Κώστια Κοντολέων - Περιπέτειες Γραφής και Μετάφρασης
Ταξίδια λέξεων και ιδεών
Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025
Η Τέσυ Μπάιλα στην 'Καθημερινή' για το 'Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου'
Σάββατο 31 Μαΐου 2025
Η Άντα Κατσίκη - Γκίβαλου στο Περί Ου
Η Κώστια Κοντολέων, άνθρωπος του πολιτισμού με παρουσία
διακριτή για την τόλμη της γραφής της στο χώρο της λογοτεχνίας και για την
εξαίρετη μεταφραστική δουλειά της για την οποία έχει επανειλημμένα βραβευθεί,
μας ξαφνιάζει ευχάριστα για άλλη μια φορά με το τελευταίο της μυθιστόρημα Η
Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου.
Ήδη ο τίτλος, καθώς και ο πίνακας του εξωφύλλου με την
ημίγυμνη γυναίκα με την κόκκινη φούστα και τα χέρια απλωμένα στο κενό του Egon
Schiele προϊδεάζουν για τη γυναικεία θεματική που απασχολεί τη συγγραφέα σ΄αυτό
το βιβλίο.
Το μυθιστόρημα ξεκινά in medias res εστιάζοντας στο
σημαντικότερο γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας, στην αφαίρεση του στήθους που
αποτελεί το κατ’ εξοχήν σύμβολο της γυναικείας θηλυκότητας και του ερωτισμού.
Το μυθιστόρημα αυτό με αναδρομές περιγράφει τη ζωή της Ήρας
από την παιδική και στη συνέχεια εφηβική ηλικία, φθάνοντας ως την ωριμότητα,
περιλαμβάνοντας το γάμο, τη γέννηση και την ανατροφή της κόρης της Ήβης . Θα
μπορούσε κανείς να το κατατάξει στο εξελικτικό μυθιστόρημα, καθώς στην πορεία
προς την ωρίμανση η Ήρα εξελίσσεται μέσα από συγκρούσεις σε διάφορα επίπεδα:
οικογενειακό, κοινωνικό, κυρίως όμως ατομικό. Οι μεγαλύτεροι αγώνες που δίνει η
ηρωίδα είναι αυτοί με τον εαυτό της, όπως αυτός έχει δομηθεί από εξωγενείς
παράγοντες και από την ψυχοσύνθεσή της.
Το μεγάλωμά της καταδεικνύεται από το στήθος της και τις
μεταβολές του στη διάρκεια των χρόνων: «Εγώ, η Ήρα, το κοριτσάκι με το
βαμβακερό κιλοτάκι, τα κυπαρισσόμηλα στο στήθος…»(σ.11), «εγώ, η Ήρα μεγαλώνω.
Δαντελωτοί στηθόδεσμοι συγκρατούν τώρα το βάρος των μαστών μου. Το εμβρυικό
χεράκι του ονείρου δίνει τη θέση του στο αρσενικό χάδι. Μαστοί προορισμένοι να
χαρίζουν ηδονή».(σ.13)Και στα σαρανταπέντε της χρόνια : « Γυμνό το κορμί
αποκαλύπτει ώριμους μαστούς. Σ’ έναν από τους δυο φωλιάζει ύπουλος εισβολέας.
[…]η χούφτα κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος».(σ.60)
Λίγο αργότερα «η λαβωμένη σάρκα ενός κάποτε περήφανου μαστού βρίσκεται
ήδη πεταμένη ανάμεσα σε λαβωμένες σάρκες αλλότριων σωμάτων»(σ.63),ενώ στο τέλος
η «χρήση της πρόθεσης μαστού σιλικόνης» (σ.77) συμβάλλει μαζί με την
περούκα στην fake εκδοχή της ηρωίδας.
Η πορεία των μεταβολών του στήθους συνιστά την πορεία ζωής
της Ήρας και ταυτόχρονα τη σπονδυλική στήλη του μυθιστορήματος. Στην πορεία
αυτή πολλές οι συγκρούσεις αρχικά με το οικογενειακό συντηρητικό περιβάλλον,
στη συνέχεια όμως με έναν εν δυνάμει εξωτερικό κίνδυνο, τον εαυτό της(σ.45).
Συγκρούεται κυρίως η φοβισμένη η γυναίκα που υιοθετεί για ένα μεγάλο διάστημα
αντιεπιστημονική στάση με την επιστήμονα γιατρό. Συγκρούεται η άγνοια με τη
γνώση. Όλη η αφήγηση βασίζεται στο εκκρεμές μεταξύ συναισθήματος και λογικής,
μεταφυσικής και ρεαλισμού που τόσο έντεχνα αποδίδει με ένα κρίσιμο
ερώτημα: «Θαύμα ή Θάνατος;»(σ.44)ο απόηχος του οποίου επιτείνεται αισθητικά με
την παρήχηση του θ.
Στην όλη πορεία της ζωής της Ήρας σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει ο καθρέφτης που ως άλλος εαυτός σε κάθε χρονική περίσταση και
διαφορετική κατάσταση την οδηγεί σε διάλογο με τον εαυτό της χωρίς όμως
να δίνει λύσεις αλλά αφορμές για συνεχείς προβληματισμούς. «Μπροστά στον
ολόσωμο καθρέφτη του (μπάνιου) ικέτιδα του παράλογου προσπαθώ να
διαχωρίσω εκείνη που καθρεφτίζεται μέσα του με την άλλη που
στέκεται εμπρός του» (σ.45).Ο διάλογος μεταξύ της Ήρας και του ειδώλου της διατρέχει
όλο το κείμενο, αποκαλύπτοντας δύσκολες ψυχολογικές καταστάσεις της ηρωίδας,
και με ανάκληση γεγονότων μνημειώνει περιστατικά της σύνολης ζωής της, που δεν
είναι όμως τίποτε άλλο παρά «φευγαλέες αποτυπώσεις της στιγμής» (σ.45). Γιατί
«οι καθρέφτες δεν αποθηκεύουν είδωλα, δεν έχουν μνήμη, ποτέ δεν είχαν, εφήμερες
αντανακλάσεις μόνο προσφέρουν, αντανακλάσεις της στιγμής, λήθη του
αύριο».(σ.59).Ο εσωτερικός κατ’ ουσίαν μονόλογος της Ήρας, διασκορπισμένος σε
όλο το κείμενο, αναδεικνύει τη διαρκή αναζήτηση του εαυτού της ηρωίδας,
την προσπάθειά της να επιλέξει την λογικά ορθή προσέγγιση του προβλήματος που
θα οδηγήσει και στην αισιόδοξη γι αυτήν λύση.
