Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

"Ένα κοστούμι αδειανό" -διήγημα


 

                    Ένα κουστούμι αδειανό

 

 

 

 

Την αφή της σάρκας σου δεν αξιώθηκαν τα δάχτυλα μου.

Μόνο τις χάρτινες παλλαϊκές φωτογραφίες  σου άγγιζαν, βουβές εκείνες πάντα, αποτυπώσεις της στιγμής, κι εγώ αναρωτιόμουν αν υπήρξες ποτέ στ’ αλήθεια. 

Από πιο σπέρμα σου τυχαίο δόθηκε σ’ εμένα η ζωή που σε εμπεριείχε;

Κληρονομιά χωρίς αντίκρισμα στην ασχημάτιστη ακόμη ζωή μου.

Κι όμως, εκείνη -η μητέρα- σε άγγιζε όσο κράτησε…  Ανάσαινε την μυρωδιά του κορμιού σου, τον ιδρώτα σου, την κολόνια που φορούσες.   

Κι ύστερα στην ανυπόφορη τελεσίδικη απουσία σου, έβγαζε συχνά από την ντουλάπα τις ξύλινες κρεμάστρες με τα κομψά σακάκια σου, τα κολλαριστά πουκάμισα, τα κασμιρένια κουστούμια σου, φευ άδεια πια από σάρκα μα γεμάτα πένθιμες αναμνήσεις.  Και συχνά άπλωνε τρυφερά στο κρεβάτι σας το γαμπριάτικο κουστούμι σου στη θέση που εσύ  πάντα κοιμόσουν.  Την ζήλευα κρυφά κι ακόμη την ζηλεύω γιατί είχε πάρει το μερίδιο της από εσένα, τις ανεξίτηλες μυρωδιές σου, την αίσθηση της παρουσίας σου. 

Εγώ; 

Εγώ έχω μείνει με τις κιτρινισμένες από τα χρόνια φωτογραφίες σου που μυρίζουν πια  πολυκαιρισμένο χαρτί.

Και κάποιες κουβέντες σου, τυχαία ειπωμένες σε χρόνους αισιόδοξους, που άκουσα άλλους να τις επαναλαμβάνουν.  Έλεγαν πως ήθελες να γεννηθεί -να γεννηθώ, δηλαδή- κορίτσι και να καμαρώνεις πλάι του -πλάι μου σα να λέμε…

Επιθυμίες με μισό αντίκρισμα, θανάτου και ζωής.  Κόρη, ναι, που ούτε καμάρωσε ποτέ  δίπλα σου.  Που ούτε τη θέση πλάι στο αδειανό κουστούμι σου μου παραχώρησε ποτέ η μητέρα.       

Και καθώς τα χρόνια περνούσαν όλο και πιο σπάνια σε θυμόμουν.  Πεισματικά αρνιόμουν τις επισκέψεις στο νεκροταφείο που ήσουν θαμμένος, τα μάρμαρα των τάφων ψυχρά απωθούν τα όποια αγγίγματα σηματοδοτούν μόνο την υπαρκτή απώλεια.   Κι όσο μεγάλωνα δεν εύρισκα λόγια  αγάπης να σου χαρίσω μόνο εκείνο το πελώριο αναπάντητο ‘ΓΙΑΤΙ’ έσπαγε το τείχος των δοντιών μου για να εγκλωβιστεί κι αυτό στο σφίξιμο των χειλιών μου.

Μισούσα τη γιορτή του πατέρα δεν είχα βρει τρόπους να σχηματοποιήσω τη νοερή έστω παρουσία σου σε μια τέτοια γιορτή. 

Να το πω ή το ξέρεις ήδη;

Δεν ήρθες στον ύπνο μου ποτέ να μου χαϊδέψεις τρυφερά τα μαλλιά, να με αποκαλέσεις ‘κόρη μου’…

Το υποψιάζεσαι πόσο πολύ μου έλειψε αυτή η λέξη; Οπότε και θες από πείσμα, θες από απελπισία και η λέξη ‘πατέρα’ αρνήθηκε έστω για μια φορά να ειπωθεί.

Και συνέχισα να μεγαλώνω και τα χρόνια να πορεύονται τελεσίδικα πια προς την τελευταία ωριμότητα της ζωής μου.  Κι είναι τώρα που άρχισα πάλι και ανεξήγητα ξαφνικά, να σ’ αναζητώ, να μου λείπεις σαν παρουσία, τι κι αν πέτυχα κάποια πράγματα στη ζωή μου, θέλω έστω και τώρα, έστω κι αργά, τη δική σου τελεσίδικη απάντηση στην ερώτηση που κουβαλούσα ενδόμυχα σ’ όλη μου τη ζωή. 

 ‘Είσαι περήφανος για μένα μπαμπά;’        

      


(443 λέξεις)

https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-ena-koustoumi-adeiano/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου