Κώστια Κοντολέων. «Η Ήρα στον Αστερισμό του Καρκίνου». Εκδ.
ΑΩ, 2025. Σελ. 120. ISBN: 978-618-5845-36-0
Γράφει η Χρύσα Φάντη
https://www.fractalart.gr/i-ira-ston-asterismo-toy-karkinoy/
Στο πιο πρόσφατο πεζογράφημά της, Η Ήρα στον Αστερισμό του
Καρκίνου, η βραβευμένη συγγραφέας και μεταφράστρια Κώστια Κοντολέων μας
παραδίδει ένα σπαρακτικό αφήγημα για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τον φόβο,
την ασθένεια και την ευθύνη. Στο βιβλίο της, μέσα από τη φωνή της Ήρας, μιας
μητέρας και γιατρού στο επάγγελμα, αναδεικνύει ─σε συνάρτηση με αυτές τις δύο
ιδιότητες─ το ζήτημα της γυναικείας σωματικότητας και σεξουαλικότητας, και την
αντιπαράθεση ανάμεσα στο «παρήγορο» ψέμα και την σκληρή αποκάλυψη της αλήθειας.
Μεγαλωμένη σε σπίτι που τηρούσε απαρέγκλιτα τις χριστιανικές
τελετουργίες και εντός αυτού, υποχρεωνόμουν σε νυχτερινές προσευχές και ικεσίες
άφεσης των ημερήσιων αμαρτημάτων μου. Απέφευγα τις εντολές εξομολόγησης στην
εκκλησία της ενορίας μας, τρέμοντας την τιμωρία του εξομολογητή ως απάντηση
στις βέβηλες περιγραφές των συνευρέσεών μου με τον Ρήγα.
(Κεφ: Ό,τι πολύτιμο έχει μια γυναίκα. Σελ. 16)
Η πρωτοπρόσωπη κατάθεση της Ήρας ξεκινά με ύφος
εξομολογητικό, με έντονα ποιητικά στοιχεία και ζωντανές εικόνες, με
παρομοιώσεις και μεταφορές που κεντούν τον ψυχισμό της ηρωίδας πάνω στο σώμα
της. Η χρήση του χρόνου, κυκλική και ρευστή, διαπλέκει το παρόν με το παρελθόν,
μέσ’ από μια σύνταξη συχνά αποσπασματική, που αντανακλά τη ροή της συνείδησης
και την αμφισημία των συναισθημάτων. Η Ήρα εγκλωβίζεται στο δίπολο «μητέρα –
ερωμένη» και τελικά δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ως το ένα ούτε ως το άλλο. Η
γέννηση της κόρης της, έρχεται σε μια στιγμή που, αν και θα έπρεπε να
σηματοδοτεί την αρχή, για την Ήρα λειτουργεί ταυτόχρονα ως ήττα. Η απόρριψη του
φυσικού τοκετού, η «ήττα από τους φόβους», συνιστά το πρώτο ρήγμα στην αίσθηση
της παντοδυναμίας της.
Η Ήρα δεν γεννά θριαμβευτικά, αλλά ηττημένα, αποκαλύπτοντας
έτσι την εσωτερική της πάλη με την έννοια της γυναικείας πληρότητας, όπως αυτή
ορίζεται κοινωνικά και συμβολικά. Καθώς η καθημερινότητα της μητρικής ζωής
επισκιάζεται από τη σιωπηρή παρουσία ενός καρκίνου του μαστού, η κατάσταση δεν
αντιμετωπίζεται με ιατρική γνώση αλλά με ενοχή και άρνηση. Το σώμα της Ήρας
καθίσταται το βασικό πεδίο όπου συγκρούονται Εγώ, Υπερεγώ και Εκείνο. Το στήθος
της, ως πηγή θηλασμού και σεξουαλικής ηδονής, βρίσκεται στο επίκεντρο. Είναι
σύμβολο μητρότητας, αλλά και το όργανο που την προδίδει, την «καταδικάζει». Η
αναβλητικότητα της στην αντιμετώπιση της ασθένειας, η προσφυγή σε
δεισιδαιμονίες, η χρήση της ιατρικής της ταυτότητας ως εργαλείο εξαπάτησης,
είναι μορφές απόδρασης, αλλά και αυτοτιμωρίας.