Η μετάβαση από τον ανορθολογισμό στην ρεαλιστική
αντιμετώπιση του προβλήματός της γίνεται με θαυμαστό από άποψη λογοτεχνικότητας
τρόπο. Η αποτύπωση της ψυχολογικής κατάστασης της Ήρας επί οκτώ χρόνια, από την
αποκάλυψη και επιβεβαίωση της αρρώστιας της ως τις θεραπείες και τα
αισιόδοξα εντέλει αποτελέσματα, γίνεται με ρεαλιστικές και λεπτομερείς
περιγραφές του περιβάλλοντος (νοσοκομείο, φως ασθενικό, σκοτάδι, κρεβάτι) που
σηματοδοτούν τη διάθεση του ψυχικού της κόσμου. Η εικονοπλαστική δύναμη της Κώστιας
Κοντολέων είναι άκρως ρεαλιστική και ποιητική συγχρόνως.
Η περιγραφική της δεινότητα και η τέχνη της εικονοπλασίας
λαμβάνουν ποικίλες υφολογικές μορφές. Παράδειγμα η συγκλονιστική
περιγραφή αποχαιρετισμού του μαστού με ασθματικό λόγο, με ανεξάρτητες προτάσεις
και παραθέσεις εικόνων, λιτών και υποβλητικών που
αποκαλύπτουν συγχρόνως όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις της Ήρας. « Η χούφτα
κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος, ιδιότυπο σύντροφο
δύσκολης οκταετίας, μέσα από μυστικά και ψέματα, μισές αλήθειες. Σκύβω
και το φιλάω, φιλί αποχωρισμού, τελευταίος ασπασμός, τα μαχαίρια ιδιότυπης
γκιλοτίνας που δεν κόβει μόνο κεφάλια».(σ.60). Στο κεφάλαιο «Ανακτώντας τον
χαμένο χρόνο» με λόγο πυκνό, με μια μόνο μεταφορά, αυτή με τα ζάρια, αποδίδει
εικονιστικά το νόημα όλου του κινηματογραφικής υφής μυθιστορήματος, ενώ η
μετάβαση στη νέα ζωή συμβολίζεται με την κατεύθυνση πορείας που δίνει στο νέο
αυτοκίνητο η οδηγός του. «Κι εγώ, καθώς κρατάω σφιχτά το τιμόνι, αναρωτιέμαι
προς τα πού θα πρέπει να το στρίψω, δεξιά, αριστερά, πρόσω ολοταχώς ή αναπόδραστα
όπισθεν»(σ.85).Η αδημονία της μετάβασης από την ακινησία στην κίνηση, στη ζωή
είναι ολοφάνερη.
Η Κώστια Κοντολέων με τον συμβολικό, λιτό και πυκνό
λόγο, τις αντιθέσεις, τις ψυχολογικές εναλλαγές, την εσωτερικότητα της
γραφής μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα με μικρά κεφάλαια, φανερώνοντας την δύναμη
της γραφής της και την ανάδειξη της λογοτεχνικότητας σε ένα συμπυκνωμένο
μυθιστόρημα ,όπου καμιά λέξη δεν είναι περιττή.
https://www.periou.gr/anta-katsiki-gkivalou-kostia-kontoleon-i-ira-ston-asterismo-tou-karkinou-ekdoseis-ao-2025-isbn-9786185845360/
Τετάρτη 7 Μαΐου 2025
Η Χρύσα Φάντη στο fractal
Κώστια Κοντολέων. «Η Ήρα στον Αστερισμό του Καρκίνου». Εκδ.
ΑΩ, 2025. Σελ. 120. ISBN: 978-618-5845-36-0
Γράφει η Χρύσα Φάντη
https://www.fractalart.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinoy/
Στο πιο πρόσφατο πεζογράφημά της, Η Ήρα στον Αστερισμό του
Καρκίνου, η βραβευμένη συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων μας
παραδίδει ένα σπαρακτικό αφήγημα για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τον φόβο,
την ασθένεια και την ευθύνη. Στο βιβλίο της, μέσα από τη φωνή της Ήρας, μιας
μητέρας και γιατρού στο επάγγελμα, αναδεικνύει ─σε συνάρτηση με αυτές τις δύο
ιδιότητες─ το ζήτημα της γυναικείας σωματικότητας και σεξουαλικότητας, και την
αντιπαράθεση ανάμεσα στο «παρήγορο» ψέμα και την σκληρή αποκάλυψη της αλήθειας.
Μεγαλωμένη σε σπίτι που τηρούσε απαρέγκλιτα τις χριστιανικές
τελετουργίες και εντός αυτού, υποχρεωνόμουν σε νυχτερινές προσευχές και ικεσίες
άφεσης των ημερήσιων αμαρτημάτων μου. Απέφευγα τις εντολές εξομολόγησης στην
εκκλησία της ενορίας μας, τρέμοντας την τιμωρία του εξομολογητή ως απάντηση
στις βέβηλες περιγραφές των συνευρέσεών μου με τον Ρήγα.
(Κεφ: Ό,τι πολύτιμο έχει μια γυναίκα. Σελ. 16)
Η πρωτοπρόσωπη κατάθεση της Ήρας ξεκινά με ύφος
εξομολογητικό, με έντονα ποιητικά στοιχεία και ζωντανές εικόνες, με
παρομοιώσεις και μεταφορές που κεντούν τον ψυχισμό της ηρωίδας πάνω στο σώμα
της. Η χρήση του χρόνου, κυκλική και ρευστή, διαπλέκει το παρόν με το παρελθόν,
μέσ’ από μια σύνταξη συχνά αποσπασματική, που αντανακλά τη ροή της συνείδησης
και την αμφισημία των συναισθημάτων. Η Ήρα εγκλωβίζεται στο δίπολο «μητέρα –
ερωμένη» και τελικά δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ως το ένα ούτε ως το άλλο. Η
γέννηση της κόρης της, έρχεται σε μια στιγμή που, αν και θα έπρεπε να
σηματοδοτεί την αρχή, για την Ήρα λειτουργεί ταυτόχρονα ως ήττα. Η απόρριψη του
φυσικού τοκετού, η «ήττα από τους φόβους», συνιστά το πρώτο ρήγμα στην αίσθηση
της παντοδυναμίας της.
Η Ήρα δεν γεννά θριαμβευτικά, αλλά ηττημένα, αποκαλύπτοντας
έτσι την εσωτερική της πάλη με την έννοια της γυναικείας πληρότητας, όπως αυτή
ορίζεται κοινωνικά και συμβολικά. Καθώς η καθημερινότητα της μητρικής ζωής
επισκιάζεται από τη σιωπηρή παρουσία ενός καρκίνου του μαστού, η κατάσταση δεν
αντιμετωπίζεται με ιατρική γνώση αλλά με ενοχή και άρνηση. Το σώμα της Ήρας
καθίσταται το βασικό πεδίο όπου συγκρούονται Εγώ, Υπερεγώ και Εκείνο. Το στήθος
της, ως πηγή θηλασμού και σεξουαλικής ηδονής, βρίσκεται στο επίκεντρο. Είναι
σύμβολο μητρότητας, αλλά και το όργανο που την προδίδει, την «καταδικάζει». Η
αναβλητικότητα της στην αντιμετώπιση της ασθένειας, η προσφυγή σε
δεισιδαιμονίες, η χρήση της ιατρικής της ταυτότητας ως εργαλείο εξαπάτησης,
είναι μορφές απόδρασης, αλλά και αυτοτιμωρίας.
Ο Ρήγας και η κόρη της λειτουργούν ως καθρέφτες της ίδιας
της ύπαρξής της: ο Ρήγας, σύζυγος και πατέρας, παραμένει στο σκοτάδι, δέσμιος
της αγάπης αλλά και της άγνοιας. Η κόρη, στην εφηβεία της, διαισθάνεται αλλά
δεν γνωρίζει. Αυτή η σιωπηλή τριγωνική σχέση γίνεται το ηθικό και ψυχολογικό
φορτίο που η Ήρα κουβαλά. Η επιθυμία της να προστατεύσει τους δικούς της οδηγεί
σε μια βαθιά διάσπαση του εαυτού, όπου η επιστήμων καταρρέει μπροστά στη
γυναίκα που ελπίζει σε θαύματα.
Γιατί εγώ;
Γιατί όχι άλλες;
«Πιστεύεις στα θαύματα;», με ρωτάει ο εσώτερος εαυτός μου.
«Δεν γίνονται θαύματα», απαντάει ο ξεχασμένος επιστήμονας
μέσα μου.
«Τότε τι;», ξαναρωτάει.
Κι εγώ δεν έχω απάντηση.
Μόνο κάθε 25 του Νοέμβρη προσθέτω έναν ακόμη χρόνο κι ένα
κερί από συνήθεια.
(Κεφ: Όταν χάνεις το μέτρημα… Σελ. 110)
Μεταξύ ελπίδας και άρνησης
Το σώμα, πανταχού παρόν, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης και
εσωτερικής πάλης. Οι λεπτομερείς περιγραφές του κορμιού, οι σκηνές με το
μπουρνούζι, το γυμνό, ο καθρέφτης, δεν πρόκειται για ναρκισσιστικές εικόνες
αλλά για τελετουργία θανάτου. Παρακολουθούμε μια γυναίκα να θρηνεί τον ίδιο της
τον εαυτό όσο είναι ακόμα ζωντανή. Κάθε λουτρό, κάθε μαγιό, κάθε άγγιγμα από
τον Ρήγα, είναι ένας υπαινιγμός για το τέλος. Το πιο συνταρακτικό, ωστόσο,
είναι η έντονη αντίφαση: όσο πιο πολύ φοβάται, τόσο πιο πολύ προσποιείται την
κανονικότητα. Θηλάζει, αγκαλιάζει, οργανώνει διακοπές. Είναι εκεί. Και
ταυτόχρονα δεν είναι. Αυτή η ψευδοζωή, η παλινδρόμηση μεταξύ ελπίδας και
άρνησης, συνιστά ένα είδος υπαρξιακής παράνοιας – όχι με την ψυχιατρική έννοια,
αλλά με τη φιλοσοφική. Η αφηγήτρια ζει μια ζωή όπου τίποτα δεν είναι όπως
φαίνεται, ούτε καν η ίδια της η ύπαρξη.
Το ηφαίστειο ως παγκόσμιο σύμβολο θανάτου και αναγέννησης
χρησιμοποιείται εδώ ειρωνικά ως τόπος «θαυματουργής ίασης». Η Ήρα, γυμνή, με
την ασθένεια φωλιασμένη στο σώμα της, εναποθέτει τις ελπίδες της σε χημικά
στοιχεία, σε νερά «σκουριάς», σε φυσικά τοπία που δεν έχουν τίποτα να της
προσφέρουν, πέρα από την αντανάκλαση του ψυχικού της χάους. Κι όμως. Παραμένει
εκεί, μετέωρη ανάμεσα στον θάνατο και την προσδοκία για ένα θαύμα. Κι αυτό
ακριβώς το μετέωρο κάνει τα συναισθήματά της σπαρακτικά δυνατά και ανθρώπινα.
Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που επιτέλους, θα αντιδράσει. Τα ταξίδια με την
οικογένειά της και η σχέση της με την Ήβη, την κόρη της, θα είναι η δικιά της
ψυχοθεραπεία.
Είπαμε ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, δώσαμε απαντήσεις στα μέχρι
τότε αναπάντητα ερωτήματα. Διώξαμε τα όποια εμπόδια είχε βάλει ανάμεσά μας η
αλλοπρόσαλλη κι ανεύθυνη συμπεριφορά μου. Της μίλησα για τη γιαγιά της που
άθελά της έριξε τον πρώτο σπόρο για να γιγαντωθεί μέσα μου το δέντρο των
εμμονών με τα όποια παρακλάδια του και οι εξομολογήσεις πήραν επιτέλους τέλος
και άφεση αμαρτιών από την Ήβη.
(Κεφ. Ταξίδια μακρινά σε απαγορευμένες πόλεις. Σελ. 97)
Το βιβλίο της Κοντολέων είναι ένας ειλικρινής εσωτερικός
μονόλογος για τη ζωή και τον θάνατο, που περνά μέσ’ από τη μητρότητα, όχι στην
ειδυλλιακή της εκδοχή, αλλά ως βίωμα απογύμνωσης, αγωνίας, και υπαρξιακού
αδιεξόδου. Με συνεχείς φραστικές και νοηματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της
ιδιότητας της γιατρού και της γυναίκας-μητέρας ─και κατ’ επέκταση μεταξύ της
ενσυναίσθησης και της επιστημοσύνης─ καθώς και της πραγματικότητας σε σχέση με
το μασκαρεμένο ψέμα ─ή αλλιώς: την αναγκαία, «προστατευτική» αποσιώπηση─ με
γλώσσα που ρέει ─γλώσσα καθημερινή, ανεπιτήδευτη, αλλά και με ποιητικά
στοιχεία: μεταφορές, προσωποποιήσεις, εμφατικές επαναλήψεις, αναδιπλώσεις,
αντιστίξεις─ δημιουργεί ένα δραματικό παρόν, που υποδηλώνει ταυτόχρονα και μια
μνημονική αναδρομή βαθύτερης κατανόησης.
Είναι ένα βιβλίο που καταγγέλλει ευθέως τις πατριαρχικές
κοινωνικές νόρμες, τον τρόπο με τον οποίο η θηλυκότητα ελέγχεται, περιορίζεται
και ενοχοποιείται. Εκτός από το αμιγώς λογοτεχνικό του βάρος αποτελεί και ένα
γενναίο αφήγημα για τη γυναικεία ταυτότητα, ένα θερμό, φεμινιστικό σχόλιο για
τη θέση της γυναίκας ως μητέρας, επαγγελματία και ανθρώπου που καλείται να
διαχειριστεί μια απώλεια μέσα από τη σιωπή και τη φροντίδα των άλλων. Η Ήρα
βιώνει τη σεξουαλικότητά της υπό το βάρος κοινωνικών προσδοκιών, θρησκευτικών
αντιλήψεων και οικογενειακών προσταγών. Η «παρθενία» αναγορεύεται σε «ό,τι
πολυτιμότερο» της γυναίκας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται η κοινωνική υποκρισία:
οι άντρες απολαμβάνουν την ελευθερία χωρίς ηθικές συνέπειες. Η τιμή, η ηθική
αναδεικνύονται ως καταπιεστικά εργαλεία ελέγχου πάνω στο γυναικείο σώμα, το
οποίο τελικά γίνεται πεδίο αγώνα και επανάκτησης.
Τέρμα οι απεικονίσεις του λαβωμένου σώματος στους καθρέφτες
του σπιτιού. Τι περίμενα να μου πουν που δεν το ήξερα; Η τεθλασμένη γραμμή στη
θέση του ανύπαρκτου πια αριστερού μου στήθους, κόντρα στην υπεροψία της
ολότητας του δεξιού. Θα είναι πάντα εκεί, όμοια με τα όρη και τις χαράδρες
γεωγραφικού χάρτη.
(Κεφ: Το αύριο αφήνει πίσω του το χτες. Σελ. 80)
Πρόκειται για μια σωματικότητα που εκφράζεται με σεβασμό,
αλλά και με μια θαρραλέα πρόθεση αποδόμησης των ταμπού. Η αφηγήτρια
οικειοποιείται το σώμα της με λέξεις, το ονοματίζει, το εξηγεί, το διεκδικεί.
Μιλά μέσ’ από ένα σπαρακτικό κείμενο γεμάτο συμβολισμούς ─οι λευκοντυμένες
νοσοκόμες ως «λευκά περιστέρια», η «πρώτη μου έμψυχη» κούκλα — που γεφυρώνουν
το προσωπικό με το αρχέγονο, το ατομικό με το συλλογικό τραύμα της γυναικείας
ύπαρξης. Η Ήρα, στην εξομολόγησή της, δεν είναι μόνο μία γυναίκα∙ είναι όλες οι
γυναίκες. Κουβαλά πάνω της την ενοχή της Εύας, τις φοβίες της μητέρας, τις
σιωπές της συζύγου, τα βλέμματα της κοινωνίας. Το «εμβρυϊκό χεράκι» που
επανέρχεται στα όνειρά της είναι ένα σύμβολο πρωταρχικής μνήμης, αλλά και
ψυχικού τραύματος που επιμένει στο ασυνείδητο. Το σώμα της γίνεται το
ημερολόγιο της ζωής της, αποτυπώνοντας τη χαρά, την ηδονή, την ενοχή, τη βία
και την απώλεια.
Χειρουργείο.
Έντονα φώτα.
Χαμηλόφωνες κουβέντες.
Γαλάζιες μάσκες και σκουφιά.
Η βελόνα μπαίνει στη φλέβα.
Το υγρό της λήθης εισέρχεται στο σώμα.
«Μετρήστε ως το δέκα», λέει η ακτινολόγος.
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε, σκοτάδι.
(Κεφ: Εκείνο το ξεχασμένο «πάλι τα ίδια» επανέρχεται. Σελ.
90)
Η εμπειρία του πόνου (ο καρκίνος του μαστού) συνδέεται βαθιά
με το παρελθόν και τις σχέσεις της Ήρας — σωματικές, οικογενειακές, ερωτικές. Η
μνήμη δεν είναι γραμμική, αλλά κβαντική∙ επιστρέφει με αισθητηριακά ερεθίσματα,
με φαντάσματα, με εικόνες. Υπερβαίνει το ατομικό και γίνεται συλλογική
γυναικεία εμπειρία, βαθιά ανατρεπτική, χωρίς να υψώνει τη φωνή, αλλά με την
ήσυχη δύναμη της μνήμης και της εξομολόγησης.
«Να γράψεις ένα θεατρικό έργο», απαντά ο διχασμένος άλλος
μου εαυτός. «Δες το σαν άσκηση».
«Με τι θέμα;», ρωτάω.
«Το δικό σου», απαντάει.
«Το δικό μου;» Ανατριχιάζω.
«Πώς;»
«Τον μονόλογο μιας ακρωτηριασμένης γυναίκας».
Το φως του ήλιου που μπαίνει πια από το παράθυρο με βρίσκει
ακόμη καθισμένη δίγνωμη στην άβολη καρέκλα του γραφείου μου. Η οθόνη του
υπολογιστή παραμένει λευκή. Κάτι με σπρώχνει να πατήσω το πρώτο πλήκτρο κι
ύστερα να γράψω αυτές τις έξι πρώτες λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου.
(Κεφ: Η πληγή μιας εικόνας. Σελ. 114)
Η Ήρα δεν ζητά δικαιοσύνη∙ τη διεκδικεί με την αφήγηση της
ιστορίας της, μια αφήγηση που δίνει φωνή στο γυναικείο σώμα και το
επανατοποθετεί στη θέση του υποκειμένου.
