Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Θα μείνω...

Καλοκαίρι του ’69, Ιούλιος μήνας, μέρα σημαδιακή, κι ο κόσμος κολλημένος στις τηλεοράσεις παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα το μεγάλο βήμα του ανθρώπου στις νεκρές θάλασσες και τα σβησμένα ηφαίστεια της Σελήνης, μ’ αυτή στον καθρέφτη της κολλημένη θαύμαζε ακόμη την εικόνα της, φουστάνι σεμιζιέ με  υπογραφή Τσεκλένη, μαλλιά καλοχτενισμένα, δαχτυλίδια σ’ όλα τα δάχτυλα των χεριών της.
Ήταν όμορφη και το ήξερε, ένας κακομαθημένος νάρκισσος, που συχνά πυκνά ρωτούσε τον καθρέφτη της όχι με λόγια μα μόνο με το βλέμμα, αν ήταν η ομορφότερη, έτσι κι απόψε, περίμενε την απάντηση του, για να φύγει ήσυχη για το εξοχικό της κολλητής της, κάπου στην Κηφισιά, καλεσμένη κι αυτή μαζί με άλλους πολλούς για να δουν, να σχολιάσουν και να θαυμάσουν το εξαιρετικό γεγονός.

Κι όμως κάθονταν μόνη της εκείνη τώρα σε μια από τις καφέ μπαμπού πολυθρόνες της βεράντας του εξοχικού, κι έπαιζε αφηρημένα με τις καλοχτενισμένες μπούκλες των μαλλιών της θαυμάζοντας ταυτόχρονα στις κρυστάλλινες αντανακλάσεις του ποτηριού στο χέρι της τις εναλλασσόμενες και φευγαλέες εκδοχές ενός προσώπου που ήταν και δεν ήταν το δικό της καθώς γυρόφερνε αργά το ποτήρι στο χέρι της.
Από μέσα άκουγε συνέχεια φωνές άκρατου ενθουσιασμού και περιέργους ηλεκτρονικούς ήχους από την τηλεόραση καθώς πλησίαζε η ώρα της μεγάλης στιγμής.  Τα μάτια των άλλων καρφωμένα στην οθόνη της τηλεόρασης.  Τα δικά της στο ρολόι της, ήθελε να βρει τρόπο να φύγει, το ενδεχόμενο μιας ακόμη ερωτικής βραδιάς με τον Άρη δεν είχε αποκλειστεί από τα σχέδια της.  Ήθελε να φύγει μα ήταν η ντροπή για τ’ αρνητικά σχόλια που θα ακολουθούσαν που την ανάγκασε να μείνει λίγο ακόμα.
Κι ύστερα οι φωνές από μέσα ενώθηκαν με το κλάξον του αυτοκινήτου που είχε μόλις σταματήσει έξω από την πόρτα του κήπου.  Ήταν η περιέργεια που την έκανε να στραφεί προς τον άγνωστο σ’ αυτήν καθυστερημένο επισκέπτη που βιάζονταν, έτσι της φάνηκε, να μπει στα ενδότερα να δει κι εκείνος την μεγάλη στιγμή και να θαυμάσει.  Το βλέμμα της σταμάτησε στον νέο άντρα που ανέβαινε ήδη τα σκαλιά της βεράντας, με μια αμήχανη κίνηση άγγιξε πάλι τα καλοχτενισμένα της μαλλιά, ο ναρκισσισμός της για μια ακόμη φορά  στο φουλ, καθώς εκείνος ευγενικά την χαιρετούσε λίγο πριν μπει κι αυτός στο σπίτι.  Οι φωνές αγωνίας των θεατών εναλλάσσονταν με την απόλυτη σιωπή, καθώς η σεληνάκατος σε απόσταση αναπνοής ολοκλήρωνε αργά την κατάληψη της σελήνης, και την αποδόμηση δοξασιών αιώνων αντίδοτο στον φόβο της γητειάς της.
Μπαίνει κι εκείνη στο σπίτι, μα τα δικά της μάτια αλλού κλεφτά κοιτάζουν, τον νεαρό άντρα που λίγο  πριν είχε διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό της στην βεράντα.  Αναρωτιόταν αν ήταν αυτός που η κολλητή της, είχε περιγράψει σε ανύποπτο χρόνο  μοναχικό άτομο, που περνούσε περισσότερο χρόνο με τα βιβλία του παρά με το γυναικείο φύλο.  Ωστόσο, η ανάγκη της για μια ακόμη επιβεβαίωση της σαγήνης που προκαλούσε στους άντρες την έσπρωξε να δοκιμάσει μια ελεγχόμενη επαφή μαζί του.  Βρέθηκε δήθεν τυχαία κοντά του, κάτι είπε σχολιάζοντας αυτά που έβλεπαν στην οθόνη της τηλεόρασης, κάτι της απάντησε εκείνος, ο πάγος έσπασε κι ειπώθηκαν κι άλλα πολλά μεταξύ τους.
Σαν παιχνίδι ξεκίνησε αυτή η άσκηση γοητείας εκ μέρους της, ένας ακόμη αρσενικός λαβωμένος από τα κάλλη της, έτσι για να αυξάνει η συλλογή της και να θεριεύει ο αρρωστημένος ναρκισσισμός της.
Φεύγοντας από κει, ακόμη και τ’ όνομα του θα είχε βγει από την μνήμη της το επόμενο πρωί.  Άλλωστε, σ’ ένα μήνα αυτή θα βρίσκονταν αλλού, μακριά από φιλικές βεράντες, προσσεληνώσεις και ιδιόρρυθμους πλην ενδιαφέροντες νεαρούς άντρες.  Το πανεπιστήμιο που την περίμενε στην Αγγλία ήταν ευκαιρία για σπουδές ή αφορμή για το δικό της μεγάλο άλμα προς την ελευθερία και την αποκοπή της από τις όποιες  αγκυλώσεις και δεσμεύσεις μιας καταπιεστική οικογένειας.
