Κώστια Κοντολέων - Περιπέτειες Γραφής και Μετάφρασης
Ταξίδια λέξεων και ιδεών
Κυριακή 28 Ιουλίου 2024
https://vivliovamon.blogspot.com/
Κυριακή 21 Απριλίου 2024
Η Νάντια Τράτα στο fractal
«Αυτόνομες ιστορίες ισχυρής αλληλουχίας και συνοχής»
Γράφει η Νάντια Τράτα //
Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray», Εκδόσεις Ευρασία – Στιγμός
Η κατοχή, η απόκτηση ή η κατάκτηση της ατομικής ταυτότητας σημασιοδοτεί ένα εντελώς προσωπικό αφήγημα και την ίδια στιγμή οριοθετεί την ετερότητα από τους Άλλους. Ως συναίσθημα, η εδραίωση του εγώ προϋποθέτει την κατανόηση και τον αυτο-προσδιορισμό σε σχέση με το περιβάλλον, τον χρόνο, τον τόπο, ενώ, συγχρόνως, το αρραγές οικοδόμημα του προσωπικού μας αφηγήματος συγκρατείται και υποστηρίζεται σε θεμέλια άλλοτε στιβαρά, άλλοτε σαθρά, κάποτε αξιόπιστα και κάποτε νοθευμένα. Και είναι ακριβώς αυτά τα χωνεμένα στη γη, τα βυθισμένα στη λήθη, τα λαξεμένα με τη μυτερή σμίλη της μνήμης, τα σφυρηλατημένα πάνω στο αμόνι της αν(τ)οχής μας που θα γίνουν οι οδοθέτες της αφήγησης της Κώστιας Κοντολέων σ’ ετούτο το μεγάλο περίπατο επιστροφής σε χορταριασμένους τόπους και ξεθωριασμένους χρόνους εκεί όπου έννοιες όπως αθωότητα και παιδικότητα, νιότη, οικογενειακοί δεσμοί, θα γίνουν χίλια κομμάτια πάνω στο σκληρό μπετόν της πραγματικής ζωής.
Με το νέο της έργο, την υπέροχη συλλογή διηγημάτων «Η Ίμα στη Ville d’Avray», η Κώστια θέλει να σπάσει στα δύο το χρόνο και να κατοικήσει στο μεταίχμιο του τότε και του τώρα, να φυσήξει τη σκόνη που καλύπτει φωτογραφίες ξεχασμένες, να ζητήσει τον λόγο από εκείνον που σ’ένα ξεγέλασμα της τύχης έσβησε το φως από τα μάτια του ενώ εκείνη ατάραχα ακόμη κολυμπούσε στα ήρεμα νερά των μητρικών σπλάχνων, ν’αψηφίσει σημάδια, να παρακούσει εντολές, να ταξιδέψει σε ξένη γη, σε παρόχθια καταπράσινα μονοπάτια, να δυναμώσει την ένταση στο πικάπ χορεύοντας με χάρη και σκέρτσο νεανικό τους στίχους της Yma Sumac “A ti solita te quiero / A ti solita de adoro / A ti solita te entrego / La lllave de mi tesoro….”, να τολμήσει ν’αντικρύσει στο ημίφως της σωτήριας μοναξιάς την ανατολή ενός αισιόδοξου πρωινού, να κλείσει την πόρτα σε όσους αδιάντροπα την πλήγωσαν, να ξορκίσει την αντανάκλαση του κακού στο χιονάτο σεντόνι της αθωότητας, να συ(γ)χωρέσει για να μπορέσει ελεύθερη από τα βαρίδια της μνήμης να πετάξει ελεύθερη προς μία καινούργια, φωτεινή, αισιόδοξη ζωή, την ολότελα δική της ζωή.
Στα είκοσι διηγήματά της, τόσα όσα και το άριστα (20) που οι αναγνώστες της ολόκαρδα της χαρίζουμε για όλα της τα έργα, είκοσι φωνές ζητούν ν’ακουστούν και η Κώστια αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τους μονολόγους με έναν απόηχο που φθάνει στ’αυτιά μας σαν διαθλώμενο ηχητικό κύμα από τα βάθη της αβύσσου όπου συναντώνται η αλήθεια με τη μυθοπλασία, το βίωμα με την αθέατη όψη της ψυχής, ένας κωδίκελλος με τη χρήση του οποίου επιχειρείται μία ψυχωμένη αλλαγή σε μία διαμορφωμένη κατάσταση: Τα διηγήματα της Κώστιας τείνουν να έχουν ένα βαθύ συναισθηματικό αντίκτυπο. Οραματίζεται, θυμάται, ανασκαλεύει το παρελθόν, ακούει ξανά λόγια ξεχασμένα, αρνείται επιθετικούς προσδιορισμούς που αβασάνιστα προτάσσουν το «Α» της ανίκανης στη θέση του «Α» της άριστης. Η συγγραφέας γράφει τολμηρά για τα πλέον σκοτεινά θέματα με εκπληκτική δύναμη στέλνοντας στον αναγνώστη, την ίδια ακριβώς στιγμή, ένα υπόγειο μήνυμα, μία σημαίνουσα υποσημείωση: στο ημίφως της εγκατάλειψης, τα σκόρπια τεκμήρια μίας παράδοξης ζωής αναδεικνύονται μέσα από την ασυνήθιστη ματιά της Κώστιας, σε πείσμα κάθε εύκολης κατηγοριοποίησης της ανθρώπινης συνθήκης, διατηρώντας στο ακέραιο την αυθυπαρξία τους και γνωρίζοντας πώς να προφυλάσσονται από τις κακοτοπιές κάθε βεβιασμένης προσέγγισης.
Γράφει κάπου ο Vilém Flusser (τσέχος φιλόσοφος, συγγραφέας και δημοσιογράφος, 1920-1991) πως τα περιβάλλοντα, τα πραγματικά και τα εικονικά, δεν είναι ιδιωτικές εσοχές αλλά δημόσιοι χώροι για κοινωνική αλληλεπίδραση. Η αφηγηματική virtuosité της Κώστιας Κοντολέων προκαλείται όχι μόνο από καταστάσεις ιδεατές και ήρωες φανταστικούς αλλά και από ντοκουμέντα. Λογοτεχνικοί μηχανισμοί παίρνουν μπροστά για να δημιουργήσουν σχέσεις ισχυρές με τον αναγνώστη ο οποίος ως επίμονος συν-αφηγητής στην μυθοπλαστική δομή γίνεται το καταλληλότερο μέσο για την διάσωση και τη μετάδοση του βαθύτερου νοήματος, της ουσιώδους αλήθειας κάθε ιστορίας αφού πίσω από τις λέξεις βρίσκεται κρυμμένη μία οδύσσεια πολλαπλών αποκαλύψεων.
Λογοτεχνικά ορθογραφημένη και στυλιστικά στιβαρή, η συλλογή διηγημάτων «Η Ίμα στη Ville d’Avray» περιδιαβαίνει ιχνηλατώντας σημάδια μικρά, βαθιές ουλές, ανοίγει τα καλά σφαλισμένα συρτάρια, ψαχουλεύει θαρρετά έως ότου φθάσει στην καρδιά του τραύματος, περιγράφοντας με τρόπο διεισδυτικό, ρεαλιστικό και την ίδια στιγμή ψυχολογικά ευαίσθητο και κοινωνικά πανοραμικό, θέματα όπως τα γηρατειά, ο φόβος του θανάτου, η ορφάνια, η παιδική κακοποίηση παντί τρόπω, η ερωτική παραζάλη, η ανέξοδη αγάπη στους αδύνατους, το διαγενεακό τραύμα, οι οικογενειακές σχέσεις, οι καθημερινές απλές απολαύσεις της ζωής, η αναζήτηση ταυτότητας, η μνήμη και η ασίγαστη ανάγκη για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό.
Με αργό, τρυφερά τελετουργικό και συνάμα αυθεντικά ειλικρινή τρόπο, η συγγραφέας περιγράφει τολμηρά μία παιδική ηλικία στην οποία ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Εκεί ακριβώς που τέμνονται η μυθοπλασία και το βίωμα, αλήθειες βιωμένες, εμπειρίες χωρίς την ανάγκη να υπηρετήσουν κάποιο κύριο όνομα, συναισθήματα που ξεπλένονται στο θολό νερό της λησμονιάς, παραμένουν ζωντανά, αντικαθιστώντας τις έννοιες της αθωότητας και της ευτυχίας στα χρόνια της παιδικής ηλικίας που μεταφέρονται σαν εύφλεκτο υλικό καθώς η σχεδόν παντελής απουσία τους πυροδοτεί το ανομολόγητο συχνά δράμα σε κάθε ενήλικη ζωή.
Οι ήρωές της έχουν φωνή, η Κώστια ακούει και κρατά σημειώσεις, τίποτε δεν αφήνει να της ξεφύγει, για πόσα προφθαίνει να πρωτομιλήσει: Τι θέση άραγε έχουν σε αυτόν τον κόσμο παιδιά που δεν έχουν συμπληρωμένα όλα τα πεδία σε ένα δελτίο ταυτότητας, αγκαλιές που έμειναν άδειες σαν αποσκευές στα αζήτητα και απολεσθέντα, χάδια τρυφερά που δεν τόλμησαν να πετάξουν από το νου ως τ’ακροδάχτυλα, αγάπη άδολη που βολοδέρνει έρημη σαν ανεπίδοτη επιστολή, όνειρα παιδικά πάνω στα οποία η αθωότητα φυγαδεύτηκε κρυφά, πλάσματα που στερήθηκαν πατρικό φιλί, μητρικό χάδι, πεντάρφανα μα κυρίως ψυχικά τραυματισμένα, τους αρνήθηκαν άτεγκτα κάθε υποστήριξη, χωρίς κατανόηση, χωρίς αποδοχή…. Η πανάξια συγγραφέας μετατρέποντας τα στερεότυπα δεκαετιών και το «γραφικό» όσο και άγονο τοπίο των συγγενικών και οικογενειακών δεσμών σε (συμ)πρωταγωνιστές του έργου της, απαντά σοφά μέσα από τα ανθρώπινα δράματα ημιτονίων πως παντού και πάντα αυτό που μένει είναι το πώς ο καθένας από εμάς θα (ανα)διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα, πώς θα σταθεί απέναντι στο σπασμένο είδωλο της παιδικής ηλικίας σε πείσμα κάθε παγιωμένης και, αλίμονο, καθεστηκυίας αντίληψης, πώς θα βρει διέξοδο μέσα από το λαβύρινθο των, τάχα, ελεύθερων επιλογών.
Σώματα που φαντάζουν άγνωστα στους υδρατμούς ενός καθρέφτη, μία πρόσκληση σε δείπνο οι καλεσμένοι του οποίου ξεχνούν να φέρουν το πολύτιμο δώρο της συγγνώμης, άδειες αγκαλιές και τούλια που καίγονται ενώ δάκρυα γεμίζουν τα μάτια ενός ταξιδιώτη, ένα πρωινό μετακόμισης σε τόπους όπου η ανατολή θα ξεπροβάλλει από τη δύση, λέξεις απαγορευμένες εντός της σχολικής τάξης, κενά πεδία σ’ένα δελτίο ταυτότητας, πήλινα αγάλματα σμιλεμένα στην πλάνη του χρόνου, ο έρωτας που σε αρπάζει απ’τα μαλλιά, μία γλυκόλαλη φωνή που γεμίζει τα κενά σε μία συνοικία ξεχασμένων ονείρων, κούκλες κουκλοθέατρου συντροφεύουν το μεσιανό σπίτι-φωτογραφία σε ένα κινητό, δώδεκα γράμματα – έξι άλφα και έξι νι – θα πλέξουν στεφάνι που θα συνοδεύσει μία βαρκούλα καθώς απαλά θα γλιστρήσει στο νερό, μία φωτογραφία ψαλιδισμένη που θα σταδιοδρομήσει ως θραύσμα μνήμης αλλοτινών καιρών, ένα λεύκωμα που γίνεται μάρτυρας πρώιμου ερωτικού σκιρτήματος, κούκλες παιδικές που γίνονται τεκμήριο άλωσης της παιδικής αθωότητας, υπόγεια που κρύβουν ανομολόγητα μυστικά, μενεξέδες και ζουμπούλια που ανθίζουν στους πάγκους μίας λαϊκής αγοράς, ένα συρτάρι που αναδίνει τη μυρωδιά της μουχλιασμένης ψυχής, η γεύση της εκδίκησης είναι πάντα γλυκειά….
Η Κώστια Κοντολέων με την τελευταία συλλογή διηγημάτων της, αυτόνομες ιστορίες, παρόλα αυτά, ισχυρής αλληλουχίας και συνοχής, διευρύνει στιβαρά και ουσιαστικά το αφηγηματικό της ύφος. Διανύοντας την απόσταση από το ατομικό στο συλλογικό, φέρνει στο φως ατόφια τη δύναμη της ευθύνης στον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα ταξίδι ενηλικίωσης με αντίστροφη πορεία, που όμως προχωρά μακρύτερα, σ’ένα συναρπαστικό τοπίο αναγνωστικής απόλαυσης όπου η μνήμη έρχεται στο φως για να καθαγιαστεί, να εξαγνιστεί για να επανέλθει ως εμπειρία, ως μοχλός ψυχικής ενδυνάμωσης, ωριμότητας και σοφίας. Η ανθρώπινη τραγωδία γράφεται με μικρά γράμματα…..
Η συγγραφέας υπερασπίζεται την αλήθεια της φαντασίας και τη δύναμη της μνήμης, στοιχεία μαγικού ρεαλισμού στολίζουν την αφήγησή της και κάθε διήγημα συμπυκνώνει με αξιοθαύμαστη λογοτεχνική οξυδέρκεια και χορογραφημένες συναισθηματικές διαδρομές μία περιπετειώδη πορεία, εμπόδια που έγιναν προκλήσεις, μία συγκινητική περιπέτεια συνειδησιακής αφύπνισης και απόκτησης ταυτότητας όπου όλα εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες: βλέμματα, σκέψεις, εικόνες, παλιές φωτογραφίες, πρόσωπα χαμένα μα όχι ξεχασμένα, μουσικές της αξέχαστης Ima Sumac που ηχούν σε μακρινούς παράλληλους και περίπατοι στους ρομαντικούς υγρότοπους της Ville d’Avray, εκεί όπου ακούγεται το τραγούδι του κοκκινολαίμη, στιγμές που μοιάζουν αιώνες και το υπογάστριο μίας εποχής που σαν ώχρα ξεφτίζει σε τοίχο κατασκευής artificiel.
Ένα έργο-μινιατούρα, γεμάτο διαμαντάκια λογοτεχνικά, πολλαπλών αναγνώσεων και αφόρητα οικείων αναμνήσεων, η στοχαστική συλλογή διηγημάτων «Η Ima στη Ville d’Avray» εκκινεί από κόσμους νεφελώδεις για να καταλήξει θριαμβευτικά σε τόπους φωτεινούς, αισιόδοξους, μοιραία σημαίνοντες. Η μοναδική Κώστια Κοντολέων μοιράζεται θαρραλέα μία πνευματική ενδοσκόπηση που σε κάποια μάλιστα σημεία (εκτός από τις απόλυτα προσωπικές καταγραφές), αγγίζει σημάδια και κρυφές πληγές για τους περισσότερους εξ ημών, ταυτόχρονα όμως είναι και μία δήλωση χειραφέτησης, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, μα πάνω απ’ όλα, επικύρωσης της ατομικής, ιδιαίτερης και ξεχωριστής δυναμικής ενός ατόμου που τόλμησε να βαδίσει χέρι-χέρι με φαντάσματα του παρελθόντος τα οποία όμως στην πορεία θα αποχαιρετήσει μεγάθυμα, έχοντας κατακτήσει μία καρδιά λυτρωμένη, νήφουσα που αντικρίζει απελευθερωμένη πια τη νέα ημέρα που ανατέλλει.
Απρίλιος 2024
Παρασκευή 12 Απριλίου 2024
Κώστια Κοντολέων: «Η Ίμα στη Ville d’Avray»
Διώνη
Δημητριάδου Δημοσιεύτηκε 12 Απριλίου
2024 στο www.diastixo.gr
Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω της. Τα
βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι ομπρέλες
μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και λύκους στα δάση του
κόσμου που παραμονεύουν κοκκινοσκουφίτσες. («Αθώες φωτογραφίες», σ. 76)
Η Κώστια Κοντολέων ανοίγει το τοπίο, η Ίμα ανοίγει τα μάτια
και κυκλοφορεί μέσα στις σελίδες. Ξέρει πως ό,τι γράφτηκε βαθιά μέσα της
εξακολουθεί να ζει, να πληγώνει, να διαμορφώνει αισθήματα και αντιδράσεις, να
κινητοποιεί τη σκέψη· κυρίως τη σκέψη. Και είναι η ώρα που η μνήμη θα ξεχυθεί,
με όποιον τρόπο θα βρει καλύτερο, συχνά στερεωμένη στο παρόν, με ρεαλιστική
σκευή, συχνά πάλι σε πλήρη απογείωση, ανάμεσα στο τότε και το τώρα – κι αν το
μπορεί, να αγγίζει τα μελλούμενα. Είκοσι ιστορίες, μικρές ή και πολύ μικρές
(δύο από αυτές μόλις με έκταση μιας σελίδας), δημιουργούν, η καθεμία με το δικό
της βάρος –σε λέξεις και σε βιωμένο χρόνο– μια «τοιχογραφία», ένα σκηνικό, όπου
όλα φαίνονται υπαρκτά και αναμενόμενα, μέχρι τη στιγμή που θα ανατρέψουν την
εικόνα. Και τότε όλα τα απίθανα ξετυλίγονται μπροστά μας. Μυθοπλασία σε μια από
τις πιο ευφάνταστες εκδοχές της; Ναι, όμως, πόσο γίνεται να απέχει από
προσωπικά βιώματα ή, το πιο ενδιαφέρον, από έναν ολόκληρο κόσμο συσσωρευμένων
παρατηρήσεων; Η συγγραφή εκκινεί από την παρατήρηση, κατόπιν έρχεται η
επεξεργασία των αποθηκευμένων εικόνων με την αρωγή των βιωμάτων. Κι έτσι
γεννιέται το λογοτεχνικό σύμπαν, που όλο κάτι θα θυμίζει, όλο και κάπου θα
παραπέμπει, ενώ ταυτόχρονα όλο και θα μοιάζει εντελώς καινούργια ζωή, επινοημένη.
Μια τέτοια αίσθηση έχω διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές.
Διαφορετικές εντελώς μεταξύ τους, ως αφορμή της εξιστόρησης, ως εξέλιξη πλοκής,
ως χαρακτηρολογία. Κι όμως, κάτι τις ενώνει.
Αρχικά η γραφή, που προσεγγίζει τόσο τα γεγονότα όσο και τα
πρόσωπα με μια κοινή ματιά. Είναι ο «παρατηρητής» που καταγράφει ό,τι βλέπει,
προσδίδοντας ιδιαίτερη αξία στο χτίσιμο του σκηνικού της ιστορίας, να μη μένουν
μετέωροι οι χαρακτήρες, να έχουν τόπο να σταθούν. Κι έπειτα, ο τρόπος που
διαμορφώνονται οι χαρακτήρες. Η συγγραφική ματιά πέφτει επάνω τους από τη μια
με κατανόηση, με συμπάθεια, συχνά έως και ιδιότυπη «σύμπλευση», από την άλλη,
όμως, ανυποχώρητη στην έκδηλη αρχική διάθεση να φθάσει η γραφή μέχρι το κόκαλο,
να βρει την πηγή του πόνου, την ουλή του τραύματος, να μιλήσει γι’ αυτό χωρίς
προσχήματα.
Χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τους καθρέφτες. Δίνει από
τη μια το είδωλο, όπως φαίνεται μέσα τους, το ανατρέπει από την άλλη,
προσφέροντας την άλλη όψη της ζωής.
Νήμα σύνδεσης διαφαίνεται και στην υπόρρητη θεματική, όχι σε
ό,τι επιφανειακά αρχικά προβάλλεται, αλλά σε ό,τι υποκρύπτεται υποδηλώνοντας
την αρχική συγγραφική πρόθεση – αν επιτρέπεται, με εικασία και μόνον, να την
προσεγγίσουμε. Έχω την εντύπωση πως καθόλου τυχαία η πρώτη ιστορία έχει τον
τίτλο «Ασύμμετρο παιχνίδι». Μοιάζουν οι ήρωες όλων των ιστοριών να
αντιλαμβάνονται το ασύμμετρο της παρουσίας τους μέσα σε έναν κόσμο που θα τον
ήθελαν αλλιώς, να μην τους θυμίζει διαρκώς το προσωπικό τους τραύμα, να μη χρειάζεται
σκηνικό θανάτου το κάθε κλείσιμο ανοιχτών λογαριασμών με το παρελθόν, οι αθώοι
να μην είναι φταίχτες και οι φταίχτες αθώοι, οι λύκοι να μη φοράνε προσωπείο,
οι «κοκκινοσκουφίτσες» να μην έχουν ανάγκη το παραμύθι τους για να σωθούν, η
Ίμα Σουμάκ να κελαηδά σε κάθε φτωχική αυλή, οι λαϊκές αγορές να μεταμορφώνονται
σε χώρους αγαλλίασης και ακουστικής ευωχίας, η ενηλικίωση να μην απαιτεί αίμα
ψυχής, οι καθρέφτες, επιτέλους οι καθρέφτες, να μη λένε πάντα την αλήθεια,
θρυμματίζοντας τις ιαματικές και ζωογόνες ψευδαισθήσεις.
Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή,
μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα
τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της
καθρέφτης, μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες, θα της πει γι’ ακόμη μια φορά
την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται
αμφισβητήσεις. («Η δουλειά του πατέρα», σ. 23)
Επειδή, όμως, δεν είναι έτσι ο κόσμος, έρχονται οι ιστορίες
με τον παραμυθητικό τους ρόλο να παρηγορούν, να φτιάχνουν ένα διαφορετικό
σκηνικό, καταργώντας –έστω και αιφνιδιαστικά στο τέλος τους– το υπαρκτό, το
δυσβάστακτο. Η Κοντολέων χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο τους καθρέφτες.
Δίνει από τη μια το είδωλο, όπως φαίνεται μέσα τους, το ανατρέπει από την άλλη,
προσφέροντας την άλλη όψη της ζωής. Άριστο παράδειγμα «Η πασαρέλα του πηλού»,
με τη μετάπλαση του υπαρκτού (σώματος) σε ιδεατή εικόνα έργου τέχνης, με την
αναγκαία μεσολάβηση της γης, του ταπεινού πηλού· μια επιστροφή στην αρχική
μορφή, μια πορεία από την οδυνηρή πραγματικότητα σε μια άλλη διάσταση, όπου όλα
αλλάζουν την εικόνα τους. Το «φαίνεσθαι» καμιά φορά ισχυρότερο του «είναι».
Κι εκείνη δεν έβλεπε πια λασπωμένους βούρκους, μήτε κορμιά
που λαχταρούσαν την ένωσή τους με το υγρό χώμα σε συνουσία παράξενα ηδονική.
Έβλεπε μόνο τη μάνα γη, μήτρα ορθάνοιχτη να την καλεί στο υγρό της σκοτάδι, κι
ως μια χθόνια ύπαρξη χωρίς ντροπή ή φόβο άφησε πίσω της τα ρούχα και το ενήλικο
σώμα της κι ως έμβρυο εισήλθε σ’ εκείνη τη μήτρα από λάσπη και χώμα για να
γεννηθεί ξανά. («Η πασαρέλα από πηλό», σ. 33)
Η γραφή της Κοντολέων όλα τα καθιστά δυνατά, στο όνομα μιας
έξοχης μυθοπλασίας. Στο κάτω κάτω η γραφή αυτό καλείται να κάνει (μακάρι στα
χέρια ικανών γραφιάδων, όπως εδώ), να μεταπλάθει την εικόνα, να μεταποιεί το
απλό σε θαυμαστό, το επαχθές σε υποφερτό, να δημιουργεί ένα νέο επινοημένο
σύμπαν, να μας προσκαλεί μέσα του, να μας δείχνει τον κόσμο από μια προνομιούχο
θέση θέασης. Ακόμη κι όταν μιλάει για τα πιο σκοτεινά τοπία, όπως η μνήμη και η
λήθη, στη δυναμική τους η καθεμία.
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
Ελεύθερος Τύπος, Συνέντευξη στη Γιούλη Τσκάλου
Η νέα συλλογή διηγημάτων της Κώστιας Κοντολέων χρησιμοποιεί
μια ιδιότυπη γραφή προκειμένου να επιχειρήσει, άλλοτε υπαινικτικά κι άλλοτε με
τρόπο φωτογραφικό, μια διείσδυση στις διαπροσωπικές σχέσεις, στα τραύματα του
παρελθόντος, σε ό,τι μπορεί να σηματοδοτεί μια καθημερινή εικόνα, αλλά και στην
ανίχνευση της δυναμικής που διαθέτουν οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.
Επιλογές θεμάτων που ξαφνιάζουν, καθώς υποκύπτουν σε μια απρόοπτη ανάγνωσή τους
και που τελικά επιβεβαιώνουν πως η άξια διαχρονικότητα είναι αυτή που μπορεί
και επιβιώνει με τη μοναδικότητά της.