(1495 λέξεις)
Δευτέρα 5 Μαΐου 2025
Η Γεωργία Γαλανοπούλου γράφει στο www.bookpress.ge για το "Η Ήρα στο αστερισμό του Καρκίνου"
Η Ήρα στον αστερισμό
του Καρκίνου
Για το ομότιτλο βιβλίο της Κώστιας Κοντολέων, εκδόσεις ΑΩ
,2025
Γράφει η Γεωργία
Γαλανοπούλου
Στο δοκίμιό της Πώς είναι να είσαι άρρωστος (1926), η
Βιρτζίνια Γουλφ έγραφε ότι η αρρώστια
δεν έχει αποτελέσει κύριο θέμα της λογοτεχνίας όπως ο έρωτας, ο πόλεμος ή η
ζήλια. Βεβαίως, υπάρχει σήμερα άφθονη
εξαιρετική γραφή για την αρρώστια και μάλιστα σε αυξανόμενο βαθμό, αλλά με τη
μορφή μυθιστορήματος σε μικρότερο ποσοστό.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι συγγραφείς έχουν μια
βάσιμη δικαιολογία: ότι η ασθένεια «καταστρέφει» τη γλώσσα, όπως αναφέρει η
δοκιμιογράφος Ελέιν Σκάρι στο The Body in Pain (1985). Κι όμως. Αυτή την άποψη ένας καλός λογοτέχνης
μπορεί να την ανατρέψει.
Η Κώστια Κοντολέων, διαθέτει και τη φαντασία και τα λογοτεχνικά
εργαλεία. Δεν φοβάται, δεν κρύβεται, δεν συμμερίζεται καμιά δικαιολογία. Καταπιάνεται με το δύσκολο αυτό θέμα χωρίς
δισταγμό και το ξεδιπλώνει με μαεστρία σε 115 μόνο σελίδες, αρκετές για να σε
τραβήξουν μέσα τους σαν μικροσκοπικές δίνες.
Η αφήγηση ξεκινά με έναν ιδιαίτερο αποχαιρετισμό. Στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, γυμνή μπροστά
στον καθρέφτη, η κεντρική ηρωίδα, σκύβει και αποχαιρετά τον αριστερό της μαστό.
« Τελευταίος ασπασμός, τα μαχαίρια
ιδιότυπης γκιλοτίνας ήδη ακονίζονται […] ο καθρέφτης θολώνει, οι αποχαιρετισμοί
οδεύουν νομοτελειακά στο επερχόμενο τέλος».
Η φωνή της, συναισθηματική, αλλά χωρίς να προκαλεί οίκτο, εκπέμπει την
ίδια ένταση με την ημίγυμνη γυναικεία φιγούρα
στο εξώφυλλο του βιβλίου. Η φιγούρα,
εξπρεσιονιστική έκφραση της ανθρώπινης ευθραυστότητας, είναι έργο του Έγκον
Σίλε. Η αφηγηματική φωνή, είναι της Ήρας του τίτλου. Η
επιλογή του ονόματος της θεάς δεν μοιάζει τυχαία. Η Ήρα, άλλωστε, είναι η προστάτιδα της
γυναικείας φύσης.
Αντιμέτωπη με τον αποχωρισμό του αρχέγονου γυναικείου
συμβόλου και την ευαλωτότητα του σώματός της, η αφηγήτρια στοχάζεται πάνω σε
ζητήματα που στιγμάτισαν τη νεότητά της.
Την πολυκύμαντη σχέση της με την καρκινοφοβική μητέρα της, τις εμμονές της
με την αντανάκλαση του σώματός της μπροστά στον καθρέφτη, τις σπουδές της πάνω
στην ιατρική επιστήμη. Αναπολεί τον
έρωτά της με τον Ρήγα, τον γάμο τους, την γέννηση της κόρης τους, που και σε
αυτή η συγγραφέας δίνει το όνομα μιας άλλης θεάς, της αιώνια έφηβης Ήβης.
Μα, να που ανάμεσα στις φωτεινές αναλαμπές της μητρότητας και
της οικογενειακής θαλπωρής ελλοχεύει το απευκταίο: Ένα «στραγαλάκι» στον αριστερό μαστό της. Η επιβεβαίωση του μύχιου φόβου της την
ακινητοποιεί, της στερεί την ενόρμηση της αντιμετώπισης. Η ζωή της κυλά ανάμεσα σε σιωπές και μυστικά
ενώ είναι σε θέση να γνωρίζει, με την ιδιότητα της γιατρού, πως «παίζει με τη
φωτιά» πλησιάζοντάς την «όπως οι νυχτοπεταλούδες». Ως τη στιγμή που οι σιωπές και οι μισές
αλήθειες φτάνουν στο τέλος. Άλλος δρόμος
διαφυγής δεν υπάρχει παρά μόνο «η ιδιότυπη γκιλοτίνα που δεν κόβει μόνο
κεφάλια».
Η αφαίρεση του γυναικείου συμβόλου γίνεται στο εξής η
αντανάκλαση του φόβου της εγκατάλειψης μπροστά στον καθρέφτη, η λεπτή γραμμή
μεταξύ αυτονομίας και εξάρτησης. Ευάλωτη
απέναντι στον Ρήγα, ερευνά την πιθανότητα της αποκατάστασης. Μα πριν προχωρήσει, στέκεται γυμνή μπροστά
του --κίνηση αποφευκτέα όσο οι σιωπές διαρκούσαν--
και του ζητά να διαλέξει «ανάμεσα στο ένα στήθος και την ψευδαίσθηση της
αφύσικης συνύπαρξης με ένα άλλο».
Σαν άλλος Δίας εκείνος της απαντά: «Πάντα αναρωτιόμουν πώς μπορεί να είναι ο
έρωτας με μια Αμαζόνα, κι εγώ είμαι ο τυχερός που του δόθηκε η ευκαιρία να το
μάθει τώρα».
Η συγγραφέας είναι γνωστή για τις δυνατές σκηνές τόσο στα
διηγήματά της όσο και σε προηγούμενά της μυθιστορήματα. Ωστόσο, εδώ κατορθώνει κάτι πιο εντυπωσιακό
λόγω της λεπτότητάς της και της εστίασής της στις μικρές, αλλά μεγάλες σε
ένταση στιγμές. Είναι σε αυτές τις
λεπτομέρειες, που η γραφή της διαπρέπει. Βεβαίως και στην αμεσότητά της. Την ικανότητα να μας βυθίζει στον κόσμο των
χαρακτήρων της και να μας κάνει να συμπάσχουμε χωρίς οίκτο. Γιατί εκεί έγκειται η δύναμη της λογοτεχνίας. Να αγγίζει χωρίς να πληγώνει.
Αλλά το εκπληκτικής οικονομίας μυθιστόρημα της Κώστιας
Κοντολέων δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για τον καρκίνο. Σε αντίθεση με άλλα του είδους --αυτοβιογραφίες
ως επί το πλείστον-- δεν υιοθετεί μια αφηγηματική προσέγγιση μάχης. Δεν υπάρχει
το μακρύ ταξίδι της ηρωίδας με την ισχυρή θέληση που πολεμά ένα σώμα σε
εξέγερση, ούτε κάποιος προσωποποιημένος εχθρός που πρέπει να νικηθεί. Αντίθετα,
είναι η ιστορία της Ήρας στο σύνολό της και όλων όσων φέρει το σώμα της:
αναμνήσεις, φοβίες, εμμονές, μεταμέλειες, αγάπη, εμπειρίες – με τον καρκίνο να
είναι ένα από αυτά. Ναι, είναι η ιστορία της φθοράς ενός σώματος, αλλά και η
ιστορία μιας γυναίκας, που ώριμη πιά, ξέρει τι θέλει και τραβά μπροστά για μια
νέα αρχή.
Παρασκευή 2 Μαΐου 2025
Συνέντευξη στον 'Ελεύθερο Τύπο'
https://eleftherostypos.gr/politismos/kostia-kontoleon-i-ira-ston-asterismo-tou-karkinou?fbclid=IwY2xjawKBwcxleHRuA2FlbQIxMABicmlkETBpOTlVdFUzTnFsRlcxNm5JAR4CxsWBBGeZ7tNMPfDoRIoKeMYnJw6k3rglmMqRdrdNi1ixOdKnsWRlZDP-yg_aem_8QLGWb_T9sb0ioZbFHhTPg
Κυριακή 27 Απριλίου 2025
Οι κούκλες της
Οι κούκλες της
Μια πάνινη -ολότελα μουλιασμένη- κούκλα, αντιπροσωπευτική
της δεκαετίας του ’50, κρεμόταν από το σχοινί της μπουγάδας στην αυλή τους, σε μια
από τις πολλές πανομοιότυπες αυλές εκείνης της εποχής.
Το χώμα από κάτω δεχόταν τις ρυθμικές σταγόνες που σχημάτιζαν
μια υποψία λιμνούλας, μα που κι αυτή εξατμίζονταν σταδιακά από την καλοκαιρινή
λαύρα του μεσημεριού. Το άτεχνο πρόσωπο της κούκλας από φτηνή πάστα, έλειωνε σταδιακά
αλλοιώνοντας την αδιάφορη έκφραση της.
Κι εκείνη -οχτάχρονο κορίτσι- με ανασηκωμένο το κεφάλι παρακολουθούσε
ανέκφραστη την εκούσια δολοφονία μιας από τις πολλές κούκλες θύματα της.
Δεν είχε αγαπήσει καμιά τους, από την πρώτη έως τούτη την
τελευταία. Εφήμερα παιχνίδια που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς ν’ αφήνουν κανένα
προσωπικό αποτύπωμα πίσω τους.
Γι’ αυτό ήταν αρνητική πάντα στα βαρετά επαναλαμβανόμενα καλέσματα
των φιλενάδων της να παίξουν τις κουμπάρες ως ασυνείδητα προϊούσες μελλοντικές
μαμάδες με παιδιά ακούνητα, αμίλητα και υπάκουα… Ψευδεπίγραφες παγίδες μιας
αλλότριας πραγματικότητας.
Κι έπειτα -εκεί περίπου στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της
ζωής της -οι πάνινες κούκλες έχασαν την όποια υποτιθέμενη αίγλη τους καθώς στη
θέση τους εισέβαλαν κάποιες νέες… Κοκάλινες -αυτή τη φορά- πανομοιότυπες
κούκλες με χαζοχαρούμενα γελαστά πάντα πρόσωπα.
Κι οι πάνινες κατέληξαν άδοξα πια να πουλιούνται στα πανηγύρια των ναών
στις επετειακές γιορτές των αγίων τους, στολισμένες όπως και πριν με φανταχτερά
τούλινα φορέματα και στρας εφήμερης λαμπρότητας.
Μα ούτε και οι κοκάλινες κούκλες που θεωρήθηκαν νεοτερισμός
της εποχής τότε κατάφεραν να τραβήξουν το
ενδιαφέρον της.
Εντελώς τσίτσιδες κουνούσαν πόδια και χέρια υποχείρια της άτσαλης
χρήση τους από ανυπόμονα παιδιά για να καταλήξουν αναπόφευκτα σε πολλαπλές εξαρθρώσεις
όταν τα λαστιχάκια που τα συγκρατούσαν έσπαγαν ηθελημένα ή ακούσια από την
πολλή χρήση. Για να καταλήξουν εντέλει…
Στο νοσοκομείο των κούκλων, από τις ελάχιστες καινοτομίες της
εποχής.
Κι όμως μήτε κι αυτές
κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα της το μητρικό ένστικτο.
‘Παράξενο παιδί’
έλεγαν καταμόνας οι γεννήτορες όταν την έβλεπαν να τραβάει με μανία τα χέρια
και τα πόδια στις κοκάλινες κούκλες της ως να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος του λάστιχου που έσπαγε.
Ίσως αυτή η μανία εξαρθρώσεων να είχε την πηγή της στις
συχνές οικογενειακές επισκέψεις στο κουκλονοσοκομείο καταγμάτων για τις
αναγκαίες επιδιορθώσεις. Την διασκέδαζε αφάνταστα να βλέπει τους
κουκλογιατρούς επί το έργο. Μα ίσως ήταν
και ένας βαθύτερος ασυναίσθητος φόβος της να μην υποκύψει άθελα της σ’ αυτό που
εντέχνως η κοινωνία προετοίμαζε από πολύ μικρά τα θήλεα σε ρόλους δοτούς στην
‘αγία οικογένεια’ και στην ‘διαιώνιση’ του είδους.
Με δούρειο ίππο πάντα τις κούκλες εξαρτημένων από αυτές
παιδιών, οι ελέγχοντες τις κοινωνικές νόρμες κατάφερναν να περάσουν το μήνυμα τους
: τα θήλεα ανέκαθεν να είχαν φυτεμένες στο ασυνείδητο τους τις θεωρίες
διαφοροποίησης των δύο φύλλων.
Έτσι οι υποβολιμαίες αναγκαίες ανανεώσεις του δολώματος για
να γίνει πιο ελκυστικό, είχαν εξοστρακίσει τις πάνινες και στη συνέχεια τις κοκάλινες κούκλες στη λήθη, όλες τους πλέον θεωρούντο passe, η διάδοχη κουκλοφυλή που τις
αντικατέστησε ήταν τώρα οι μαρκησίες, σύμβολα της φαντασιακής ευμάρειας
της μεταπολεμικής κοινωνίας.
Κούκλες με ξενόφερτη καταγωγή και τίτλο αριστοκρατικότητας, έγιναν
γρήγορα της μόδας προϊούσης της ξενομανίας και της ανάγκης επίδειξης. Προορισμένες να κοσμούν τους καναπέδες των
σαλονιών, μα ωστόσο απαγορευμένο παιχνίδι των παιδιών, για να μην τις χαλάσουν -‘απαραβίαστη’
γονική εντολή- επόπτευαν παράλληλα την
ζωή της οικογένειας με έναν αέρα ανωτερότητας που επέβαλε η καταγωγή τους.
Όλα αυτά τότε…. Που και τελικά οι κοινωνικοί σχεδιασμοί την
είχαν υποτάξει.
Όμως τώρα…
Μεσήλικη πια, δεν εντυπωσιάζονταν από την ροζ φτηνιάρικη
οργαντίνα και τα λουστρινένια γοβάκια της μαρκησίας τους, ξεχασμένης τώρα σε κάποιους χώρους της
οικογενειακής μονοκατοικίας. Μετά την
αμετάκλητη φυγή των γεννητόρων, την είχε
μετακομίσει από τον καναπέ του σαλονιού στα ορεινά του πιάνου της μητέρας -εκείνο με το ξεθωριασμένο πια μαύρο λούστρο.
Κίνηση ηθελημένη για να μην έχει άμεση
επαφή μαζί της και να μην βλέπει το αρυτίδωτο πρόσωπο, ούτε τα πλούσια μαλλιά
της.
Είχε ωστόσο εξοστρακίσει ηθελημένα και τους καθρέφτες του σπιτιού
για να μην υποκύπτει στις σύντομες έστω πλάγιες ματιές στα δικά της αραιωμένα
και ξεθωριασμένα από τις πολλές βαφές μαλλιά ή τις ρυτίδες που αυλάκωναν πια το
πρόσωπο και τα διάστικτα από καφετιούς λεκέδες χέρια.
Ζούσε τώρα μόνη στο πατρικό της, ένα σπίτι όπου ακόμη
αντηχούσαν οι συνεχείς γονικές προτροπές, για ευτυχισμένους γάμους και τσούρμο
παιδιών. Εκείνη είχε ορίσει τη ζωή της ελεύθερη
από δεσμεύσεις κάθε είδους και την είχε ζήσει όπως αυτή ήθελε…
Ευτυχισμένη;
Σιωπή.
Μόνη;
Σιωπή.
Η μαρκησία αυτόπτης πάντα μάρτυρας την κοίταζε όπως πάντα ειρωνικά
από τα ορεινά του μαύρου πιάνου της μητέρας.
Θυμήθηκε τις κούκλες που εκούσια βασάνιζε. Ήταν η ασπίδα
της, κι ας είχε ζήσει με κίβδηλες αλήθειες για να μην ξεστομίσει την μόνη
αλήθεια, για να μην ομολογήσει ούτε στον πανικό της πως λόγω οικίας ανατροφής και
πλύσεως εγκεφάλου ήταν ανάπηρη να παίξει τον φυσικό ρόλο της μάνας…
Έτσι ήταν;
Έτσι είναι;
Και η μαρκησία πάντα εκεί να την κοιτάζει ειρωνικά.
Άπλωσε το χέρι και την άρπαξε από το πόδι. Η κίνηση ως τελευταία
πράξη βίας, έμεινε μετέωρη, λίγο πριν διαλύσει το κεφάλι της μαρκησίας στο
σκαμπό του πιάνου. Ο χρόνος έγινε
άχρονος…
Κι έπειτα η βία έγινε χάδι.
Τα χέρια αρωγοί αγάπης γύμνωσαν το κοκάλινο κορμί από τα περιττά
φτιασίδια. Κι έτσι γυμνό σαν νεογέννητο
βρέφος εκείνο ψέλλισε μια λέξη μόνο -
Μαμά …
Παιδί μου… -είπε εκείνη…
Απρίλιος 2025
Κυριακή 13 Απριλίου 2025
Ο Πάνος Τουρλής στο https://www.vivliokritikes.com/
Μια γυναίκα παλεύει με τον καρκίνο και θυμάται τις στιγμές
της ζωής της. Οι πρώτοι έρωτες στην εφηβεία, η οικογένεια που δημιούργησε, οι
γονείς της, η επαγγελματική της πορεία και τώρα η μάχη. Πώς θα ανταπεξέλθει
στην περιπέτειά της και ποιος θα νικήσει; Τι συμβαίνει στο σώμα και στην
ψυχοσύνθεσή της;
Βιβλίο Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου
Συγγραφέας Κώστια Κοντολέων
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης ΑΩ
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Η Κώστια Κοντολέων έγραψε ένα χρονικό πάλης, μάχης και αγώνα
ενάντια σ’ έναν αόρατο μα και απτό εχθρό με σύντομες προτάσεις, μικρά κεφάλαια
και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. «Γυμνό το κορμί αποκαλύπτει ώριμους μαστούς. Σ’ έναν
από τους δυο φωλιάζει ύπουλος αόρατος εισβολέας… Η χούφτα κλείνει τρυφερά στην
κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος, ιδιότυπο σύντροφο δύσκολης οκταετίας…»
(σελ. 8). Αυτά τα στήθη, εφηβικά κυπαρισσόμηλα κάποτε, στητά γλυκολέμονα τώρα,
δίνουν το έναυσμα της ιστορίας. Γραφή κοφτή, γρήγορη, μόνο με τις βασικές
λέξεις που μπορούν να σχηματίσουν μια πρόταση, κείμενο που κυλάει γρήγορα, με
επιθετικό ρυθμό που δε με άφησε να πάρω ανάσα ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων
παίζουν και κουμπώνουν ή ντύνουν με λυρισμό τα περιστατικά που αφηγούνται το
καθένα τους. Μέσα από αυτά τα κεφάλαια-σφηνάκια φωτίζονται διαφορετικά και
