οκτάχρονη «συμπόρευση» της Ήρας με την αρρώστια, μια πραγματικότητα που η ίδια δεν ήθελε να αποκαλύψει.

 

Φευ, όσες φορές κι αν κοιταχτώ στον καθρέφτη μου, όσες αλλαγές και αν παρατηρήσω στο στήθος μου. Δεν κάνω τίποτα, μόνο περιμένω. Τι; Δεν ξέρω. Θαύμα ή Θάνατο; (σσ. 43-44)

 

Ο μονόλογος της Ήρας (θυμίζει θεατρικό μονόπρακτο) ανελέητος για την ίδια, θα εκκινήσει από το κρίσιμο «λίγο πριν» του χειρουργείου, εκεί που θα αποχωριστεί, με τη μαστεκτομή, το αναγνωριστικό στοιχείο, το σύμβολο της θηλυκότητάς της, στερεότυπο και άρα ισχυρό· δύσκολη η συμφιλίωση με την απουσία του. Εκεί, στο κρίσιμο αυτό «λίγο πριν», θα σταματήσει η κανονική ροή του χρόνου, η Ήρα θα πάει πίσω, στο πρώτο ξύπνημα της γυναικείας της ταυτότητας, στα «σημάδια» που ήταν εκεί, αλλά ήθελε να τα αγνοήσει, που, όμως, τη στοίχειωνε η δυσοίωνη παρουσία τους.

 

Κι έπειτα, η πρώτη ένδειξη της ύπαρξης του «εισβολέα». Σαφής η παρουσία του για τη γιατρό πλέον Ήρα, που θα επιλέξει να συμβιώσει μαζί του για οκτώ καταστροφικά για την ασθένειά της χρόνια. Έχει, αλήθεια, ενδιαφέρον αυτό το σημείο της ιστορίας. Η αντίδραση της ηρωίδας μεταφρασμένη σε απουσία κάθε δράσης, σαν όλες οι ιατρικές της γνώσεις, όλες οι συμβουλές που η ίδια έδινε στους ασθενείς της έξαφνα να κατέρρευσαν, αδύναμες μπροστά στο πρόβλημα που πλέον είχε σάρκα και οστά, ήταν ολότελα προσωπικό, δικό της, ξεφεύγοντας από τις σελίδες των επιστημονικών της βιβλίων. Η γραφή εδώ αποκτά χαρακτήρα ψυχαναλυτικό, ψάχνει και όσο ψάχνει βαθαίνει, δεν είναι πια μόνο λογοτεχνία, δεν είναι τέχνη του λόγου, είναι διαδοχικές ξυραφιές στο πάσχον σώμα.

 

Η γραφή εδώ αποκτά χαρακτήρα ψυχαναλυτικό, ψάχνει και όσο ψάχνει βαθαίνει, δεν είναι πια μόνο λογοτεχνία, δεν είναι τέχνη του λόγου, είναι διαδοχικές ξυραφιές στο πάσχον σώμα.

 

Ο τρόπος που η Κοντολέων χτίζει την ιστορία της, στο επίκεντρο βάζοντας την Ήρα και τον εσωτερικό της, αρχικά κρυφό για τους άλλους, αγώνα, θυμίζει μια λίμνη που έξαφνα μια πέτρα πέφτοντας μέσα της διαταράσσει την ηρεμία της – απατηλή ηρεμία, καθώς εκτεθειμένη η λίμνη σε φυσικούς ή μηχανικούς παράγοντες δεν θα μπορούσε να διατηρήσει για πάντα τη γαλήνη της. Όπως διαδοχικά διαγράφονται νέοι κύκλοι, ομόκεντροι αλλά όλο και πιο φθίνοντες, εισχωρούν στην ιστορία οι άλλοι χαρακτήρες, ο άντρας της, η κόρη της, οι γονείς, οι φίλοι, οι γιατροί, οι νοσοκόμες, ο καθένας κι ένας κύκλος, πιο έντονος ή πιο άτονος, ανάλογα με τη γειτνίαση προς την Ήρα και τον τρόπο που συμμετέχει στο δικό της πρόβλημα. Ακόμα και η ίδια επιζητά την αποστασιοποίηση από το «τραύμα», σαν να πρόκειται για μια ξένη γυναίκα που της μιλάει:

 

Μου έλεγε πως δεν ήθελε να κοινοποιήσει το πρόβλημά της, πως απεχθανόταν τον οίκτο των άλλων όπως ο διάβολος το λιβάνι. Πως δεν θα άντεχε εκείνες τις πλάγιες ματιές τους που τη θεωρούσαν ξεγραμμένη, τα παρηγορητικά λόγια της συνθήκης. (σ. 104)

 

Εν τέλει είναι ένα βιβλίο για τη γυναικεία ταυτότητα; Ένα βιβλίο για τη σταδιακή ωριμότητα, που έρχεται μέσα από τραυματικές εμπειρίες; Ένα βιβλίο για την ασθένεια και την αντιμετώπισή της; Ή, ίσως, ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, με όσο θάρρος απαιτεί κάτι τέτοιο;

 

Θυμάμαι το παραμύθι της Χιονάτης που έλεγα στην παιδούλα κάποτε κόρη μου. Τις ερωτήσεις της κακιάς μητριάς στον μαγικό καθρέφτη της. Εκείνος της έδινε απαντήσεις, ο δικός μου μένει ανείπωτα αμίλητος. Μένω βουβή, καθώς οι τοίχοι γύρω μου κινούνται κι αρχίζουν αργά αργά να κλείνουν σαν όστρακο που προσπαθεί να εγκλωβίσει έναν εν δυνάμει εξωτερικό κίνδυνο… ΕΜΕΝΑ. (σ. 45)

 

Μήπως ένα βιβλίο που, μέσα στην αυτοαναφορικότητά του, υπαινίσσεται την ιαματική λειτουργία της γραφής; Η Ήρα, πάντως, μπροστά στη λευκή σελίδα του υπολογιστή της αποφασίζει να ξεκινήσει με τις πρώτες έξι λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου, φθάνοντας έτσι στην ώριμη αντιμετώπιση του βιώματός της με την καταγραφή του στο ομότιτλο βιβλίο που διαβάζουμε.

 

Όλα αυτά, βέβαια, αλλά και τόσα άλλα που ανακύπτουν διαβάζοντας, γιατί η καλή λογοτεχνία δεν εξαντλείται σε κατηγοριοποιήσεις και ετικέτες. Η Κώστια Κοντολέων, με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, καταθέτει μια από τις καλύτερες γραφές στη δύσκολη αυτή θεματική.