-Κώστια Κοντολέων, συγγραφέας, μεταφράστρια, σύζυγος, γιαγιά πως τα καταφέρνετε και τα προλαβαίνετε όλα;
- Όλες αυτές οι ιδιότητες αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους αλλά
παράλληλα έχει η κάθε μια τους την
ανεξαρτησία της. Η ιδιότητα του
συγγραφέα επίπονη και απαιτητική συνταιριάζεται με την ιδιότητα του μεταφραστή
που απαιτεί ανάλογες και αναγκαίες συμβάσεις δουλειάς. Η ιδιότητα της συζύγου βασίζεται στην
συντροφικότητα και στα κοινά ενδιαφέροντα του ζευγαριού. Η ιδιότητα της γιαγιάς είναι μια σχέση αγαπησιάρικη
αλλά δεν απαιτεί απόλυτη αφοσίωση τουλάχιστον στη δικιά μου περίπτωση. Ναι, τα προλαβαίνω όλα γιατί βάζω σ’ αυτά
προτεραιότητες για να μπορώ να είμαι συνεπής σε όλες μου τις ιδιότητες.
-Οι διακρίσεις για τις μεταφράσεις πολλές αισθάνεστε δικαίωση
για τον κόπο σας; Πόσο λυτρωτικά λειτουργούν τα βραβεία στην ανθρώπινη ύπαρξη;
- Την δικαίωση την παίρνω κυρίως από το αποτέλεσμα της
δουλειάς μου. Είναι μια ιδιαίτερα
απαιτητική διαδικασία που καταντά στην πορεία για τον μεταφραστή βίωμα
αναγκαίο. Πολλά τα ξενύχτια, τα
κοκκινισμένα από την έλλειψη ύπνου μάτια, η καταπόνηση του αυχένα για την
ολοκλήρωση μιας μετάφρασης κι όμως το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές σε
αποζημιώνει. Όσον αφορά εμένα προσωπικά
οφείλω να ομολογήσω πως ‘Ναι’, αξιώθηκα πολλές διακρίσεις για την μεταφραστική
δουλειά μου και είναι φυσικό να με γεμίζουν αυτοπεποίθηση αλλά πρέπει ειλικρινά
να εξομολογηθώ πως για μένα τα όποια βραβεία ακόμη και το ‘Κρατικό’ που έχω
πάρει χάνουν την λάμψη τους αν συγκριθούν με τα επαινετικά λόγια του/της
ανώνυμου αναγνώστη/στριας μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του μεταφρασμένου από
εμένα βιβλίου.
-To νέο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε με ένα πρωτότυπο τίτλο «Η Ίμα στη Ville d’Avray» κάτω από
καινούργια εκδοτική στέγη, από που αντλήσατε την έμπνευση ;
- Κατ’ αρχάς θα πρέπει να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στην
εύνοια της τύχης που οδήγησε το συγκεκριμένο βιβλίο να βρεθεί σ’ έναν εκδοτικό
οίκο από αυτούς που σέβονται τους συγγραφείς τους κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
γεννηθεί ένα βιβλίο πραγματικό κόσμημα από κάθε άποψη. Τώρα το από που αντλώ τις εμπνεύσεις μου
είναι γνωστό γιατί το έχω εξομολογηθεί δημόσια πολλές φορές. Γεννήθηκα με ένα παράξενο προτέρημα-ελάττωμα
όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο αυτό, δηλαδή να παρατηρώ άθελα μου τα πάντα, να
βλέπω αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι όχι γιατί δεν είναι ορατά σ’ αυτούς αλλά απλά δεν τα προσέχουν, χρησιμοποίησα την λέξη
ελάττωμα γιατί κάποια από αυτά καταλήγουν να μου γίνονται βιώματα που κι αυτά
συνωστίζονται στον σκληρό δίσκο του μυαλού μου και παραμένουν
εκεί, επειδή όμως ο σκληρός δίσκος χρειάζεται κάποια στιγμή να αδειάσει επιλέγω
να μετουσιώσω τις εικόνες σε λέξεις και στη συνέχεια με υπαινικτικό τρόπο σε
κείμενα.
-Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο πυρήνας της ιστορίας σας; Η
πεμπτουσία του;
-Ιστορίες διαχρονικές που φωτίζουν λες με φωτογραφικό φακό
διαπροσωπικές σχέσεις, τραύματα που έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν όπως και
σπαράγματα και εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ιστορίες διαχρονικές που εντέλει
επιβεβαιώνουν την όποια μοναδικότητα τους.
-Είκοσι διηγήματα για τη χαμένη αθωότητα, τη διαχείριση της
μνήμης και τους εφιάλτες του παρελθόντος. Πιστεύετε, ότι ο άνθρωπος για να
βιώσει τη λύτρωση πρέπει πρώτα να ματώσει, ώστε να επιφέρει σωτήριες και
τελεσίδικες λύσεις;
-Η διαχείριση της μνήμης είναι καθαρά προσωπική διεργασία. Πιστεύω ακράδαντα πως δεν πρέπει να φοβόμαστε
να κοιταζόμαστε συχνά στον καθρέφτη της. Ουσιαστικά εκεί κρύβεται όλη η πορεία
της ζωής μας, εκεί η αθωότητα αλλά και η μνησικακία. Η καλοσύνη και η εχθρότητα, εκεί και τα
πεπραγμένα μας καλά ή κακά. Φυσικά θα πρέπει να έρχεται συνεπίκουρη της μνήμης
και η εσωτερική μας ψυχική δύναμη για να καταφέρουμε να διώξουμε ότι μας πόνεσε
και να αντέξουμε τη σωτηρία μέσω της λύτρωσης. Αυτή καλείται να διαχειριστεί ο
εκάστοτε συγγραφέας για να δημιουργήσει έργο.
Ωστόσο, η λύτρωση, εκ φύσεως απαιτητική και φιλάργυρη θα έρθει
ανακουφιστική για μας όταν θα είναι σίγουρη πως κοπιάσαμε πολύ για να την αξίζουμε
και ως αντάλλαγμα θα μας δείξει τον δρόμο της κάθαρσης.
-Η ειλικρίνεια και η αλήθεια σοκάρουν, αλλά είναι ο μόνος
δρόμος προς την αλλαγή.
-Η ειλικρίνεια και η αλήθεια πραγματικά σοκάρουν αυτούς που
δεν ομνύουν σ’ αυτές τις δυο αρετές, τις τόσο σπάνιες και δυσεύρετες στις
ταραγμένες εποχές που ζούμε, αλλά είναι και τα μόνα κλειδιά που μπορούν να
ανοίξουν τις πόρτες ενός πιο αισιόδοξου μέλλοντος.
-Τι θεωρείτε ότι λείπει σε αυτήν την εποχή σε σχέση με τις
προηγούμενες; Θα
υπάρξει κάθαρση, σωτηρία μέσα από τον
καθαρμό της αθωότητας που χάθηκε, κάποτε μάλιστα ακαριαία.
-Πολλά λείπουν στην εποχή μας, πολλά έχουν χαθεί
ανεπιστρεπτί, μαζί μ’ αυτά η αθωότητα και η εμπιστοσύνη που κάποτε ήταν
κυρίαρχες στις σχέσεις των ανθρώπων. Σήμερα έχουν αντικατασταθεί από την
πονηριά και την καχυποψία, τα ζηλόφθονα και εκδικητικά αισθήματα. Ως εκ τούτου η κάθαρση θα επέλθει μόνο αν
επιστρέψουμε στην ειλικρίνεια των αισθημάτων μας και την πίστη πως παρόλα αυτά που
μας ταλανίζουν στην καθημερινότητα μας το μέλλον θα είναι ελπιδοφόρο και ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν αγαθές προθέσεις αν όχι
στην πλειονότητα του κόσμου αλλά σε ένα μεγάλο μέρος του και πως θα τις βρούμε
αν τις αναζητήσουμε.
Σάββατο 9 Μαρτίου 2024
Τα Σάββατα των ψυχών
Τα Σάββατα
των ψυχών
Έρχονται και
παρέρχονται τα Σάββατα των ψυχών, γεμάτα
παλιούς και νέους τεθνεώτες. Τα κόλλυβα
κέρασμα στη μνήμη τους με το κερί στη
μέση να καίει φωτίζοντας τα σκοτάδια του κόσμου των νεκρών. Μια
τέτοια μέρα σήμερα θυμήθηκα κάτι
σαν ελεγεία που είχα γράψει κάποτε όταν ακόμη δεν είχαν στεγνώσει τα δάκρυα από
την απουσία της μητέρας του άντρα
μου. Ανακατεύοντας παλιά γραπτά
ανακάλυψα τις λέξεις του τότε που σηματοδοτούσαν την μόνιμη απουσία εκείνων που
δεν λησμονήθηκαν.
Αφιερωμένο λοιπόν σ’ εκείνη τη ‘Μαγική Μητέρα’
και σε όσους προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
******************************
Δεν είχαν
στεγνώσει ακόμη τα δάκρυα από την απουσία της, δεν είχε σβήσει ο ήχος από τις
οπλές του αλόγου του πανώριου καβαλάρη που την έπαιρνε μακριά μας. ‘‘Μη…’’ ψίθυρος είχε βγει η φωνή μου, ενώ ο
καβαλάρης γελούσε, είχα απλώσει το χέρι να την πιάσω μα εκείνη γαντζώθηκε πιο
σφικτά πάνω του και σήκωσε το χέρι της, δεν ξέρω αν ήταν για να χαϊδέψει τα μαλλιά της ή να μου γνέψει, κι
ύστερα έγιναν ένα με τον άνεμο, ένα με το σκοτάδι…
… Κι εγώ στέκομαι,
τώρα, μπροστά στο μνήμα σου και κοιτάζω το φρεσκοσκαμμένο χώμα, τη ραγισμένη
πλάκα κι εκείνο τα ματσάκι τα ζουμπούλια που τόσο αγαπούσες, πλάι στο σταυρό με
τις μαργαρίτες, και την λευκή κορδέλα με τα χρυσά γράμματα που έλεγε στη
‘‘Μαγική Μητέρα’’ και το αλουμινένιο
στενόχωρο κασελάκι στα πόδια σου, εκεί που χωμένος λουφάζει καιρό τώρα ο πατέρας
σου ο Γιάγκος και κάνει πως δεν ακούει όσα του λες, για τη μικρή Τουρκάλα την
Αϊσέ, τότε που σ’ έπαιρνε κοριτσάκι ακόμα μαζί του στα ταξίδια του κι έπαιζες
μαζί της, και για εκείνον τον πανώριο άντρα, καβάλα στ’ άλογο του, με τα μαλλιά
του ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και το πελώριο στήθος του ζωσμένο τα φισεκλίκια, θυμόσουν
πάντα το χάδι του στις ξανθές κοτσίδες σου, καθώς σε ρωτούσε, ‘πως σε λένε
μικρή πεντάμορφη;’ ‘Αγνή, Αγνή με λένε’ του απάντησες κοκκινίζοντας, κι εκείνος είχε γελάσει
δυνατά και το γέλιο του το πήρε ο άνεμος, και το έφερε ως τη λαγκαδιά, να
τ’ ακούσει η λάμια στις καλαμιές και να γελάσει κι αυτή, και τα ξωτικά, και η
Αϊσέ, κι εσύ Αγνή, κι ύστερα εκείνος κάλπασε μακριά, πιο γρήγορος και από τον άνεμο,
‘‘ο Τσακιτζής, ήταν ο Τσακιτζής’’ σου είχε πει η Αϊσέ , κι εσύ χρόνια μετά
καμάρωνες, καμαρώνεις-τι λέω τώρα-για τούτο το χάδι, και να που ο πανώριος
εκείνος άντρας καβάλα πάντα στο άλογο του, στέκεται τώρα πλάι στο νιόσκαφτο
μνήμα σου, φωνάζοντας γελώντας τ’ όνομα σου, ‘‘Αγνή’’, ενώ τ’ άλογο του χτυπάει
ανυπόμονο την οπλή του στο χώμα κι εσύ ανεβαίνεις στα καπούλια του, το χέρι σου
χαϊδεύει τα μαλλιά σου, κι ύστερα πιάνεσαι σφικτά από τον καβαλάρη, ‘‘έτοιμη’’
, λες , ‘‘έτοιμη από καιρό’’, κι ο καβαλάρης πάλι γελάει, και ‘‘πάμε
Αγνή, ήρθε η ώρα’’, λέει. Και
μαζί καλπάζετε για τη μικρή Τουρκάλα την Αϊσέ και για τα ευλογημένα χώματα της
Ιωνίας που τόσο αγάπησες…
Κυριακή 3 Μαρτίου 2024
Εκεί που καθρεφτίζονταν ο Νάρκισσος
Εκεί που καθρεφτίζονταν ο Νάρκισσος
Οι βαθιές αυλακιές των ρυτίδων της όλο και βάθαιναν στη σπουδή του χρόνου.
Κι εκείνη… Αχ, εκείνη είχε μια σχέση μίσους στα όρια της
εμμονής με τους ‘παραμορφωτικούς’ όπως ισχυρίζονταν καθρέφτες του σπιτιού της,
σπάνια άφηνε το βλέμμα της να εστιαστεί εντός τους, απέφευγε όλους τους
φωτογράφους επαγγελματίες και μη και αμφισβητούσε την αλήθεια των φωτογραφιών
τους, που δεν συμφωνούσε ποτέ με την προκατασκευασμένη δική της αλήθεια.
Κι όσο πλησίαζε στην αυγή μιας καινούργιας δεκαετίας, ίσως
της τελευταίας της, προσπαθούσε ασθμαίνοντας να βρει τρόπο ν’ ακινητοποιήσει
τον χρόνο, με συχνές επισκέψεις σε κέντρα αισθητικής ακριβοπληρώνοντας
αδιαμαρτύρητα κρέμες ημέρας, νυκτός και αντιηλιακές, μάσκες ανόρθωσης ρυτίδων,
μασάζ απέλπιδης ελπίδας σύσφιξης στο
χαλαρωμένο ανεπιστρεπτί σώμα, με την ψευδαίσθηση πάντα πως θα κατάφερνε να
γυρίσει τον χρόνο πίσω ή έστω πως θα μείωνε την ανεξήγητη γι αυτήν βιάση
του. Επέμενε πεισματικά σ’ όλα αυτά κι ας
βάθαιναν κι άλλο οι ρυτίδες και οι γκρίζοι κύκλοι κάτω από τα μάτια σκούραιναν
ακόμη περισσότερο.
Όταν θα γεράσω μονολογούσε συχνά θα… Μα ήταν με το ένα πόδι
ήδη εκεί κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί.
Απέφευγε τις παρέες με συνομήλικες της, τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτές
γελούσε ειρωνικά κι επέλεγε πάντα παρέες νεότερων γυναικών κι ας ήταν σαν την
μύγα μες στο γάλα ανάμεσα τους.
Συχνά κατέφευγε στην ταξινόμηση παλιών φωτογραφιών της, τότε
που η φρεσκάδα της αυθάδικης νιότης δεν εύρισκε ποτέ τον λόγο να σκεφτεί το
μετά.
Οι άσπρες τρίχες είχαν κάνει την απρόσκλητη εισβολή τους στα
πυρόξανθα μαλλιά της, μα λίγο την ένοιαζε, είχε τα δικά της όπλα άμυνας, οι
βαφείς στα κομμωτήρια έκαναν πια θαύματα στα μεσήλικα κεφάλια, με ειδικότητα
στις παντός είδους αποχρώσεις του ξανθού, και τα γυαλιά πρεσβυωπίας σπάνια
έβγαιναν από τη θήκη τους παρουσία άλλων γυναικών.
Εκείνη έπαιρνε τα μέτρα της και εθελοτυφλούσε κατά πόσον
ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο πίστευε όλα αυτά στα οποία κατέφευγε. Μέχρι…
Μέχρι εκείνο το βράδυ σε μια από τις συχνές μοναχικές της
αναδρομές στο παρελθόν μέσα από φωτογραφίες που σηματοδοτούσαν το τότε, βρέθηκε
μπλεγμένη ανάμεσα σ’ ένα σωρό πολυχρησιμοποιημένους φακέλους και άχρηστα πια
φιλμ, με έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Κόντευε να τελειώσει πια με τις θύμησες της ηλικιακής της άνοιξης, όταν
έπιασε στα χέρια της ένα φάκελο που εξωτερικά δεν της θύμιζε κάτι. Τα δάχτυλα της βυθίσθηκαν βιαστικά εντός του
και σαν δαγκάνες άρπαξαν έναν πάκο φωτογραφίες και τις έβγαλαν ανυπόμονα στο
φως του σήμερα.
Ήταν μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες από την καλλιτεχνική
ωριμότητα της. Τραβηγμένες και πάλι από
επαγγελματία φωτογράφο για να διαφημιστεί η συμμετοχή της ως πρώτο βιολί σε μια
σημαντική συναυλία. Έπιασε τον εαυτό της
να σιγομουρμουρίζει νότες καθώς αποκάλυπτε την μια μετά την άλλη
φωτογραφία. Όταν…
Όταν ξαφνικά σταμάτησε στην τελευταία. Σαν να είχε ανακαλύψει, αίφνης, το φίλτρο της αιώνιας
νεότητας στο πρόσωπο που την κοίταζε μέσα από την φωτογραφία. Με βλέμμα που μαγνήτιζε άθελα του, ανεπαίσθητο χαμόγελο, και έντονα βαμμένα
κόκκινα χείλη. Έμεινε να κοιτάζει την
αποτύπωση μιας τυχαίας στιγμής σε μια φωτογραφία του εαυτού της απρόσμενα
μαγεμένη από εκείνον.
Αύριο θα της αγοράσω κορνίζα, μονολόγησε αποφασιστικά.
Αύριο θα την βάλω δίπλα μου στο γραφείο.
Αύριο θα σκεπάσω όλους τους καθρέφτες στο σπίτι, και θα
γίνει εκείνη ο καθρέφτης μου. Σ’ αυτόν
θα βλέπω εμένα χωρίς ρυτίδες, χωρίς μαύρους κύκλους στα μάτια, χωρίς θαμπά
ξεθωριασμένα από τις βαφές μαλλιά.
Συνέχισε να ζει κοιτάζοντας ώρες το είδωλο της ερωτευμένη με
τον ίδιο της τον εαυτό. Περιμένοντας
μάταια να συμβεί το ανείπωτο που λαχταρούσε, να γίνει ένα με τη φωτογραφία της
ανεπίστρεπτης άνοιξης του ειδώλου της. Ένα είδωλο κι αυτή πριν το φθινόπωρο
αποχωρήσει, αφήνοντας ελεύθερη την εισβολή του χειμώνα έξω από άψυχες
φωτογραφίες και υποκατάστατα είδωλα.
Οι άυπνες νύχτες των προσπαθειών της νομοτελειακά θα
τέλειωναν χωρίς ποτέ να το πετύχει, κι ο χειμώνας ήδη καραδοκούσε. Έπρεπε να
τον προλάβει, να μην τον αφήσει να θαμπώσει την δισυπόστατη εικόνα της. Έπρεπε
να βιαστεί.
Σηκώθηκε, πήγε προς το μπάνιο βγήκε κρατώντας ένα
μικροσκοπικό μπουκαλάκι, ύστερα άνοιξε τη θήκη του βιολιού της, και γύρισε πάλι
εκεί που δεν αξιώθηκε την ανίερη ένωση του έμψυχου με το άψυχο. Έπαιξε κρατώντας με τρεμάμενο χέρι το δοξάρι
μια μελωδία αποχαιρετισμού, το μικροσκοπικό μπουκαλάκι κύλισε άδειο πια στο
πάτωμα.
Την βρήκαν την άλλη μέρα να κρατάει αγκαλιά στο άψυχο κορμί
της την κορνίζα.
Σε μια τελευταία προσπάθεια να ενωθεί μαζί της νικώντας τον
χρόνο σε μια μόνιμη άνοιξη.
https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-ekei-pou-kathreftizontan-o-narkissos/
Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024
Ο Πάνος Τουρλής στο https://www.vivliokritikes.com`
Η αγαπημένη Κώστια Κοντολέων επιστρέφει με μια συλλογή
είκοσι διηγημάτων μικρής κυρίως έκτασης όπου θα βρει κανείς την οικεία
παραστατική και δυνατή γραφή της, το ταλέντο με το οποίο καταφέρνει πάντα να
στήνει ολοζώντανες εικόνες στο χαρτί και να φέρνει στο φως ιστορίες ανθρώπων
ξεχασμένες, απαγορευμένες, διαφορετικές.
Βιβλίο Η Ίμα στη Ville d’ Avray
Συγγραφέας Κώστια Κοντολέων
Κατηγορία Συλλογή διηγημάτων
Εκδότης Στιγμός
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Με βασικούς άξονες το παρελθόν, την παιδικότητα, τις
ευκαιρίες για διόρθωση λαθών, τη συγχώρεση, ξεδιπλώνονται δυνατές και άκρως
ρεαλιστικές ιστορίες. Στιβαρές περιγραφές, κοφτές προτάσεις, ελάχιστοι
διάλογοι, πλούτος εικόνων και συναισθημάτων, υποδειγματική μίξη ρεαλισμού με
υπερφυσικό στοιχείο σε κάποια, προσεκτικά τοποθετημένες λέξεις που δίνουν
ζωηρότητα και παραστατικότητα σε όσα περιγράφονται και βιώνουν οι χαρακτήρες
των ιστοριών («Όταν όλα τα υλικά έφτασαν στην επιθυμητή ένωση, διατηρώντας,
ωστόσο, την αυτονομία των αρωμάτων τους, εγκατέλειψαν τη λαϊκότητα της εμαγιέ
λεκάνης κι ενέδωσαν στην αριστοκρατικότητα της κρυστάλλινης πιατέλας της
σαντορινιάς γιαγιάς…», σελ. 13) είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά
των μικρών κειμένων της συλλογής. Ακόμη και οι τίτλοι είναι παράδοξοι, τόσο που
κάποια από αυτά με γράπωσαν από την αρχή, όπως το «Ένα λευκό τούλινο φουστάνι
πόσο όμορφα καίγεται»! Γιατί κάηκε και υπό ποιες συνθήκες, ποια το φόρεσε,
είναι κάποια από τα ερωτήματα που γεννιούνται όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία που
αφορά ένα αγόρι εγκαταλειμμένο από τη μάνα του: «Θ’ αφήσει τις φλόγες να το
αγκαλιάσουν, να το ταξιδέψουν εκεί που δεν υπάρχουν γυναίκες που εγκαταλείπουν
λευκά τούλια σε σκοτεινές ντουλάπες κι αγόρια με βλέμματα κολλημένα πάνω τους» (σελ.
20).
Παιχνίδια μυαλού στο «Ασύμμετρο παιχνίδι», ανατριχιαστική
και λυτρωτική η ιστορία στο «Δείπνο», συγκινητική «Η δουλειά του πατέρα» όπου
το κοριτσάκι ενός εξόριστου και φυλακισμένου στην προσπάθειά του να νιώσει
ισότιμο με τα άλλα παιδιά της τάξης κάνει μια γκάφα μπροστά στην αυστηρή και
βλοσυρή δασκάλα, έξυπνη «Η μετακόμιση» που γεφυρώνει το ξεχασμένο παρελθόν με
το μοντέρνο σήμερα μέσα από μια παράθεση αναπάντεχων όρων σύγκρισης («Επάγγελμα
πατρός: Ορφανή-Επάγγελμα πατρός: Δότης»!), υποδειγματικός ο παραλληλισμός στη
«Φοβερή προστασία» με το κιρκινέζι και τον διττό του ρόλο, σοκαριστικές οι
«Συναλλαγές» και περίπου στο ίδιο μοτίβο το «Φοβάται», μια συνηθισμένη μέρα στη
λαϊκή μετατρέπεται σε κάτι αξέχαστο στο «Οι τροβαδούροι της λαϊκής»… Φυσικά δε
θα μπορούσε να λείπει ο Άγιος Παύλος κι έτσι στο «Η Ίρμα στις αυλές της
ανέχειας» περπατάμε στα σοκάκια της περιοχής αυτής, γνωρίζουμε τους γείτονες
και τις στενές τους σχέσεις, αφού όλοι ήξεραν όλους και γυρνάμε σε μια εποχή
όπου μάταια λαχταρούσαν να ζεσταθούν οι άνθρωποι αφού οι πόρτες χάσκανε από
παντού. Ηρωίδα είναι η Αφρούλα, «γεροντοκόρη εξ ανάγκης», που καρικώνει
γραβάτες και ταΐζει γάτες και μέσα από την καθημερινότητά της που ανατρέπεται
με την άφιξη του ραδιοφώνου ταξιδεύουμε σε εποχές που επιμένουμε να εξωραΐζουμε
παρά τις δυσκολίες τους. Επίσης, στο «Μια, δυο, τρεις φωνές» ξαναζούμε την
τραγωδία του σινεμά στη Λήμνο που ανέπτυξε η συγγραφέας στο μυθιστόρημα «Άννα,
το όνομά της» και προσεγγίζουμε την ιστορία με ένα σερί εναλλαγών πρωτοπρόσωπων
αφηγήσεων που μας παρουσιάζει τους ήρωες της ιστορίας με πρωτότυπο τρόπο.
«Η Ίμα στη Ville d’ Avray» (συγκερασμένος τίτλος από δύο
διηγήματα της συλλογής) είναι ένα συναρπαστικό, ρεαλιστικό και καλογραμμένο
σύνολο ιστοριών με διάφορους και διαφορετικούς χαρακτήρες, ποικιλία
συναισθημάτων και θεμάτων, ολοκληρωμένους παρά τη σύντομη έκταση χαρακτήρες και
πλούσια καλολογικά στοιχεία που με ταξίδεψε, με συγκίνησε, με ιντριγκάρισε
αναγνωστικά.
https://www.vivliokritikes.com/%ce%b7-%ce%af%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7-ville-d-avray-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd/?fbclid=IwAR21MucvK9g8XEBbyV6d1QEf9Nv78uwEVIS_UcV8zsZryrAsHn9tCIXIfSg