ποικίλα στιγμιότυπα από τη ζωή της Ήρας, η οποία μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι που
τηρεί απαρέγκλιτα τις χριστιανικές τελετουργίες. Η κοπέλα γυρίζει την πλάτη
στις νουθεσίες περί κόλασης, παραδίδεται στην αγκαλιά του Ρήγα και μετά το
ρίχνει στις γονυκλισίες και τις μετάνοιες, παραπαίοντας: «…ο πρώτος μου έρωτας
ή αντίβαρο αντίδρασης στα ηθικοπλαστικά τσιτάτα της ενοχικής μάνας μου»;
Είναι μια γυναίκα που χλευάζει τόσους αιώνες σκοταδισμού που
κατασυκοφάντησαν την ένωση των σωμάτων και την ηδονή που προσφέρουν και χαράζει
τη δική της πορεία. Κι όταν μπαίνει στην εφηβεία: «Τα πεζοδρόμια που
διεκδικούσαν τα ξυπόλητα τρεχαλητά μου κι η αθωότητα της παιδικής ηλικίας δεν
υπάρχουν πια» (σελ. 11). «Εγώ, η Ήρα, προσφέρω μα και αντιστέκομαι» όταν
αρχίζουν οι σχέσεις με το άλλο φύλο. Τελικά, αναγκάζεται να ακολουθήσει τα
χνάρια του παθολόγου πατέρα της μόνο και μόνο για να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον
της, αδιαφορώντας για την έτοιμη ιατρική πελατεία. Πιάνει δουλειά σε νοσοκομείο
για να αποκτήσει ευρύτερες ιατρικές γνώσεις έχοντας πάντα στο πλάι της τον
Ρήγα, τη «βακτηρία» της. Η επιλογή των σπουδών της τη βοηθάει να αντιμετωπίσει
κατάματα τις νευρώσεις της, μιας και οι επιστημονικές αναλύσεις δεν αφήνουν
περιθώρια παρανοήσεων. Μέσα από μια εκπληκτική γραφή ταξιδεύουμε από τα χρόνια
της μεταπολίτευσης ως σήμερα, περνάμε από την εφηβεία στην ωριμότητα, από την
αδιαφορία για τα οικογενειακά θέσφατα και την ηδονή του έρωτα στον αναμενόμενο
ως έναν βαθμό πόλεμο με τον αόρατο εχθρό.
Εθελοτυφλεί όταν δέχεται την ακάλεστη επίσκεψή του, έχει
κάνει πλέον τη δική της οικογένεια, έχει τακτοποιήσει τους φόβους της, τους
έχει κρύψει καλά, μόνο που «Το σώμα θυμάται και περιμένει». Το χεράκι της πάντα
εκεί, στο αριστερό στήθος, λες και ήξερε, σα να περίμενε αυτό που τώρα ήρθε.
Κορίτσι, σύζυγος, μάνα, ασθενής μα πάνω απ’ όλα γυναίκα. Αρχικά το κρατάει
μυστικό, παλεύει μόνη της, βιώνει παράνοια και λογική σε αμφίδρομες
αλληλοεπιδράσεις, «Ό,τι πάνω στο σώμα μου έχει χαραχτεί δεν τους αφορά… Ή μήπως
όχι;» (σελ. 40). Σα να ετοιμάζει μια ιδιότυπη αυτοκτονία κρατώντας την
οικογένειά της στο σκοτάδι και ταυτόχρονα χωρίς η ίδια να το παλεύει. Τι
περιμένει, Θαύμα ή Θάνατο; Πώς και γιατί
θ’ αλλάξει στάση ζωής; Θα προλάβει να παλέψει; Πώς θα αντιδράσουν οι δικοί της;
Πώς θα νιώσει όταν ένα σώμα με φανερή ανορθογραφία τη μετατρέψει σε Αμαζόνα;
Πόσο δυνατή νιώθει όταν ψάχνει τη δύναμη σε τέτοια λόγια: «…η πραγματική ζωή
δεν είναι η ζωή των αγαλμάτων με τις όποιες φθορές τους…η πραγματική ζωή είναι
εκείνη των ανθρώπων, με τα ρίσκα και τις αποφάσεις που καθορίζουν την
καθημερινότητά τους» (σελ. 70);
«Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου» είναι ένα δυνατό,
ρεαλιστικό μυθιστόρημα με ηρωίδα μια γυναίκα που περνάει από πολλές ψυχολογικές
και συναισθηματικές διακυμάνσεις όσο παλεύει με την επάρατη νόσο. Από κεφάλαιο
σε κεφάλαιο κορυφώνεται η αγωνία για την επιτυχή ή μη έκβαση αυτού του αγώνα
δρόμου, που καθυστέρησε να εκκινήσει με δική της υπαιτιότητα. Χωρίς
διδακτισμούς, χωρίς κατακραυγές και ακρότητες, με διακριτική ισορροπία ανάμεσα
στο «γιατί σε μένα» και στο «γιατί όχι», ξεδιπλώνεται μια ιστορία που βιώνουν
πολλές γυναίκες σε κάποια στιγμή της ζωής τους και η συγγραφέας θέλησε με το
βιβλίο της να κρατήσει νοερά το χέρι της κάθε μίας από αυτές, να προσπαθήσει με
τον δικό της τρόπο να τις εμψυχώσει και να τις στηρίξει όσο γέρνουν το
«φυλλοβόλο κεφάλι» τους σε γνώριμες μυρωδιές για μια ανάσα ακόμη. Την Ήρα τη
λοιδορούσα για τα λάθη της, τη συμπονούσα για τις επιλογές της, την κατανοούσα
για τη στάση της κι αυτά τα συναισθήματά μου εναλλάσσονταν με τον ίδιο ρυθμό
που άλλαζε και η ηρωίδα του βιβλίου. Δε συνάντησα ούτε μια περιττή ή φλύαρη
σκηνή, αντίθετα, απόλαυσα μια λιτά γραμμένη μάχη εναντίον του εισβολέα που
μπορεί να μεταμορφώσει από τη μια στιγμή στην άλλη μια γυναίκα είτε σε
φοβισμένο και υποταγμένο αντίπαλο είτε σε μαχητή είτε και τα δυο μαζί σε μια
διαρκή ανταλλαγή θέσεων. Τελικά, πόσο λαμπερός είναι αυτός ο αστερισμός και
πόσο πολύ στηρίζεται στον φόβο για να φέγγει πάνω από αυτόν που θα επιλέξει για
να εξαπλωθεί; Η Κώστια Κοντολέων χαρίζει αισιοδοξία και δύναμη μέσα από ένα
μυθιστόρημα που κυλάει σα νερό και είναι γραμμένο με άφθαστο ρεαλισμό και
δύναμη.