Έφυγε από κει αργά όταν είχε κοπάσει πια ο θόρυβος της αποδόμησης του φεγγαριού.  Είχε προλάβει, ωστόσο, να εντυπωσιαστεί από την έντονη προσωπικότητα του, τις γνώσεις του, τα λόγια του και πράγμα παράξενο για κείνη, δεν είχε βγει καθόλου από το μυαλό της το επόμενο πρωί.  Θύμωσε με τον εαυτό της που τόσο εύκολα είχε αφεθεί να κρατήσει ζωντανή την εικόνα του μέχρι χθες άγνωστου άντρα.  Έπεσε με τα μούτρα στις προετοιμασίες του ταξιδιού της κι ενέδωσε σε σκέψεις λιγότερο επικίνδυνες.  Μέχρι το βράδυ τον είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό της, το οποίο απασχολούσαν τώρα συναλλάγματα, φοιτητικές εστίες, και μια καινούργια ζωή πάνω σε άλλες βάσεις.
Αργά, χτύπησε το τηλέφωνο της, ‘γαμώτο, ποιος είναι πάλι’ μουρμούρισε ενοχλημένη γιατί έβλεπε κάτι ενδιαφέρον στην τηλεόραση, χαμήλωσε την ένταση του ήχου και πήγε να το σηκώσει.  Ήταν η φωνή, η δική του φωνή, τόσο υποβλητική που της ζητούσε συγνώμη για τα ακατάλληλο της ώρας, και πως ήθελε να την καλέσει  σε μια εκδρομή που σχεδίαζαν με την κολλητή της και μερικούς άλλους φίλους, μετά από λίγες μέρες για Ναύπλιο.  Πως θα τον χαροποιούσε η δικιά της παρουσία στην παρέα τους πρόσθεσε και πως θα ήταν  ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα και να συνεχίσουν την ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαν ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ κι είχε μείνει ανολοκλήρωτη.  Γέλασε ειρωνικά για το πόσο εύκολα είχε τυλίξει έναν ακόμη αρσενικό στην σαγήνη της, αλλά και η εκδρομή σε μια πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα ήταν αρκούντως ελκυστική.  Είπε το ναι, και βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο, για να μην προδοθεί από την ταραχή που ασυνήθιστο και παράξενο γι’ αυτήν της είχε προξενήσει η απρόσκλητη εισβολή του στην ζωή της, ‘δεν βαριέσαι, μια εκδρομή είναι μόνο,’ μονολόγησε, ‘κι ύστερα που με είδες που με ξέρεις.’
Η εκδρομή τους είχε απ’ όλα, μπάνιο και φαγητό στο Τολό, Βάκχες στο θέατρο της Επιδαύρου, και μια βόλτα στα γραφικά δρομάκια της πόλης, πριν πάρουν και πάλι τον δρόμο της επιστροφής.  Εκείνος ήταν αδικαιολόγητα απόμακρος απέναντι της κι αυτή απέφευγε να τον κοιτάξει γιατί άπαξ και το έκανε δεν θα ξανάπαιρνε τα μάτια της από πάνω του.  ‘Τελικά, θα είναι ο πρώτος αρσενικός, που θα διαγράψω από την συλλογή μου,’ σκέφτηκε εκνευρισμένη ‘και ποιος ο λόγος να με καλέσει,’ αναρωτήθηκε.
Ήταν στην επιστροφή τους, ωστόσο, που έγινε η μεγάλη ανατροπή.  Εκείνος διάλεξε δήθεν τυχαία να καθίσει δίπλα της, έμενε σιωπηλός με το βλέμμα συνέχεια έξω από το παράθυρο, το φεγγάρι καθώς ξεπρόβαλε από το βουνό δημιουργούσε περίεργες σκιές στο πρόσωπο του, ένα απότομο φρενάρισμα έγινε αφορμή τα πρόσωπα τους να πλησιάσουν επικίνδυνα, τα χείλη του σχεδόν ν’ αγγίξουν τα δικά της που κράταγαν ακόμη την αλμύρα της θάλασσας.
‘Σε θέλω στη ζωή μου,’ τον άκουσε να της ψιθυρίζει στ’ αυτί, ‘στην καθημερινότητα μου, με κάθε μόριο του κορμιού μου σε θέλω.’  Το κορμί του ανάσαινε γρήγορα δίπλα στο δικό της.  Κι εκείνη, ξαφνικά, ήθελε να χαθεί σ’ εκείνο το κορμί, να εισβάλει στην ζωή του, ν’ ανατρέψει την καθημερινότητα του.  Μα δεν μπορούσε να το κάνει, ήταν πολύ αργά πια γι’ αυτόν τον έρωτα, είχε έρθει στην πιο ακατάλληλη στιγμή.  ‘Δεν μπορώ,’ κατάφερε μόνο να ψελλίσει.  ‘Φεύγω για σπουδές στην Αγγλία, σε λιγότερο από ένα μήνα.’
‘Μη φύγεις,’ της είπε, ‘ούτε σε ένα μήνα ούτε ποτέ, δεν αντέχω να σε χάσω…’  Κι αυτή ‘αν όχι τώρα, πότε;’  αποφάσισε, και τόλμησε την μεγάλη ανατροπή, προτίμησε το κάλεσμα του έρωτα από το κάλεσμα της ελευθερίας, το κάλεσμα της σάρκας από το κάλεσμα της γνώσης.
‘Θα μείνω…’ είπε μόνο.
 Πρώτη δημοσίευση:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου