Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Οι κούκλες της

 


Οι κούκλες της

 

Μια πάνινη -ολότελα μουλιασμένη- κούκλα, αντιπροσωπευτική της δεκαετίας του ’50, κρεμόταν από το σχοινί της μπουγάδας στην αυλή τους, σε μια από τις πολλές πανομοιότυπες αυλές εκείνης της εποχής.  

Το χώμα από κάτω δεχόταν τις ρυθμικές σταγόνες που σχημάτιζαν μια υποψία λιμνούλας, μα που κι αυτή εξατμίζονταν σταδιακά από την καλοκαιρινή λαύρα του μεσημεριού. Το άτεχνο πρόσωπο της κούκλας από φτηνή πάστα, έλειωνε σταδιακά αλλοιώνοντας την αδιάφορη έκφραση της.

Κι εκείνη -οχτάχρονο κορίτσι- με ανασηκωμένο το κεφάλι παρακολουθούσε ανέκφραστη την εκούσια δολοφονία μιας από τις πολλές κούκλες θύματα της.

Δεν είχε αγαπήσει καμιά τους, από την πρώτη έως τούτη την τελευταία. Εφήμερα  παιχνίδια  που έρχονταν κι έφευγαν χωρίς ν’ αφήνουν κανένα προσωπικό αποτύπωμα πίσω τους.

Γι’ αυτό ήταν αρνητική πάντα στα βαρετά επαναλαμβανόμενα καλέσματα των φιλενάδων της να παίξουν τις κουμπάρες ως ασυνείδητα προϊούσες μελλοντικές μαμάδες με παιδιά ακούνητα, αμίλητα και υπάκουα… Ψευδεπίγραφες παγίδες μιας αλλότριας πραγματικότητας.

Κι έπειτα -εκεί περίπου στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής της -οι πάνινες κούκλες έχασαν την όποια υποτιθέμενη αίγλη τους καθώς στη θέση τους εισέβαλαν κάποιες νέες… Κοκάλινες -αυτή τη φορά- πανομοιότυπες κούκλες με χαζοχαρούμενα γελαστά πάντα πρόσωπα.  Κι οι πάνινες κατέληξαν άδοξα πια να πουλιούνται στα πανηγύρια των ναών στις επετειακές γιορτές των αγίων τους, στολισμένες όπως και πριν με φανταχτερά τούλινα φορέματα και στρας εφήμερης λαμπρότητας.  

Μα ούτε και οι κοκάλινες κούκλες που θεωρήθηκαν νεοτερισμός της εποχής τότε  κατάφεραν να τραβήξουν το ενδιαφέρον της.

Εντελώς τσίτσιδες κουνούσαν πόδια και χέρια υποχείρια της άτσαλης χρήση τους από ανυπόμονα παιδιά για να καταλήξουν αναπόφευκτα σε πολλαπλές εξαρθρώσεις όταν τα λαστιχάκια που τα συγκρατούσαν έσπαγαν ηθελημένα ή ακούσια από την πολλή χρήση. Για να καταλήξουν εντέλει…

Στο νοσοκομείο των κούκλων, από τις ελάχιστες καινοτομίες της εποχής.

Κι όμως μήτε κι  αυτές κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα της το μητρικό ένστικτο.

 ‘Παράξενο παιδί’ έλεγαν καταμόνας οι γεννήτορες όταν την έβλεπαν να τραβάει με μανία τα χέρια και τα πόδια στις κοκάλινες κούκλες της ως  να ακουστεί  ο χαρακτηριστικός ήχος του λάστιχου που έσπαγε.

Ίσως αυτή η μανία εξαρθρώσεων να είχε την πηγή της στις συχνές οικογενειακές επισκέψεις στο κουκλονοσοκομείο καταγμάτων για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις. Την διασκέδαζε αφάνταστα να βλέπει τους κουκλογιατρούς επί το έργο.   Μα ίσως ήταν και ένας βαθύτερος ασυναίσθητος φόβος της να μην υποκύψει άθελα της σ’ αυτό που εντέχνως η κοινωνία προετοίμαζε από πολύ μικρά τα θήλεα σε ρόλους δοτούς στην ‘αγία οικογένεια’ και στην ‘διαιώνιση’ του είδους.

Με δούρειο ίππο πάντα τις κούκλες εξαρτημένων από αυτές παιδιών, οι ελέγχοντες τις κοινωνικές νόρμες κατάφερναν να περάσουν το μήνυμα τους : τα θήλεα ανέκαθεν να είχαν φυτεμένες στο ασυνείδητο τους τις θεωρίες διαφοροποίησης των δύο φύλλων. 

Έτσι οι υποβολιμαίες αναγκαίες ανανεώσεις του δολώματος για να γίνει πιο ελκυστικό, είχαν εξοστρακίσει τις πάνινες και στη συνέχεια τις  κοκάλινες κούκλες στη λήθη, όλες τους πλέον  θεωρούντο passe, η διάδοχη κουκλοφυλή που τις αντικατέστησε ήταν τώρα οι μαρκησίες, σύμβολα της φαντασιακής ευμάρειας της μεταπολεμικής κοινωνίας.

Κούκλες με ξενόφερτη καταγωγή και τίτλο αριστοκρατικότητας, έγιναν γρήγορα της μόδας προϊούσης της ξενομανίας και της ανάγκης επίδειξης.  Προορισμένες να κοσμούν τους καναπέδες των σαλονιών, μα ωστόσο απαγορευμένο παιχνίδι των παιδιών, για να μην τις χαλάσουν -‘απαραβίαστη’ γονική εντολή-  επόπτευαν παράλληλα την ζωή της οικογένειας με έναν αέρα ανωτερότητας που επέβαλε η καταγωγή τους.  

Όλα αυτά τότε…. Που και τελικά οι κοινωνικοί σχεδιασμοί την είχαν υποτάξει.

Όμως τώρα…

Μεσήλικη πια, δεν εντυπωσιάζονταν από την ροζ φτηνιάρικη οργαντίνα και τα λουστρινένια γοβάκια της μαρκησίας τους,  ξεχασμένης τώρα σε κάποιους χώρους της οικογενειακής μονοκατοικίας.  Μετά την αμετάκλητη φυγή των γεννητόρων,  την είχε μετακομίσει από τον καναπέ του σαλονιού στα ορεινά του πιάνου της μητέρας  -εκείνο με το ξεθωριασμένο πια μαύρο λούστρο.  Κίνηση ηθελημένη για να μην έχει άμεση επαφή μαζί της και να μην βλέπει το αρυτίδωτο πρόσωπο, ούτε τα πλούσια μαλλιά της. 

Είχε ωστόσο εξοστρακίσει ηθελημένα και τους καθρέφτες του σπιτιού για να μην υποκύπτει στις σύντομες έστω πλάγιες ματιές στα δικά της αραιωμένα και ξεθωριασμένα από τις πολλές βαφές μαλλιά ή τις ρυτίδες που αυλάκωναν πια το πρόσωπο και τα διάστικτα από καφετιούς λεκέδες χέρια. 

Ζούσε τώρα μόνη στο πατρικό της, ένα σπίτι όπου ακόμη αντηχούσαν οι συνεχείς γονικές προτροπές, για ευτυχισμένους γάμους και τσούρμο παιδιών.  Εκείνη είχε ορίσει τη ζωή της ελεύθερη από δεσμεύσεις κάθε είδους και την είχε ζήσει όπως αυτή ήθελε… 

Ευτυχισμένη;

Σιωπή.

Μόνη;

Σιωπή.

Η μαρκησία αυτόπτης πάντα μάρτυρας την κοίταζε όπως πάντα ειρωνικά από τα ορεινά του μαύρου πιάνου της μητέρας.          

Θυμήθηκε τις κούκλες που εκούσια βασάνιζε. Ήταν η ασπίδα της, κι ας είχε ζήσει με κίβδηλες αλήθειες για να μην ξεστομίσει την μόνη αλήθεια, για να μην ομολογήσει ούτε στον πανικό της πως λόγω οικίας ανατροφής και πλύσεως εγκεφάλου ήταν ανάπηρη να παίξει τον φυσικό ρόλο της μάνας…

Έτσι ήταν;

Έτσι είναι;      

Και η μαρκησία πάντα εκεί να την κοιτάζει ειρωνικά.

Άπλωσε το χέρι και την άρπαξε από το πόδι. Η κίνηση ως τελευταία πράξη βίας, έμεινε μετέωρη, λίγο πριν διαλύσει το κεφάλι της μαρκησίας στο σκαμπό του πιάνου.  Ο χρόνος έγινε άχρονος…

Κι έπειτα η βία έγινε χάδι.  Τα χέρια αρωγοί αγάπης γύμνωσαν το κοκάλινο κορμί από τα περιττά φτιασίδια.  Κι έτσι γυμνό σαν νεογέννητο βρέφος εκείνο ψέλλισε μια λέξη μόνο -

Μαμά

Παιδί μου… -είπε εκείνη…

   https://www.periou.gr/kostia-kontoleon-oi-koukles-tis/

Απρίλιος 2025

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Ο Πάνος Τουρλής στο https://www.vivliokritikes.com/

 

Μια γυναίκα παλεύει με τον καρκίνο και θυμάται τις στιγμές της ζωής της. Οι πρώτοι έρωτες στην εφηβεία, η οικογένεια που δημιούργησε, οι γονείς της, η επαγγελματική της πορεία και τώρα η μάχη. Πώς θα ανταπεξέλθει στην περιπέτειά της και ποιος θα νικήσει; Τι συμβαίνει στο σώμα και στην ψυχοσύνθεσή της;

 

Βιβλίο Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου

Συγγραφέας Κώστια Κοντολέων

Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα

Εκδότης ΑΩ

Συντάκτης: Πάνος Τουρλής

 

Η Κώστια Κοντολέων έγραψε ένα χρονικό πάλης, μάχης και αγώνα ενάντια σ’ έναν αόρατο μα και απτό εχθρό με σύντομες προτάσεις, μικρά κεφάλαια και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. «Γυμνό το κορμί αποκαλύπτει ώριμους μαστούς. Σ’ έναν από τους δυο φωλιάζει ύπουλος αόρατος εισβολέας… Η χούφτα κλείνει τρυφερά στην κοιλότητά της το ταξιδιάρικο στήθος, ιδιότυπο σύντροφο δύσκολης οκταετίας…» (σελ. 8). Αυτά τα στήθη, εφηβικά κυπαρισσόμηλα κάποτε, στητά γλυκολέμονα τώρα, δίνουν το έναυσμα της ιστορίας. Γραφή κοφτή, γρήγορη, μόνο με τις βασικές λέξεις που μπορούν να σχηματίσουν μια πρόταση, κείμενο που κυλάει γρήγορα, με επιθετικό ρυθμό που δε με άφησε να πάρω ανάσα ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων παίζουν και κουμπώνουν ή ντύνουν με λυρισμό τα περιστατικά που αφηγούνται το καθένα τους. Μέσα από αυτά τα κεφάλαια-σφηνάκια φωτίζονται διαφορετικά και ποικίλα στιγμιότυπα από τη ζωή της Ήρας, η οποία μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι που τηρεί απαρέγκλιτα τις χριστιανικές τελετουργίες. Η κοπέλα γυρίζει την πλάτη στις νουθεσίες περί κόλασης, παραδίδεται στην αγκαλιά του Ρήγα και μετά το ρίχνει στις γονυκλισίες και τις μετάνοιες, παραπαίοντας: «…ο πρώτος μου έρωτας ή αντίβαρο αντίδρασης στα ηθικοπλαστικά τσιτάτα της ενοχικής μάνας μου»;

 

Είναι μια γυναίκα που χλευάζει τόσους αιώνες σκοταδισμού που κατασυκοφάντησαν την ένωση των σωμάτων και την ηδονή που προσφέρουν και χαράζει τη δική της πορεία. Κι όταν μπαίνει στην εφηβεία: «Τα πεζοδρόμια που διεκδικούσαν τα ξυπόλητα τρεχαλητά μου κι η αθωότητα της παιδικής ηλικίας δεν υπάρχουν πια» (σελ. 11). «Εγώ, η Ήρα, προσφέρω μα και αντιστέκομαι» όταν αρχίζουν οι σχέσεις με το άλλο φύλο. Τελικά, αναγκάζεται να ακολουθήσει τα χνάρια του παθολόγου πατέρα της μόνο και μόνο για να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον της, αδιαφορώντας για την έτοιμη ιατρική πελατεία. Πιάνει δουλειά σε νοσοκομείο για να αποκτήσει ευρύτερες ιατρικές γνώσεις έχοντας πάντα στο πλάι της τον Ρήγα, τη «βακτηρία» της. Η επιλογή των σπουδών της τη βοηθάει να αντιμετωπίσει κατάματα τις νευρώσεις της, μιας και οι επιστημονικές αναλύσεις δεν αφήνουν περιθώρια παρανοήσεων. Μέσα από μια εκπληκτική γραφή ταξιδεύουμε από τα χρόνια της μεταπολίτευσης ως σήμερα, περνάμε από την εφηβεία στην ωριμότητα, από την αδιαφορία για τα οικογενειακά θέσφατα και την ηδονή του έρωτα στον αναμενόμενο ως έναν βαθμό πόλεμο με τον αόρατο εχθρό.

 

Εθελοτυφλεί όταν δέχεται την ακάλεστη επίσκεψή του, έχει κάνει πλέον τη δική της οικογένεια, έχει τακτοποιήσει τους φόβους της, τους έχει κρύψει καλά, μόνο που «Το σώμα θυμάται και περιμένει». Το χεράκι της πάντα εκεί, στο αριστερό στήθος, λες και ήξερε, σα να περίμενε αυτό που τώρα ήρθε. Κορίτσι, σύζυγος, μάνα, ασθενής μα πάνω απ’ όλα γυναίκα. Αρχικά το κρατάει μυστικό, παλεύει μόνη της, βιώνει παράνοια και λογική σε αμφίδρομες αλληλοεπιδράσεις, «Ό,τι πάνω στο σώμα μου έχει χαραχτεί δεν τους αφορά… Ή μήπως όχι;» (σελ. 40). Σα να ετοιμάζει μια ιδιότυπη αυτοκτονία κρατώντας την οικογένειά της στο σκοτάδι και ταυτόχρονα χωρίς η ίδια να το παλεύει. Τι περιμένει,  Θαύμα ή Θάνατο; Πώς και γιατί θ’ αλλάξει στάση ζωής; Θα προλάβει να παλέψει; Πώς θα αντιδράσουν οι δικοί της; Πώς θα νιώσει όταν ένα σώμα με φανερή ανορθογραφία τη μετατρέψει σε Αμαζόνα; Πόσο δυνατή νιώθει όταν ψάχνει τη δύναμη σε τέτοια λόγια: «…η πραγματική ζωή δεν είναι η ζωή των αγαλμάτων με τις όποιες φθορές τους…η πραγματική ζωή είναι εκείνη των ανθρώπων, με τα ρίσκα και τις αποφάσεις που καθορίζουν την καθημερινότητά τους» (σελ. 70);

 

«Η Ήρα στον αστερισμό του Καρκίνου» είναι ένα δυνατό, ρεαλιστικό μυθιστόρημα με ηρωίδα μια γυναίκα που περνάει από πολλές ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις όσο παλεύει με την επάρατη νόσο. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κορυφώνεται η αγωνία για την επιτυχή ή μη έκβαση αυτού του αγώνα δρόμου, που καθυστέρησε να εκκινήσει με δική της υπαιτιότητα. Χωρίς διδακτισμούς, χωρίς κατακραυγές και ακρότητες, με διακριτική ισορροπία ανάμεσα στο «γιατί σε μένα» και στο «γιατί όχι», ξεδιπλώνεται μια ιστορία που βιώνουν πολλές γυναίκες σε κάποια στιγμή της ζωής τους και η συγγραφέας θέλησε με το βιβλίο της να κρατήσει νοερά το χέρι της κάθε μίας από αυτές, να προσπαθήσει με τον δικό της τρόπο να τις εμψυχώσει και να τις στηρίξει όσο γέρνουν το «φυλλοβόλο κεφάλι» τους σε γνώριμες μυρωδιές για μια ανάσα ακόμη. Την Ήρα τη λοιδορούσα για τα λάθη της, τη συμπονούσα για τις επιλογές της, την κατανοούσα για τη στάση της κι αυτά τα συναισθήματά μου εναλλάσσονταν με τον ίδιο ρυθμό που άλλαζε και η ηρωίδα του βιβλίου. Δε συνάντησα ούτε μια περιττή ή φλύαρη σκηνή, αντίθετα, απόλαυσα μια λιτά γραμμένη μάχη εναντίον του εισβολέα που μπορεί να μεταμορφώσει από τη μια στιγμή στην άλλη μια γυναίκα είτε σε φοβισμένο και υποταγμένο αντίπαλο είτε σε μαχητή είτε και τα δυο μαζί σε μια διαρκή ανταλλαγή θέσεων. Τελικά, πόσο λαμπερός είναι αυτός ο αστερισμός και πόσο πολύ στηρίζεται στον φόβο για να φέγγει πάνω από αυτόν που θα επιλέξει για να εξαπλωθεί; Η Κώστια Κοντολέων χαρίζει αισιοδοξία και δύναμη μέσα από ένα μυθιστόρημα που κυλάει σα νερό και είναι γραμμένο με άφθαστο ρεαλισμό και δύναμη.


Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo

 


Κώστια Κοντολέων: «Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου»

 Διώνη Δημητριάδου  Δημοσιεύτηκε 02 Απριλίου 2025 (diastixo.gr)

 

Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που η λογοτεχνική γραφή επιχειρεί να αποδώσει την τραυματική συνάντηση με τον καρκίνο, τον «εισβολέα», που εισχωρεί αθόρυβα στο σώμα μας και συν τω χρόνω εγκαθίσταται και προχωρεί σε έναν ανεξέλεγκτο καταστροφικό πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Τις περισσότερες φορές η γραφή μεταμφιέζεται, χρησιμοποιεί προσωπεία, στην προσπάθεια να ειπωθεί το ανείπωτο, το βαρύ κι ασήκωτο φορτίο της ασθένειας, με τις μάσκες όμως να υποχωρούν, μόλις αποκαλυφθεί ο συγγραφικός «τρόπος», μόλις η υπαινικτική ή μεταφορική επένδυση καταπέσει μπροστά στην αναγνωστική πρόσληψη.

 

Η γραφή της Κώστιας Κοντολέων, ιδιαίτερη, ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη ανάμεσα στις πολλές, ακολούθησε την ευθεία οδό, λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους. Η ιστορία που αφηγείται, κι ας έχει την πρωτοπρόσωπη φωνή, αφορά την κάθε ομοειδή περίπτωση. Δεν αυτοβιογραφείται εξομολογούμενη, αλλά επιλέγει τη λογοτεχνική γλώσσα που όλα τα σκεπάζει με το μαγικό της «ψεύδος», ώστε όλα να φαίνονται αληθινά όσο και επινοημένα, χωρίς πραγματικά να ενδιαφέρει η διάκριση μεταξύ τους· άλλωστε, η αληθοφάνεια κερδίζεται με τον συγγραφικό τρόπο και, τελικά, αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει εδώ.

 

Επειδή στις καλές εκδόσεις τίποτα δεν είναι τυχαίο, κοιτάζω το έργο του Egon Schiele (Seated female nude back view with red skirt, 1914) στο εξώφυλλο του βιβλίου και νομίζω ότι βλέπω την ηρωίδα της Κοντολέων, την Ήρα, με την ένταση της απόγνωσης στο βλέμμα, την τραγικότητα της κίνησης της εξπρεσιονιστικής φιγούρας να απλώσει τα χέρια της στο «κενό» του πίνακα. Από πού να πιαστεί; Σκέφτομαι πόσο η εικόνα και ο λόγος εδώ αλληλοερμηνεύονται. Αποτυπώνει η φιγούρα της γυναίκας του πίνακα την οκτάχρονη «συμπόρευση» της Ήρας με την αρρώστια, μια πραγματικότητα που η ίδια δεν ήθελε να αποκαλύψει.

 

Φευ, όσες φορές κι αν κοιταχτώ στον καθρέφτη μου, όσες αλλαγές και αν παρατηρήσω στο στήθος μου. Δεν κάνω τίποτα, μόνο περιμένω. Τι; Δεν ξέρω. Θαύμα ή Θάνατο; (σσ. 43-44)

 

Ο μονόλογος της Ήρας (θυμίζει θεατρικό μονόπρακτο) ανελέητος για την ίδια, θα εκκινήσει από το κρίσιμο «λίγο πριν» του χειρουργείου, εκεί που θα αποχωριστεί, με τη μαστεκτομή, το αναγνωριστικό στοιχείο, το σύμβολο της θηλυκότητάς της, στερεότυπο και άρα ισχυρό· δύσκολη η συμφιλίωση με την απουσία του. Εκεί, στο κρίσιμο αυτό «λίγο πριν», θα σταματήσει η κανονική ροή του χρόνου, η Ήρα θα πάει πίσω, στο πρώτο ξύπνημα της γυναικείας της ταυτότητας, στα «σημάδια» που ήταν εκεί, αλλά ήθελε να τα αγνοήσει, που, όμως, τη στοίχειωνε η δυσοίωνη παρουσία τους.

 

Κι έπειτα, η πρώτη ένδειξη της ύπαρξης του «εισβολέα». Σαφής η παρουσία του για τη γιατρό πλέον Ήρα, που θα επιλέξει να συμβιώσει μαζί του για οκτώ καταστροφικά για την ασθένειά της χρόνια. Έχει, αλήθεια, ενδιαφέρον αυτό το σημείο της ιστορίας. Η αντίδραση της ηρωίδας μεταφρασμένη σε απουσία κάθε δράσης, σαν όλες οι ιατρικές της γνώσεις, όλες οι συμβουλές που η ίδια έδινε στους ασθενείς της έξαφνα να κατέρρευσαν, αδύναμες μπροστά στο πρόβλημα που πλέον είχε σάρκα και οστά, ήταν ολότελα προσωπικό, δικό της, ξεφεύγοντας από τις σελίδες των επιστημονικών της βιβλίων. Η γραφή εδώ αποκτά χαρακτήρα ψυχαναλυτικό, ψάχνει και όσο ψάχνει βαθαίνει, δεν είναι πια μόνο λογοτεχνία, δεν είναι τέχνη του λόγου, είναι διαδοχικές ξυραφιές στο πάσχον σώμα.

 

Η γραφή εδώ αποκτά χαρακτήρα ψυχαναλυτικό, ψάχνει και όσο ψάχνει βαθαίνει, δεν είναι πια μόνο λογοτεχνία, δεν είναι τέχνη του λόγου, είναι διαδοχικές ξυραφιές στο πάσχον σώμα.

 

Ο τρόπος που η Κοντολέων χτίζει την ιστορία της, στο επίκεντρο βάζοντας την Ήρα και τον εσωτερικό της, αρχικά κρυφό για τους άλλους, αγώνα, θυμίζει μια λίμνη που έξαφνα μια πέτρα πέφτοντας μέσα της διαταράσσει την ηρεμία της – απατηλή ηρεμία, καθώς εκτεθειμένη η λίμνη σε φυσικούς ή μηχανικούς παράγοντες δεν θα μπορούσε να διατηρήσει για πάντα τη γαλήνη της. Όπως διαδοχικά διαγράφονται νέοι κύκλοι, ομόκεντροι αλλά όλο και πιο φθίνοντες, εισχωρούν στην ιστορία οι άλλοι χαρακτήρες, ο άντρας της, η κόρη της, οι γονείς, οι φίλοι, οι γιατροί, οι νοσοκόμες, ο καθένας κι ένας κύκλος, πιο έντονος ή πιο άτονος, ανάλογα με τη γειτνίαση προς την Ήρα και τον τρόπο που συμμετέχει στο δικό της πρόβλημα. Ακόμα και η ίδια επιζητά την αποστασιοποίηση από το «τραύμα», σαν να πρόκειται για μια ξένη γυναίκα που της μιλάει:

 

Μου έλεγε πως δεν ήθελε να κοινοποιήσει το πρόβλημά της, πως απεχθανόταν τον οίκτο των άλλων όπως ο διάβολος το λιβάνι. Πως δεν θα άντεχε εκείνες τις πλάγιες ματιές τους που τη θεωρούσαν ξεγραμμένη, τα παρηγορητικά λόγια της συνθήκης. (σ. 104)

 

Εν τέλει είναι ένα βιβλίο για τη γυναικεία ταυτότητα; Ένα βιβλίο για τη σταδιακή ωριμότητα, που έρχεται μέσα από τραυματικές εμπειρίες; Ένα βιβλίο για την ασθένεια και την αντιμετώπισή της; Ή, ίσως, ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, με όσο θάρρος απαιτεί κάτι τέτοιο;

 

Θυμάμαι το παραμύθι της Χιονάτης που έλεγα στην παιδούλα κάποτε κόρη μου. Τις ερωτήσεις της κακιάς μητριάς στον μαγικό καθρέφτη της. Εκείνος της έδινε απαντήσεις, ο δικός μου μένει ανείπωτα αμίλητος. Μένω βουβή, καθώς οι τοίχοι γύρω μου κινούνται κι αρχίζουν αργά αργά να κλείνουν σαν όστρακο που προσπαθεί να εγκλωβίσει έναν εν δυνάμει εξωτερικό κίνδυνο… ΕΜΕΝΑ. (σ. 45)

 

Μήπως ένα βιβλίο που, μέσα στην αυτοαναφορικότητά του, υπαινίσσεται την ιαματική λειτουργία της γραφής; Η Ήρα, πάντως, μπροστά στη λευκή σελίδα του υπολογιστή της αποφασίζει να ξεκινήσει με τις πρώτες έξι λέξεις: Η Ήρα στον αστερισμό του καρκίνου, φθάνοντας έτσι στην ώριμη αντιμετώπιση του βιώματός της με την καταγραφή του στο ομότιτλο βιβλίο που διαβάζουμε.

 

Όλα αυτά, βέβαια, αλλά και τόσα άλλα που ανακύπτουν διαβάζοντας, γιατί η καλή λογοτεχνία δεν εξαντλείται σε κατηγοριοποιήσεις και ετικέτες. Η Κώστια Κοντολέων, με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, καταθέτει μια από τις καλύτερες γραφές στη δύσκολη αυτή θεματική.