Ο Ρήγας και η κόρη της λειτουργούν ως καθρέφτες της ίδιας
της ύπαρξής της: ο Ρήγας, σύζυγος και πατέρας, παραμένει στο σκοτάδι, δέσμιος
της αγάπης αλλά και της άγνοιας. Η κόρη, στην εφηβεία της, διαισθάνεται αλλά
δεν γνωρίζει. Αυτή η σιωπηλή τριγωνική σχέση γίνεται το ηθικό και ψυχολογικό
φορτίο που η Ήρα κουβαλά. Η επιθυμία της να προστατεύσει τους δικούς της οδηγεί
σε μια βαθιά διάσπαση του εαυτού, όπου η επιστήμων καταρρέει μπροστά στη
γυναίκα που ελπίζει σε θαύματα.
Γιατί εγώ;
Γιατί όχι άλλες;
«Πιστεύεις στα θαύματα;», με ρωτάει ο εσώτερος εαυτός μου.
«Δεν γίνονται θαύματα», απαντάει ο ξεχασμένος επιστήμονας
μέσα μου.
«Τότε τι;», ξαναρωτάει.
Κι εγώ δεν έχω απάντηση.
Μόνο κάθε 25 του Νοέμβρη προσθέτω έναν ακόμη χρόνο κι ένα
κερί από συνήθεια.
(Κεφ: Όταν χάνεις το μέτρημα… Σελ. 110)
Μεταξύ ελπίδας και άρνησης
Το σώμα, πανταχού παρόν, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης και
εσωτερικής πάλης. Οι λεπτομερείς περιγραφές του κορμιού, οι σκηνές με το
μπουρνούζι, το γυμνό, ο καθρέφτης, δεν πρόκειται για ναρκισσιστικές εικόνες
αλλά για τελετουργία θανάτου. Παρακολουθούμε μια γυναίκα να θρηνεί τον ίδιο της
τον εαυτό όσο είναι ακόμα ζωντανή. Κάθε λουτρό, κάθε μαγιό, κάθε άγγιγμα από
τον Ρήγα, είναι ένας υπαινιγμός για το τέλος. Το πιο συνταρακτικό, ωστόσο,
είναι η έντονη αντίφαση: όσο πιο πολύ φοβάται, τόσο πιο πολύ προσποιείται την
κανονικότητα. Θηλάζει, αγκαλιάζει, οργανώνει διακοπές. Είναι εκεί. Και
ταυτόχρονα δεν είναι. Αυτή η ψευδοζωή, η παλινδρόμηση μεταξύ ελπίδας και
άρνησης, συνιστά ένα είδος υπαρξιακής παράνοιας – όχι με την ψυχιατρική έννοια,
αλλά με τη φιλοσοφική. Η αφηγήτρια ζει μια ζωή όπου τίποτα δεν είναι όπως
φαίνεται, ούτε καν η ίδια της η ύπαρξη.
Το ηφαίστειο ως παγκόσμιο σύμβολο θανάτου και αναγέννησης
χρησιμοποιείται εδώ ειρωνικά ως τόπος «θαυματουργής ίασης». Η Ήρα, γυμνή, με
την ασθένεια φωλιασμένη στο σώμα της, εναποθέτει τις ελπίδες της σε χημικά
στοιχεία, σε νερά «σκουριάς», σε φυσικά τοπία που δεν έχουν τίποτα να της
προσφέρουν, πέρα από την αντανάκλαση του ψυχικού της χάους. Κι όμως. Παραμένει
εκεί, μετέωρη ανάμεσα στον θάνατο και την προσδοκία για ένα θαύμα. Κι αυτό
ακριβώς το μετέωρο κάνει τα συναισθήματά της σπαρακτικά δυνατά και ανθρώπινα.
Ωστόσο, θα έρθει η στιγμή που επιτέλους, θα αντιδράσει. Τα ταξίδια με την
οικογένειά της και η σχέση της με την Ήβη, την κόρη της, θα είναι η δικιά της
ψυχοθεραπεία.
Είπαμε ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, δώσαμε απαντήσεις στα μέχρι
τότε αναπάντητα ερωτήματα. Διώξαμε τα όποια εμπόδια είχε βάλει ανάμεσά μας η
αλλοπρόσαλλη κι ανεύθυνη συμπεριφορά μου. Της μίλησα για τη γιαγιά της που
άθελά της έριξε τον πρώτο σπόρο για να γιγαντωθεί μέσα μου το δέντρο των
εμμονών με τα όποια παρακλάδια του και οι εξομολογήσεις πήραν επιτέλους τέλος
και άφεση αμαρτιών από την Ήβη.
(Κεφ. Ταξίδια μακρινά σε απαγορευμένες πόλεις. Σελ. 97)
Το βιβλίο της Κοντολέων είναι ένας ειλικρινής εσωτερικός
μονόλογος για τη ζωή και τον θάνατο, που περνά μέσ’ από τη μητρότητα, όχι στην
ειδυλλιακή της εκδοχή, αλλά ως βίωμα απογύμνωσης, αγωνίας, και υπαρξιακού
αδιεξόδου. Με συνεχείς φραστικές και νοηματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ της
ιδιότητας της γιατρού και της γυναίκας-μητέρας ─και κατ’ επέκταση μεταξύ της
ενσυναίσθησης και της επιστημοσύνης─ καθώς και της πραγματικότητας σε σχέση με
το μασκαρεμένο ψέμα ─ή αλλιώς: την αναγκαία, «προστατευτική» αποσιώπηση─ με
γλώσσα που ρέει ─γλώσσα καθημερινή, ανεπιτήδευτη, αλλά και με ποιητικά
στοιχεία: μεταφορές, προσωποποιήσεις, εμφατικές επαναλήψεις, αναδιπλώσεις,
αντιστίξεις─ δημιουργεί ένα δραματικό παρόν, που υποδηλώνει ταυτόχρονα και μια
μνημονική αναδρομή βαθύτερης κατανόησης.
Είναι ένα βιβλίο που καταγγέλλει ευθέως τις πατριαρχικές
κοινωνικές νόρμες, τον τρόπο με τον οποίο η θηλυκότητα ελέγχεται, περιορίζεται
και ενοχοποιείται. Εκτός από το αμιγώς λογοτεχνικό του βάρος αποτελεί και ένα
γενναίο αφήγημα για τη γυναικεία ταυτότητα, ένα θερμό, φεμινιστικό σχόλιο για
τη θέση της γυναίκας ως μητέρας, επαγγελματία και ανθρώπου που καλείται να
διαχειριστεί μια απώλεια μέσα από τη σιωπή και τη φροντίδα των άλλων. Η Ήρα
βιώνει τη σεξουαλικότητά της υπό το βάρος κοινωνικών προσδοκιών, θρησκευτικών
αντιλήψεων και οικογενειακών προσταγών. Η «παρθενία» αναγορεύεται σε «ό,τι
πολυτιμότερο» της γυναίκας, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται η κοινωνική υποκρισία:
οι άντρες απολαμβάνουν την ελευθερία χωρίς ηθικές συνέπειες. Η τιμή, η ηθική
αναδεικνύονται ως καταπιεστικά εργαλεία ελέγχου πάνω στο γυναικείο σώμα, το
οποίο τελικά γίνεται πεδίο αγώνα και επανάκτησης.
Τέρμα οι απεικονίσεις του λαβωμένου σώματος στους καθρέφτες
του σπιτιού. Τι περίμενα να μου πουν που δεν το ήξερα; Η τεθλασμένη γραμμή στη
θέση του ανύπαρκτου πια αριστερού μου στήθους, κόντρα στην υπεροψία της
ολότητας του δεξιού. Θα είναι πάντα εκεί, όμοια με τα όρη και τις χαράδρες
γεωγραφικού χάρτη.
(Κεφ: Το αύριο αφήνει πίσω του το χτες. Σελ. 80)
Πρόκειται για μια σωματικότητα που εκφράζεται με σεβασμό,
αλλά και με μια θαρραλέα πρόθεση αποδόμησης των ταμπού. Η αφηγήτρια
οικειοποιείται το σώμα της με λέξεις, το ονοματίζει, το εξηγεί, το διεκδικεί.
Μιλά μέσ’ από ένα σπαρακτικό κείμενο γεμάτο συμβολισμούς ─οι λευκοντυμένες
νοσοκόμες ως «λευκά περιστέρια», η «πρώτη μου έμψυχη» κούκλα — που γεφυρώνουν
το προσωπικό με το αρχέγονο, το ατομικό με το συλλογικό τραύμα της γυναικείας
ύπαρξης. Η Ήρα, στην εξομολόγησή της, δεν είναι μόνο μία γυναίκα∙ είναι όλες οι
γυναίκες. Κουβαλά πάνω της την ενοχή της Εύας, τις φοβίες της μητέρας, τις
σιωπές της συζύγου, τα βλέμματα της κοινωνίας. Το «εμβρυϊκό χεράκι» που
επανέρχεται στα όνειρά της είναι ένα σύμβολο πρωταρχικής μνήμης, αλλά και
ψυχικού τραύματος που επιμένει στο ασυνείδητο. Το σώμα της γίνεται το
ημερολόγιο της ζωής της, αποτυπώνοντας τη χαρά, την ηδονή, την ενοχή, τη βία
και την απώλεια.
Χειρουργείο.
Έντονα φώτα.
Χαμηλόφωνες κουβέντες.
Γαλάζιες μάσκες και σκουφιά.
Η βελόνα μπαίνει στη φλέβα.
Το υγρό της λήθης εισέρχεται στο σώμα.
«Μετρήστε ως το δέκα», λέει η ακτινολόγος.
Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε, σκοτάδι.
(Κεφ: Εκείνο το ξεχασμένο «πάλι τα ίδια» επανέρχεται. Σελ.
90)
Η εμπειρία του πόνου (ο καρκίνος του μαστού) συνδέεται βαθιά
με το παρελθόν και τις σχέσεις της Ήρας — σωματικές, οικογενειακές, ερωτικές. Η
μνήμη δεν είναι γραμμική, αλλά κβαντική∙ επιστρέφει με αισθητηριακά ερεθίσματα,
με φαντάσματα, με εικόνες. Υπερβαίνει το ατομικό και γίνεται συλλογική
γυναικεία εμπειρία, βαθιά ανατρεπτική, χωρίς να υψώνει τη φωνή, αλλά με την
ήσυχη δύναμη της μνήμης και της εξομολόγησης.
«Να γράψεις ένα θεατρικό έργο», απαντά ο διχασμένος άλλος
μου εαυτός. «Δες το σαν άσκηση».
«Με τι θέμα;», ρωτάω.
«Το δικό σου», απαντάει.
«Το δικό μου;» Ανατριχιάζω.
«Πώς;»
«Τον μονόλογο μιας ακρωτηριασμένης γυναίκας».
Το φως του ήλιου που μπαίνει πια από το παράθυρο με βρίσκει
ακόμη καθισμένη δίγνωμη στην άβολη καρέκλα του γραφείου μου. Η οθόνη του
υπολογιστή παραμένει λευκή. Κάτι με σπρώχνει να πατήσω το πρώτο πλήκτρο κι
ύστερα να γράψω αυτές τις έξι πρώτες λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου.
(Κεφ: Η πληγή μιας εικόνας. Σελ. 114)
Η Ήρα δεν ζητά δικαιοσύνη∙ τη διεκδικεί με την αφήγηση της
ιστορίας της, μια αφήγηση που δίνει φωνή στο γυναικείο σώμα και το
επανατοποθετεί στη θέση του υποκειμένου.
(1495 λέξεις)